Πέθανε σε ηλικία 86 ετών ο σπουδαίος Βρετανός σκηνοθέτης του θεάτρου, της όπερας, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης Πίτερ Χολ. Ανανεωτής και επιδραστικός, απίστευτα παραγωγικός, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο μεταπολεμικό θέατρο της χώρας του, εισάγοντας νέα γλώσσα και φόρμα στο ανέβασμα του Σαίξπηρ, συστήνοντας στην αγγλική σκηνή τον Μπέκετ κι αργότερα τον Πίντερ, αναβαθμίζοντας το ανέβασμα της όπερας, ενώ προσέγγισε με μεγάλη αγάπη την ελληνική τραγωδία. Το κυριότερο όμως είναι ότι ίδρυσε έναν από τους σημαντικότερους θεατρικούς θεσμούς της χώρας του, τη Royal Shakespeare Company, ενώ, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του National Theatre (Εθνικό Θέατρο), το απογείωσε καλλιτεχνικά με παραστάσεις που κέρδισαν τη διεθνή αναγνώριση.
Γεννημένος στο Bury St Edmunds στις 22 Νοεμβρίου 1930, ο Πίτερ Ρέτζιναλντ Φρέντερικ Χολ, προερχόμενος από την εργατική τάξη, από πολύ νωρίς έδειξε τη δίψα του για την τέχνη και στα 8 του ήξερε ότι μια μέρα θα άφηνε πίσω τη μίζερη ζωή του Σάφολκ, όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως σιδηροδρομικός υπάλληλος. Χάρη σ' εκείνον, πάντως, που δικαιούνταν δωρεάν εισιτήρια, είχε από πολύ νωρίς τη δυνατότητα να ταξιδεύει και να βλέπει διάσημες παραστάσεις στο Λονδίνο, όπως εκείνες με το δίδυμο Λόρενς Ολίβιε - Ραλφ Ρίτσαρντσον, αλλά και το θρυλικό «Αγάπης αγώνας άγονος» του 21χρονου τότε Πίτερ Μπρουκ στο Stratford-upon-Avon το 1946. Άλλωστε ήταν ήδη σίγουρος ότι θα γινόταν σκηνοθέτης θεάτρου.
Η υπερφιλόδοξη μητέρα του, σε αντίθεση με τον πατέρα του, που ήταν ένας φιλήσυχος και πράος άνθρωπος χωρίς φιλοδοξίες, είχε δώσει στον μονάκριβο γιο της κάθε ελευθερία να αναπτύξει τα ενδιαφέροντά του, που στην τρυφερή παιδική ηλικία κινούνταν μεταξύ της μουσικής και του θεάτρου. Οι οικονομικές θυσίες της οικογένειας οδήγησαν το μικρό φιλότεχνο αγόρι στο περίφημο γυμνάσιο Perse του Cambridge, όπου, μαθητής ακόμα, έπαιξε «Άμλετ». Λίγο αργότερα κέρδισε υποτροφία για το St Catharine's College, όπου σπουδαίοι δάσκαλοι του δίδαξαν τη σημασία του γραπτού λόγου αλλά και την απαγγελία του σαιξπηρικού στίχου.
Ως φοιτητής ξεκίνησε να ανεβάζει παραστάσεις που έκαναν από την πρώτη στιγμή εντύπωση, όπως η «Ευρυδίκη» του Ανούιγ και ο «Ερρίκος Δ'» του Πιραντέλο, που, αν και ερασιτεχνική δουλειά, μεταφέρθηκε το 1953 στο Arts Theatre του Λονδίνου. Εκεί του πρότειναν να εργαστεί αρχικά ως βοηθός σκηνοθέτη. Σύντομα υπέγραψε τις δικές του σκηνοθεσίες με τον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα και τον «Ανηθικολόγο» του Ζιντ, ενώ με την αποχώρηση του καλλιτεχνικού διευθυντή τού ανέθεσαν, μόλις στα 24 του, να διευθύνει ένα θέατρο στην καρδιά της λονδρέζικης θεατρικής πιάτσας.
Πίστευε στο «ταξίδι» που σου προσφέρει το θέατρο, στην εξερεύνηση χώρων και κόσμων άγνωστων μέσα από τις πρόβες. Ήθελε να τον βλέπουν ως έναν «δάσκαλο, οδηγό, φιλόσοφο, φίλο, συνωμότη, ψυχίατρο, ηθοποιό, μουσικό, γκουρού, πολιτικό και εραστή».
Το 1955 ήταν ο πρώτος που ανέβασε Μπέκετ, συγκεκριμένα το «Περιμένοντας τον Γκοντό», για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα, αφού ο Ιρλανδός συγγραφέας που ζούσε στο Παρίσι το είχε γράψει στα γαλλικά. Το έργο έμελλε να ταρακουνήσει συθέμελα το αγγλικό θέατρο, τόσο λόγω της γλώσσας και του πρωτοποριακού ύφους του, όσο και λόγω της σκηνοθεσίας του νεαρού Χολ, ο οποίος, μετά από αυτό, εκτοξεύτηκε στον γαλαξία των πιο πολλά υποσχόμενων σκηνοθετικών ταλέντων της γενιάς του. Αυτό όμως ήταν μόνο η αρχή. Ο Τένεσι Ουίλιαμς σε αυτόν εμπιστεύτηκε το βρετανικό ανέβασμα των έργων του «Καμίνο Ρεάλ» και «Λυσσασμένη Γάτα» και ο Χάρολντ Πίντερ ενδιαφέρθηκε για μελλοντική συνεργασία.
Το Shakespeare Memorial Theatre στο Stratford-upon-Avon ήταν μια θεατρική σκηνή που κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ανέβαζε έργα του μεγάλου βάρδου. Το 1956 ο Χολ, ο οποίος είχε μεγάλη αγάπη για τον Σαίξπηρ, συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον θεατρικό οργανισμό με το έργο «Αγάπης αγώνας άγονος». Ακολούθησαν οι επικές παραστάσεις «Κυμβελίνος» με την Πέγκυ Άσκροφτ, «Κοριολανός» με τον Λόρενς Ολίβιε, «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» με τον Τσαρλς Λότον. Σε όλες συμμετείχε η «μαγική» σκηνογράφος-ενδυματολόγος Λίλα Ντε Νόμπιλι, την οποία του είχε συστήσει η πρώτη του γυναίκα, η Γαλλίδα σταρ του σινεμά Λέσλι Καρόν.
Το 1960, παρά τις αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων και παραγόντων, και ενώ είχε αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του οργανισμού, κατάφερε να ανοίξει παράρτημα στο Λονδίνο στο Aldwych Theatre, μετονομάζοντάς το σε Royal Shakespeare Company. Ήταν μόλις 29 ετών και ίδρυε ένα νέο θέατρο, το οποίο επρόκειτο να εξελιχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα του κόσμου, αποτελώντας μέχρι σήμερα μία από τις ναυαρχίδες του αγγλοσαξονικού πολιτισμού. Αμέσως έγινε πόλος έλξης σημαντικών ηθοποιών και ο ίδιος, μέσα σε οκτώ χρόνια, σκηνοθέτησε μερικές από τις πλέον ιστορικές παραστάσεις της δεκαετίας του '60, όπως το μνημειώδες «Ο πόλεμος των Ρόουζ» του 1963, βασισμένο στον «Ερρίκο Δ'» και στον « Ριχάρδο Γ'» του Σαίξπηρ, μια σύνθεση του Τζον Μπάρτον που άφησε εποχή, ένας προσωπικός του θρίαμβος, στις πρόβες του οποίου κατέρρευσε από υπερκόπωση, αλλά δικαιώθηκε πλήρως, καθώς η κριτική βρήκε παραλληλισμούς με την τότε πολιτική σκηνή. Μια άλλη παράσταση στη δημιουργία της οποίας αναγνωρίζεται η καθοριστική συμβολή του ήταν η «Επιστροφή» του Πίντερ το 1965. Η σχέση του με τον συγγραφέα και το έργο είχε ξεκινήσει από το 1962 με την «Κολεξιόν»− συνολικά θα έφτανε στις 8 συνεργασίες. Παράλληλα, δεν μπορούσε να αντισταθεί στη ζήτηση της «εμπορικής» πιάτσας του Γουέστ Έντ και του Μπρόντγουεϊ, όπου επίσης σκηνοθετούσε, ούτε και στην όπερα. Σύντομα προστέθηκε και ο κινηματογράφος, αλλά καμία ταινία του δεν καταγράφηκε ως σημαντικό καλλιτεχνικό επίτευγμα – μάλλον το αντίθετο.
Το 1973 ο Λόρενς Ολίβιε παραιτήθηκε από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του National Theatre και ο Χολ πήρε τη θέση του. Αν και είχε να αντιμετωπίσει αδιανόητη εχθρότητα και πόλεμο, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, κατάφερε να επιβιώσει για 15 χρόνια, ανεβάζοντας περί τα 300 έργα, σκηνοθετώντας 33 από αυτά, ενώ αναβάθμισε τις σκηνές του και χρεώθηκε και τη μεταφορά του θεάτρου από το Old Vic στο South Bank. Καθώς οι εργασίες κρατούσαν χρόνια, δεν δείλιασε να ανεβάσει παραστάσεις σε γιαπιά, αποδεικνύοντας ότι ήταν ένας παθιασμένος με τη δουλειά του άνθρωπος που δεν τον πτοούσε τίποτα, πόσο μάλλον οι συνδικαλιστικές κόντρες ή οι αντιπαραθέσεις με την πολιτική εξουσία, που αδυνατούσε να καταλάβει τη σημασία του πολιτισμού στη δημόσια ζωή. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κονταροχτυπήθηκε με πολιτικούς, ενώ η Μάργκαρετ Θάτσερ δεν έτρεφε και τα καλύτερα αισθήματα για εκείνον. Οι νέοι συγγραφείς που κάλεσε στο National Theatre προκειμένου να δημιουργήσουν καινούργια έργα εκπροσωπούσαν την εποχή και ενίοτε κατέκριναν τη σύγχρονη με αυτούς πολιτική πραγματικότητα.
Σούπερ σταρ ο ίδιος πια, αναλάμβανε όλο και περισσότερες διεθνείς αναθέσεις, προκαλώντας τη μήνιν του βρετανικού Τύπου. Κατακρίθηκε όταν σκηνοθέτησε την τετραλογία «Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν» του Βάγκνερ για το Μπάιροϊτ, ακόμα και για την παρουσίαση της τηλεοπτικής εκπομπής «Ενυδρείο». Αλλά οι επιτυχίες στο National Theatre συνεχίζονταν: «Άμλετ» με τον Άλμπερτ Φίνεϊ το 1976, «Αμαντέους» του Σάφερ το 1979, «Ορέστεια» του Αισχύλου σε διασκευή του ποιητή Τόνι Χάρισον το 1981, παράσταση που μεταφέρθηκε και στην Επίδαυρο, «Φάρμα των ζώων» του Όργουελ το 1984, «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» με την Τζούντι Ντενς και τον Άντονι Χόπκινς το 1987 – η πιο αγαπημένη του παράσταση.
Όταν το 1988 παρέδωσε τη διεύθυνση, δεν ήταν δυνατόν να μείνει άστεγος θεατρικά κι έτσι ίδρυσε το Peter Hall Company, που του χάρισε επίσης μεγάλες επιτυχίες κι ευτυχισμένες στιγμές αλλά και απογοητεύσεις, όπως η πρόωρη λήξη μιας συνεργασίας με το Old Vic με αναβιώσεις παλιότερων επιτυχιών, όπου συμπεριέλαβε το «Περιμένοντας τον Γκοντό», σηματοδοτώντας την 50ή επέτειο του έργου.
Οι διεθνείς επιτυχίες με το όνομά του, που ήδη αποτελούσε εγγύηση, συμπληρώνονταν με ονόματα σταρ όπως η Βανέσα Ρεντγκρέιβ στο «Ορφέας στον Άδη» το 1988, ο Ντάστιν Χόφμαν στον «Θάνατο του εμποράκου» το 1989, η Έλεν Πέιτζ στην «Πιαφ» το 1993, ο Άλαν Μπέιτς στον «Αρχιμάστορα» το 1995, η Τζέσικα Λανγκ στο «Λεωφορείον ο Πόθος» το 1997, η Κιμ Κάτραλ στο «Ποιανού η ζωή είναι τέλος πάντων;» το 2005. Βέβαια, αυτά τα χρόνια η παράλληλη δραστηριότητά του στην όπερα οδήγησε σε σημαντικές παραστάσεις, τόσο στο πλαίσιο του Glyndebourne Festival, του οποίου υπήρξε διευθυντής από το 1984 έως το 1990, όσο και σημαντικών φορέων όπως η Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, αριθμώντας συνολικά 50 έργα. Η ενασχόλησή του με τα έργα του Μότσαρτ και του Μοντεβέρντι θεωρήθηκε εξίσου αποδοτική με το θέατρο πρόζας. Εδώ να σημειώσουμε ότι σύζυγός του υπήρξε η Αμερικανίδα τραγουδίστρια Μαρία Γιούινγκ.
Το 2003 ξεκίνησε μια σειρά καλοκαιρινών συνεργασιών στο Bath που κράτησε 10 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων σημειώθηκαν εξαιρετικές επιτυχίες, ενώ παράλληλα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του Rose Theatre στο Κingston, όπου ανέβασε με την Τζούντι Ντενς το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας». Το 2010 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο για να γιορτάσει τα 80ά του γενέθλια, ανεβάζοντας τη «Δωδεκάτη Νύχτα» με την κόρη του, τη διάσημη ηθοποιό Ρεμπέκα Χολ, στον ρόλο της Βαϊόλα.
Η σχέση του με την ελληνική τραγωδία ήταν ιδιαίτερη και τον απασχολούσε ως είδος, με αποτέλεσμα να ασχοληθεί επανειλημμένως. Ένα στοιχείο που του ασκούσε μεγάλη έλξη ήταν η χρήση της μάσκας και ανεβάζοντας ελληνικά έργα σε συνεργασία με τον Διονύση Φωτόπουλο προσπάθησε να ακολουθήσει τη σύγχρονη ελληνική παράδοση. Έτσι, την «Ορέστεια» του '82 που έφερε από τη σκηνή Olivier ακολούθησαν η «Λυσιστράτη» το 1994, ο «Οιδίποδας Τύραννος» και ο «Οιδίποδας επί Κολωνώ» το 1996, και οι «Βάκχες» το 2002, έργο που αποτελούσε προσωπικό του στοίχημα, καθώς το θεωρούσε από τα σημαντικότερα κείμενα στην ιστορία του θεάτρου. Στα ελληνικά έργα του οφείλουμε να προσθέσουμε και τον 15ωρο «Τάνταλο», εμπνευσμένο από τον Τρωικό Πόλεμο, που ανέβασε σε συνεργασία με τον γιο του, επίσης σκηνοθέτη, Έντουαρντ Χολ. Ήταν ένα έργο που δεν είδαμε στην Ελλάδα μεν, αλλά ταξίδεψε στον κόσμο τον ελληνικό πολιτισμό και η συνεισφορά του Φωτόπουλου σε αυτό υπήρξε σημαντική.
Το 1992 η Ακαδημία Αθηνών τού απένειμε μετάλλιο για την εργασία του στο αρχαίο ελληνικό δράμα. Βραβεία στη ζωή του ο Πίτερ Χολ πήρε αμέτρητα, ανάμεσά τους και δύο Tony. Το 1977 χρίστηκε ιππότης από τη Βασίλισσα Ελισάβετ, ενώ το 2005 έγινε δεκτός στο αμερικανικό Hall of Fame. Έκανε συνολικά τέσσερις γάμους. Αφού χώρισε από την Καρόν το 1965, παντρεύτηκε αμέσως μετά τη Ζακλίν Τέιλορ, το 1981 την τραγουδίστρια της όπερας Μαρία Γιούινγκ και, τέλος, το 1990 τη Νίκι Φρέι, Μαζί τους έκανε 6 παιδιά, από τα οποία απέκτησε 9 εγγόνια.
Το «τρομερό παιδί» του '50, ο μέγας ανανεωτής του αγγλικού θεάτρου, τα τελευταία χρόνια της πορείας του έπαψε να θεωρείται προοδευτικός και παραγκωνίστηκε από το concept theatre ως αρτηριοσκληρωτικός και με τάσεις ακαδημαϊσμού. Ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν δικαιούνταν να αναδείξει τον Πίτερ Χολ στα έργα που αναλάμβανε αλλά τον συγγραφέα και τον πυρήνα του κειμένου, τη μουσικότητα και την αλήθεια πίσω από τις λέξεις. Tις απόψεις του τις κατέγραψε σε μια σειρά από βιβλία για το θέατρο. Πίστευε στο «ταξίδι» που σου προσφέρει το θέατρο, στην εξερεύνηση χώρων και κόσμων άγνωστων μέσα από τις πρόβες. Ήθελε να τον βλέπουν ως έναν «δάσκαλο, οδηγό, φιλόσοφο, φίλο, συνωμότη, ψυχίατρο, ηθοποιό, μουσικό, γκουρού, πολιτικό και εραστή».
Τα τελευταία χρόνια έπασχε από άνοια. Πέθανε πλήρης ημερών και έργων τη Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017. Είχε όλη του την οικογένεια γύρω του μέχρι τέλους.