Ήταν κατά την τελετή των βραβείων Grammy το 2008 όταν η Beyoncé υπέπεσε σε βαρύτατο ατόπημα αποκαλώντας την Tina Turner «Βασίλισσα» καθώς την παρουσίαζε επί σκηνής. Η αντίδραση ήταν πολλά ανασηκωμένα φρύδια και συγκρατημένα μουρμουρητά καθώς ήταν (και παραμένει) γνωστό τοις πάσι ότι η Βασίλισσα της Soul (τουλάχιστον) ήταν και θα είναι εις τους αιώνας των αιώνων η Aretha Franklin που μας άφησε κι αυτή στα 76 της, περιορίζοντας δραματικά τη λίστα με τις θρυλικές προσωπικότητες της «δημοφιλούς κουλτούρας» (και της μουσικής γενικώς) που βρίσκονται ακόμα ανάμεσά μας.
Ακόμα και η ίδια είχε ενοχληθεί τότε και δεν δίστασε να το δείξει χαρακτηρίζοντας δημοσίως την «ασεβή» (προς την ίδια) προσφώνηση ως «φτηνό χτύπημα» (cheap shot).
Δεν θα έπρεπε να έχει ασχοληθεί μάλλον, ειδικά από τη στιγμή που οι προσδιορισμοί που τη συνόδευαν πριν και μετά το περιστατικό υπερέβαιναν τα εγκόσμια –ακόμα και το επίπεδο των «εστεμμένων» αυτού του κόσμου– και άγγιζαν το υπερφυσικό, το θείο.
«Δώρο του Θεού» την είχε αποκαλέσει η Mary J. Blige σ’ ένα σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού Rolling Stone το 2010, στο οποίο η Aretha Franklin ατένιζε το σύμπαν από την κορυφή της λίστας με τους «100 πιο σημαντικούς τραγουδιστές όλων των εποχών», ενώ παλιότερα η Marianne Faithfull το είχε προχωρήσει ακόμα παραπέρα: «Αν θέλετε να ξέρετε, η φωνή του Θεού ανήκει στην Aretha Franklin».
Αυτό που την κάνει τόσο ξεχωριστή δεν είναι μόνο ο όγκος του ρεπερτορίου της ή η καταρρακτώδης δύναμη του φωνητικού εργαλείου της. Είναι η μουσική της ευφυΐα, ο τρόπος που τραγουδά πίσω από τον ρυθμό, ο τρόπος που ραντίζει με νότες ακόμα και μια συλλαβή, ο τρόπος που συγκροτεί, από στιγμή σε στιγμή, τη συναισθηματική ισχύ ενός τρίλεπτου τραγουδιού. Το «Respect» αποτελεί τεχνούργημα ακριβείας όσο και ένα βάζο Μινγκ.
Τέτοιες δοξολογίες κάθε άλλο παρά σποραδικές υπήρξαν όσο ήταν ακόμα εν ζωή και τώρα έχει την αίσθηση κανείς ότι θα φτάσουν στα ουράνια.
Είχε γράψει μεταξύ άλλων σ’ ένα εκτενές προφίλ για τη μεγάλη ερμηνεύτρια, ο διευθυντής του New Yorker, David Remnick τον Απρίλιο του 2016:
«... Η Franklin έχει κερδίσει δεκαοχτώ βραβεία Grammy, έχει πουλήσει δεκάδες εκατομμύρια δίσκους και έχει αναγνωριστεί γενικώς ως η μεγαλύτερη τραγουδίστρια στην ιστορία της μεταπολεμικής δημοφιλούς μουσικής. James Brown, Sam Cooke, Etta James, Otis Redding, Ray Charles: ουδείς κι από αυτούς ακόμα δεν κατάφερε να αγγίξει την ισχύ της και την τεράστια γκάμα της, από τα γκόσπελ ως την τζαζ κι από τα R&B ως την ποπ.
Στα βραβεία Grammy του 1998, ο Παβαρότι είχε ακυρώσει τελευταία στιγμή την εμφάνισή του λόγω προβλήματος στον λαιμό και η Aretha κλήθηκε να τραγουδήσει για λογαριασμό του το «Nessun dorma», κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή και χωρίς πρόβα.
Αυτό που την κάνει τόσο ξεχωριστή δεν είναι μόνο ο όγκος του ρεπερτορίου της ή η καταρρακτώδης δύναμη του φωνητικού εργαλείου της. Είναι η μουσική της ευφυΐα, ο τρόπος που τραγουδά πίσω από τον ρυθμό, ο τρόπος που ραντίζει με νότες ακόμα και μια συλλαβή, ο τρόπος που συγκροτεί, από στιγμή σε στιγμή, τη συναισθηματική ισχύ ενός τρίλεπτου τραγουδιού. Το "Respect" αποτελεί τεχνούργημα ακριβείας όσο και ένα βάζο Μινγκ...».
Στο ίδιο κείμενο είχε αποτυπωθεί και η άποψη του (ακόμα τότε) Προέδρου Ομπάμα, στην τελετή ορκωμοσίας του οποίου λίγα χρόνια πριν, η Aretha είχε τραγουδήσει το «My Country ’Tis of Thee», «διαλύοντας» το Ίντερνετ: «Μπορεί να ακούσει κάποιος την επίδρασή της σε ολόκληρο το τοπίο της Αμερικανικής μουσικής, ασχέτως είδους. Ποιος άλλος καλλιτέχνης είχε ποτέ τέτοιου είδους απήχηση; Η λίστα είναι εξαιρετικά μικρή».
Ο βίος και η πολιτεία της Aretha Franklin υπήρξαν χαρακτηριστικά ταραχώδεις για οποιονδήποτε σχεδόν μαύρο καλλιτέχνη πρόλαβε τις αδιανόητες για τη σύγχρονη αντίληψη εποχές των άγριων φυλετικών διακρίσεων, για να ανθίσει κατόπιν εν μέσω πρωτόγνωρων εκρήξεων κατά τη διάρκεια των κινημάτων χειραφέτησης που κορυφώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν εκείνη ήδη είχε υπογράψει συμβόλαιο με τη δισκογραφική Atlantic όπου θα κυκλοφορούσε μερικές από τις πιο συγκλονιστικές ηχογραφήσεις της, με προεξάρχουσα ίσως το ντεμπούτο άλμπουμ της για την εταιρεία με τίτλο «I Never Loved a Man (the Way I Love You)».
Η Aretha, κόρη του αιδεσιμότατου C.L. Franklin, γεννήθηκε στο Μέμφις στις 25 Μαρτίου του 1942 και από μικρή τραγουδούσε τα γκόσπελ στην εκκλησία του πατέρα της. Ήταν ο θρυλικός παραγωγός John Hammond αυτός που μεσολάβησε για να υπογράψει στην Columbia πριν κλείσει τα 18. Ήδη είχε δύο μικρούς γιους.
Ακολούθως παντρεύτηκε τον μάνατζερ της Ted White που σύμφωνα με κάθε μαρτυρία την κακοποιούσε. Ο γιος που έκαναν μαζί πάντως θα γινόταν κιθαρίστας στην μπάντα που τη συνόδευε πολλά χρόνια μετά τον χωρισμό της με τον πατέρα του το 1969, ενώ έκανε κι ένα τέταρτο παιδί με τον μάνατζερ των περιοδειών της, Ken Cunningham το 1970.
Παρά τη δόξα και την καταξίωση, οι τραγωδίες δεν έπαψαν να την επισκέπτονται ανά τακτά διαστήματα, με κορυφαία ίσως την κατάσταση του πατέρα της, ο οποίος πυροβολήθηκε μέσα στο σπίτι του από διαρρήκτη το 1979 και παρέμεινε σε κώμα μέχρι τον θάνατό του, πέντε χρόνια αργότερα.
Παρόλ' αυτά, εκείνη βρήκε τη δύναμη να πραγματοποιήσει μια από τις πιο εντυπωσιακές «επιστροφές» κατά τη δεκαετία του ’80 μετά από κάποια άγονα χρόνια στα '70s. Από τότε και μέχρι τον θάνατό της έδρεπε δάφνες αναγνώρισης από κάθε επίσημο φορέα που μπορεί να φανταστεί κανείς. Το μόνο που δεν μπορούσε να κάνει ήταν να επισκεφτεί ξανά αγαπημένα της μέρη εκτός ΗΠΑ, στα οποία είχε δοξαστεί στο παρελθόν, όπως το Ολυμπιά στο Παρίσι, αφού η φοβία που την είχε προσβάλει με τα αεροπλάνα από τις αρχές των '80s της επέτρεπε να ταξιδεύει μόνο οδικώς.
«Υπάρχουν κάποιες τραγουδίστριες που κατέχουν, πέρα από τα όρια του θαυμασμού μας για την τέχνη τους, μια απόκοσμη δύναμη να εγκαλούν την αγάπη μας. Διαισθανόμαστε μάλιστα, αν δεχτούμε ότι η αριστοκρατία είναι κάτι παραπάνω από ταξική έπαρση, ότι αυτές είναι οι φυσικές μας βασίλισσες». Αυτό είχε γράψει το 1958 ο συγγραφέας Ραλφ Έλισον για τη Μεγάλη Κυρία των γκόσπελ, Mahalia Jackson, αλλά θα μπορούσε φυσικά να ισχύει και για την Aretha Franklin.
Τον πιο ταιριαστό ίσως όμως φόρο τιμής για τη ανυπολόγιστη συμβολή της στο τραγούδι τον είχε αποδώσει ο Billy Preston, o μέγιστος κιμπορντίστας και ενορχηστρωτής (πιο διάσημος στο «λευκό» κοινό από τις συνεργασίες του με τους Beatles και Stones), λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του το 2006:
«Δε με νοιάζει τι λένε για την Aretha. Μπορεί να κρύβεται για χρόνια στο σπίτι της στο Ντιτρόιτ. Μπορεί να έχουν περάσουν δεκαετίες από τότε που μπήκε σε αεροπλάνο ή πέταξε για την Ευρώπη. Μπορεί να ακυρώνει τις μισές της εμφανίσεις και να εξοργίζει κάθε παραγωγό και διοργανωτή στη χώρα. Μπορεί να τραγουδά πού και πού κάτι κομμάτια ανάξιά της. Μπορεί να γίνει ακραία ντίβα και να αποξενωθεί από το κοινό.
Κάθε νύχτα όμως που αυτή η κυρία κάθεται στο πιάνο και συντονίζει το μυαλό και την ψυχή της με τη μελωδία ενός άξιου τραγουδιού, είναι σίγουρο ότι θα σε κάνει να χάσεις το χρώμα σου από τον φόβο και το δέος. Και τότε θα ορκιστείς ότι είναι η καλύτερη τραγουδίστρια που έβγαλε ποτέ αυτή η γαμωχώρα».