Κάποτε στην Αβραμιώτου υπήρχε ένα μικρό μαγαζί που πουλούσε κουμπιά και είχε μια βιτρίνα όπου ήταν αραδιασμένα σε απόλυτη συμμετρία το ένα δίπλα στο άλλο, σχηματίζοντας μια πολύχρωμη παλέτα που μου θύμιζε μια μεταμοντέρνα παρτίδα ναυμαχίας. Ήταν ένα στενό γεμάτο tags, ούρα, αδέσποτα σκυλιά και τις πίσω όψεις των τραπεζών της παράλληλης Αθηνάς, που ήταν σαν να έχεις ένα CCTV μέσα στο γραφείο τους. Και ένα μεσημέρι, το καλοκαίρι του 2005, πέρασε από εκεί ο Quentin και είδε ένα μικρό μπαρ που είχε μόλις ανοίξει, μπήκε μέσα, τους ζήτησε να παίξει μουσική (χωρίς να έχει παίξει ποτέ πριν πουθενά, είχε απλά στο μυαλό του ένα τρελό playlist) και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Και κάπως έτσι έφτασαν όλα ως εδώ (το «όλα ως εδώ» είναι αυτός ο απίθανος πολυχώρος που έγινε 6 D.O.G.S και αυτός ο συγκλονιστικός κήπος που είναι σαν να είσαι σε υπαίθρια μπιραρία στο Ντίσελντορφ). Ήταν δυο χρόνια μετά από τότε που είχε σκάσει το «No Luggage» των Film και όλοι παραληρούσαμε για τις συνθέσεις της μπάντας και τα σπαρακτικά φωνητικά της Etten (αυτής της «παγκόσμιας» Björk που έτυχε να γεννηθεί στην Ελλάδα). Ήταν ίσως ο πρώτος ειλικρινώς conceptual δίσκος που είχαμε ακούσει σε εκείνη την πολύπαθη δεκαετία. Και ύστερα ήρθε (το 2006) το «Angel B», η επιτυχία με το «Alarm», οι συναυλίες που ήταν μια καταβύθιση στα σκοτεινά ποπ μονοπάτια των Interpol και ένας από τους καλύτερους δίσκους εκείνης της χρονιάς, που τους έδωσε τα διαπιστευτήρια για μια σπουδαία περιοδεία στην Ευρώπη μερικά χρόνια μετά. Και μετά Kinky, Urban, Μαύρη Γάτα, Πλαστελίνη (όλα ονόματα μπαρ) ενώθηκαν εις σάρκα μία κι έγιναν αυτό που είναι σήμερα οι «έξι σκύλοι», το μέρος όπου θα ακούσεις ένα βράδυ Παρασκευής Στοκχάουζεν και Πόλυ Πάνου με ένα ενδιάμεσο διάλειμμα από Ντάνι Έλφμαν. Είναι αυτή η κατάσταση που όταν η Etten έπαιζε μουσική, μπήκα μέσα στο live stage (το πιο ιδανικό μέρος στην πόλη για μια «μεσαίου» βεληνεκούς συναυλία όπως αυτή της Zola Jesus - ας τη φέρει κάποιος επιτέλους) και είχε βάλει στο πικάπ το «Τι νέα, ψιψίνα» της Λένας Πλάτωνος (από εκείνες τις καλές εποχές του «Γκάλοπ») και ύστερα ένα κομμάτι σε μια ακατάληπτη γλώσσα, που μάλλον ήταν ισλανδικά. Η Etten, όταν μιλάει για την Ισλανδία, όπου οι Film είχαν πάει φέτος για να παίξουν στο «θρυλικό» Iceland Airwaves, αστράφτουν τα μάτια της: ιστορίες με απόκοσμα πλάσματα, κρα- τήρες μέσα στην καρδιά της γης, γκέιζερ, καταρράκτες και συναυλίες όπου το κοινό ήταν εγκάρδιο με τα κομμάτια των Film από το πρώτο δευτερόλεπτο.
Είμαστε στον κήπο του 6 D.O.G.S και μυρίζει βύσσινο, κανέλα και δεντρολίβανο (από ένα ρόφημα που φτιάχνει ο μπάρμαν και είναι ό,τι πρέπει για να συνέλθεις μετά από 3-4 βότκες). Μια πλαστική φυλλωσιά πλατάνου που αγκαλιάζει σαν περικοκλάδα ένα από τα δέντρα που βρίσκονται μπροστά από το μπαρ και κάποια ψεύτικα τεράστια τριαντάφυλλα συνθέτουν ένα μπαρτονικό σκηνικό. Οι Film σκέφτονται τη συναυλία που θα κάνουν στο Gagarin στις 21 Ιανουαρίου, για την οποία έχουν στήσει ένα ολοκληρωμένο, υψηλής αισθητικής concept με visuals και μουσικές, μετά ο Κώστας Μπόρσης μιλάει για τα καγκελάκια του Αβραμόπουλου, για το ότι δεν μπορείς να περπατήσεις ανενόχλητος στα πεζοδρόμια της Αθήνας, για την έλλειψη πολιτισμού, για τα μπουζούκια, για την ελληνική σκηνή και για τη μουσική στα χρόνια της κρίσης («Είναι μια χρυσή ευκαιρία να αναδείξουμε πράγματα που δεν τους δίναμε σημασία»). Στα ηχεία που είναι χωμένα μέσα σε κάτι χωμάτινα χαλάσματα παίζει το «Η πρώτη φορά» από τις Τρύπες.
Με μάτια σκυμμένα στο χώμα/ αναρωτιέσαι τι δεν πήγε καλά/ μες στο κεφάλι σου φιλάς ένα πτώμα/γυρνάς στην παλιά συντροφιά/Aυτοί που σε ξέρουν θα φερθούν λογικά/θα 'ρθουν και θα σου ψιθυρίσουν/ Πονάει πάντα η πρώτη φορά/ Πονάει πάντα η πρώτη φορά.
σχόλια