Το περασμένο καλοκαίρι, το απόγευμα που ξεκίνησε το «Σύνταγμα», ο Ion (aka Γιάννης Παπαϊωάννου) πήγε στην πλατεία, ηχογράφησε τις φωνές των διαδηλωτών, μετά γύρισε σπίτι, έγραψε τους πιο εμβληματικά επίκαιρους στίχους για την εποχή και ύστερα φώναξε τον Freddie F. να τους απαγγείλει πάνω από ένα εντεκάλεπτο, σκοτεινό, επαναλαμβανόμενο, τέκνο μπιτ που το ακούς και νομίζεις ότι μπαίνεις σε κάποιο τούνελ χιλιομέτρων γύρω από άνυδρα βουνά - ένα θρίλερ. Αυτή η συνεργασία για το κομμάτι (το «Low Land») γέννησε σαν μεταλλικό άλιεν τη μηχανή των Mech▲nimal (με την προσθήκη του Τάσου Νικογιάννη, κιθαρίστα των «θρυλικών» Make Believe από τα ‘90s), ένα υβρίδιο dance, industrial και indie, ακαλουπάριστο στη φόρμα του και τη δομή του. «Παρόλο που έχουμε διαφορετικά ακούσματα ο καθένας, το industrial είναι το link μεταξύ μας. Είναι και μια μουσική που δεν θεωρεί τον ήχο της κιθάρας ευτελή. Οι Τhrobbing Gristle, που ήταν το πρώτο industrial συγκρότημα, είχαν κιθάρα και ήταν το μεγαλύτερο industrial συγκρότημα όλων των εποχών. Oι Nine inch nails ήταν ένα heavy metal πράγμα», λέει ο Ion, o άνθρωπος που έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα στην ελληνική underground σκηνή, ήταν ιδρυτικό μέλος των Rehearsed Dreams, που πίσω στο 1985, πάνω στον αφρό του κύματος του new wave, κυκλοφόρησαν στην Creep Records το «Repulsion» (έναν δίσκο που παραδόξως αποθεώθηκε από τους γκοθάδες), έφτιαξε το 1991 μαζί με τον Σπύρο Φάρο την Elfish Records (την πρώτη ανεξάρτητη ελληνική δισκογραφική εταιρείας ηλεκτρονικής μουσικής), μας έμαθε μέσα απο το «01» τι είναι το κυβερνοπάνκ, το IRC και το Detroit techno και, αφού πέρασε από διάφορες μπάντες (Spider’s Web, Raw), ακολούθησε σόλο καριέρα ως Ιon. Στο Domahar παίζει το «On the road again» του Willie Nelson και ο αμερικανοτραφής και τρομερός εικονοκλάστης φωτογράφος Freddie F. ξέρει όλους τους στίχους απ’ έξω. «Μεγάλωσα στην Ελλάδα απομονωμένος σε μια αμερικανική βάση, μέσα σ’ έναν κλειστό κύκλο, και άρχισα να βγαίνω από αυτόν πολύ αργά. Ήμουν σε μια βάση με απλούς στρατιώτες και όχι upper class. Ήμουν με τους μαύρους, τους Κορεάτες, τους Ελληνοαμερικάνους, και τα έζησα όλα. Άκουγα από Θεοδωράκη μέχρι χιπ χοπ. Όταν βγήκα εξω από όλο αυτό, εκεί κάπου στα ‘90s, υπήρχε ένας τεράστιος διαχωρισμός -από εδώ όσοι άκουγαν indie και από κει όσοι άκουγαν dance-, αλλά εγώ δεν το καταλάβαινα αυτό το πράγμα. Για μένα ήταν πάντα μία η μουσική». Το μπαρ μοιάζει βγαλμένο από χολιγουντιανές πειρατικές ταινίες του ‘50 (όπως το Treasure Island), έχει σ’ ένα σημείο έναν τηλέγραφο αντίκα, μια μπουκαπόρτα από μηχανοστάσιο έχει μετατραπεί σε τραπέζι, ένα φακός από ναυαγοσωστική λέμβο κρέμεται δίπλα στα ποτήρια, δυο τοιχογραφίες απεικονίζουν με τεχνική κόμικ πειρατικές μάχες, ένα ομοίωμα φαντάσματος κρέμεται απ’ το πατάρι, σφραγίζοντας όλη τη σκοτεινή και μ’ έναν περίεργο -θαλασσινό- τρόπο παγανιστική ατμόσφαιρα των πειρατών. Ο ιδιοκτήτης κύριος Νίκος, κοντά στα 50 πια, είχε ανοίξει στα 18 του το πρώτο λαϊβάδικο του Πειραιά, το Rock palais, δίπλα στον Δουράμπεη («πέρασαν ολες οι μπάντες της εποχής από εκεί»), για να γίνει δημόσιος υπάλληλος μέχρι να παραιτηθεί και να φτάσει ως εδώ, στην πλατεία Πλαστήρα. Και μετά ξαναμιλάμε για το παρελθόν, για τα σκοτεινά, απροσδιόριστα ‘80s και για την ελληνική indie σκηνή των ‘90s, που τότε έδειχνε alive & kicking (και μάλιστα χωρίς τα σημερινά δεκανίκια του ίντερνετ και τα φτηνά αεροπορικά για το Λονδίνο). «Eντάξει, υπήρχε σκηνή, αλλά η σκηνή είχε να κάνει περισσότερο με την έννοια της κοινότητας των μουσικών, παρά με τη ταυτότητα του ήχου. Δηλαδή, υπήρχαν πάρα πολλές μπάντες που βοηθούσαν η μία την άλλη, υπήρχε και η νοοτροπία του DIY πολύ πιο έντονα σε σχέση με τώρα, που υπάρχει, βέβαια, αλλά σε τελείως διαφορετική λογική. Τότε έπρεπε να βγεις στον δρόμο για να κάνεις πράγματα. Έπρεπε να κάτσεις να φτιάξεις demο, να στείλεις γράμματα, να πας από δισκάδικο σε δισκάδικο», λέει ο Τάσος Νικογιάννης. «Επειδή είχα την τύχη και τη δυστυχία μαζί να ζήσω από την αρχή την ελληνική ανεξάρτητη μουσική σκηνή, θα έλεγα ότι τα ‘80s δεν είχαν καθόλου χιούμορ. Δηλαδή, υπήρχε η Creep Records που ήταν πάρα πολύ σοβαρή γιατί ήθελε να κρατήσει αυτό το στυλ και μόνο οι Vyllies είχαν διατηρήσει λίγο το χιούμορ τους μέσα σε όλη αυτήν τη φάση κι εμείς, ως Rehearsed Dreams, που κάναμε την πλάκα μας, γράφαμε μαύρα τραγούδια και μας βγάλανε το νο 1 γκόθικ συγκρότημα όλων των εποχών στην Ελλάδα! Οι γκοθάδες μας προσκυνάνε. Τα βλέπω στο YouTube και γελάω. Μετά, στη δεκαετία του ’90, υπήρξε μαζική στροφή προς αυτό που λέμε σήμερα dance, δηλαδή μπήκαν και άλλες μουσικές μέσα και το rock and roll επανεμφανίστηκε πλέον σε μια νέα μορφή και άλλαξαν όλα. Αυτό το πράγμα πήγαινε να βγάλει κάτι καινούργιο, αλλά, τελικά, δεν το έβγαλε. Καμια ουσιαστική μουσική επανάσταση δεν ήρθε τα επόμενα χρόνια», λέει ο Ion. Ακούω τα καινούργια τους κομμάτια, αυτά που θα κυκλοφορήσουν σ’ ένα EP στις αρχές του 2012. Δεν μοιάζουν με τίποτα απ’ όσα έχουν καταχωρηθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο τελευταία ως «η νέα ελληνική σκηνή», δεν μοιάζουν με τίποτα που έχει hype αυτήν τη στιγμή (και αυτό είναι ευλογία), είναι η μοναδικότητα των συνιστωσών δεκάδων διαφορετικών αντικρουόμενων επιρροών - αυτό που κάνει τη μουσική των Mech▲nimal μοναδικά σπουδαία. «Μπορεί αυτό που κάνουμε να έχει δεκαπέντε χιλιάδες επιρροές για έναν έμπειρο ακροατή, αλλά για μας είναι κάτι πραγματικά καινούργιο. Είμαστε τρεις διαφορετικοί άνθρωποι που ενώνονται κάτω από ένα πράγμα στο οποίο μπαίνει ο ένας στον κόσμο του άλλου. Δεν έχει σημασία ποιος κερδίζει και ποιος χάνει σε αυτό το παιχνίδι, αλλά ότι παίζεις και κάνεις μουσική», λέει ο Ion. Και μετά βάζει ο DJ το Aquarius και τραγουδάμε όλοι εν χορω «This is the dawning of the age of Aquarius, Age of Aquarius / Aquarius! / Aquarius! / Aquarius! / Aquarius!
σχόλια