Ο Σταύρος Ψυχάρης, ο δημοσιογράφος και επιχειρηματίας που πέθανε σε ηλικία 77 ετών μετά από μακρά ασθένεια (είχε γεννηθεί το 1945), υπήρξε από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του έντυπου Tύπου και της δημοσιογραφίας κατά τη Mεταπολίτευση. Όπως σχεδόν κάθε μεγάλη προσωπικότητα, είχε τη φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά του (για μερικούς κατασκότεινη, αλλά μένει να αποδειχθεί). Ηταν αντιφατικός και αμφιλεγόμενος. Συνθέθηκε με τη χρυσή εποχή του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη (ΔΟΛ) και της ναυαρχίδας του, της εφημερίδας «Το Βήμα της Κυριακής», κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990. Αλλά ήταν και ο μοιραίος άνθρωπος για τον ΔΟΛ, αφού την άνοιξη του 2017 οδήγησε τον αιωνόβιο εκδοτικό οργανισμό, υπερχρεωμένο και κατασυκοφαντημένο, στην κατάρρευση και στη χρεοκοπία. Τη δική του κατάρρευση την είχε δει το πανελλήνιο μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Αύγουστο του 2016, όταν, σκιά του εαυτού του, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει μια λέξη, κυριολεκτικά ένα ανθρώπινο ερείπιο, είχε παραστεί στη συνεδρίαση της Επιτροπής της Βουλής που ερευνούσε τα δάνεια των ΜΜΕ. Στο τελευταίο του άρθρο ως εκδότη του ΔΟΛ στις 9 Απριλίου 2017 είχε γράψει ότι «όλοι οι μηχανισμοί προπαγάνδας και εξουσίας επεδίωξαν την εξόντωσή μου». Ως άνθρωπος του «παλαιού καθεστώτος», πίστευε μέχρι την τελευταία στιγμή ότι κάποια σανίδα σωτηρίας θα βρεθεί μέσα από τις πολιτικές και τις επιχειρηματικές διασυνδέσεις του. Δεν είχε, μάλιστα, διστάσει να κάνει και ανοίγματα στον τότε νεοφώτιστο, ως κυβερνήτη, Αλέξη Τσίπρα. Αλλά το «παλαιό καθεστώς» είχε καταρρεύσει και οι τράπεζες είχαν κι αυτές χρεοκοπήσει.
Ήταν αντιφατικός και αμφιλεγόμενος. Συνδέθηκε με τη χρυσή εποχή του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη (ΔΟΛ) και της ναυαρχίδας του, της εφημερίδας «Το Βήμα της Κυριακής», κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990. Αλλά ήταν και ο μοιραίος άνθρωπος για τον ΔΟΛ, αφού την άνοιξη του 2017 οδήγησε τον αιωνόβιο εκδοτικό οργανισμό, υπερχρεωμένο και κατασυκοφαντημένο, στην κατάρρευση και στη χρεοκοπία.
Γράφω για τον Ψυχάρη, έχοντας συνεργαστεί πολύ στενά μαζί του, αφού από το 1997 έως το 2017 ήμουν ο αρχισυντάκτης του ενθέτου «Βιβλία» στο «Βήμα», χωρίς διακοπή, και κατά καιρούς αρχισυντάκτης πολιτισμού. Η ιδέα για τη δημιουργία του ενθέτου «Βιβλία» ήταν δική του. Και από τον Μάρτιο του 1997, που εκδόθηκε το πρώτο του φύλλο, μέχρι τον Απρίλιο του 2017 δούλεψα απόλυτα ελεύθερα, χωρίς καμία παρέμβαση εκ μέρους του, έχοντας όλα τα μέσα για ένα σύγχρονο, ανοικτό και κοσμοπολίτικο λογοτεχνικό ένθετο. Ετσι αυτό το επικήδειο πορτρέτο (obituary) έχει αρκετά υποκειμενικά στοιχεία που συνδέονται με τη συνεργασία μου μαζί του. Αλλά οι αναγκαίες αποστάσεις τηρούνται. Ετσι κι αλλιώς, η αντικειμενικότητα είναι μια μέθοδος.
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΨΥΧΑΡΗΣ εκπαιδεύτηκε ως δημοσιογράφος σε έντυπα της αριστεράς, όπως άλλωστε συνέβαινε με αρκετούς δημοσιογράφους του λεγόμενου «αστικού Τύπου». Ξεκίνησε τη δημοσιογραφία σε πολύ νεαρή ηλικία, το 1965, στην απογευματινή εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή» που εξέδιδε πριν από τη δικτατορία το κόμμα της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ). Η εφημερίδα αυτή άρχισε να εκδίδεται τον Σεπτέμβριο του 1964 και διέκοψε αναγκαστικά την κυκλοφορία της στις 20 Απριλίου του 1967 λόγω του πραξικοπήματος. Αλλά και η οικογένεια του Ψυχάρη ήταν στον χώρο της αριστεράς. Ο πατέρας του ήταν από τα στελέχη της, στην περιοχή των Εξαρχείων, ενώ στενός συγγενής του ήταν ο βετεράνος του ΚΚΕ Κώστας Λουλές, που έγινε μάλιστα και ο πρώτος ευρωβουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μετα το πραξικόπημα, ο Ψυχάρης εργάστηκε στην εφημερίδα «Εθνος», ένα παραδοσιακό φύλλο του κεντρώου χώρου που ανέστειλε αναγκαστικά την κυκλοφορία του το 1970, μετά τη δημοσίευση ενός αντιχουντικού άρθρου του κεντρώου πολιτικού Ιωάννη Ζίγδη, που προέβλεπε επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο λόγω των χειρισμών της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Το 1972, ο Ψυχάρης αναλαμβάνει πολιτικός συντάκτης στο «Βήμα». Τότε αρχίζει η πολυετής διαδρομή του στις εφημερίδες και στα έντυπα του ΔΟΛ. Μια διαδρομή που τον έκανε από δημοσιογράφο, εκδότη και εξ αγχιστείας κληρονόμο μιας δημοσιογραφικής κουλτούρας που έφερε αποκλειστικά τη σφραγίδα του εκδότη Χρήστου Λαμπράκη, και την οποία εκείνος δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει δημοσιογραφικά, εκδοτικά και επιχειρηματικά ώστε να τη διασώσει.
Η πρώτη σκοτεινή στιγμή του Σταύρου Ψυχάρη συνδέεται με τη δικτατορία και με τη σχέση του με τον Βύρωνα Σταματόπουλο, από τα στελέχη της χούντας στον ευαίσθητο τομέα του ελέγχου των μέσων και της προπαγάνδας. Οι όποιες σχέσεις τους (επιχειρηματικές;) δεν έχουν τεκμηριωθεί μέχρι στιγμής, πέρα από διάφορα επώνυμα ή ανώνυμα άρθρα που κινούνται στον χώρο της φημολογίας. Το σίγουρο είναι ότι υπήρχε φιλική σχέση μεταξύ των δυο ανδρών, αφού ο Βύρων Σταματόπουλος βάφτισε τον έναν από τους δυο γιους του Ψυχάρη. Το ποιοι ήταν οι νονοί των τεσσάρων παιδιών του Ψυχάρη είναι από μόνο του ένα σημαντικό στοιχείο που εικονογραφεί τον τρόπο με τον οποίο «δούλευε» ο τελευταίος εκδότης του ΔΟΛ: δίκτυα με πολιτικούς και επιχειρηματίες, lobbying, εξυπηρετήσεις, παρεμβάσεις, όλο αυτό το πλέγμα που στην ορολογία της πολιτικής δημοσιογραφίας ονομάστηκε «διαπλοκή» (κι αυτός με τη σειρά του ένας αμφιλεγόμενος όρος). Οι νονοί των δύο αγοριών του από τον πρώτο του γάμο με την Μπέττυ Ψυχάρη ήταν ο Βύρων Σταματόπουλος και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Οι νονοί των δύο κοριτσιών του από τον δεύτερο γάμο του με τη δημοσιογράφο Χριστίνα Τσούτσουρα-Ψυχάρη (την οποία γνώρισε στο «Βήμα») ήταν ο εκδότης Χρήστος Λαμπράκης και ο Σωκράτης Κόκκαλης.
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΨΥΧΑΡΗΣ ανήκε σε μια εποχή του Τύπου (η τελευταία φάση του πριν από το ίντερνετ) που η δημοσιογραφία των εφημερίδων επηρέαζε αποφασιστικά και καθοριστικά όλη την κοινωνία, όλο το κοινωνικό φάσμα και την πολιτική εξουσία. Ο Ψυχάρης το ήξερε πολύ καλά αυτό και το εκμεταλλεύτηκε άριστα, για το καλό (τη μεγέθυνση και το κύρος των εφημερίδων του ΔΟΛ) αλλά και για το κακό, ιδιαίτερα για την εξόντωση αντιπάλων – δικών του; του ΔΟΛ; (π.χ. το περίφημο, «ρατσιστικό» άρθρο «Ο Μήτσους τ’ς Ρίν’ς» κατά του υπουργού Οικονομικών Τσοβόλα, που το υπέγραφε γνωστός δημοσιογράφος). Είχε δημοσιογραφική αντίληψη, αίσθηση της επικαιρότητας και του timing, πολιτικό αισθητήριο, γνώση της ψυχολογίας του κοινού, ικανότητα να παίρνει γρήγορα αποφάσεις που τα στελέχη του ήταν υποχρεωμένα να υλοποιούν σχεδόν σε μηδενικό χρόνο. Ας μου επιτραπεί και πάλι η προσωπική μαρτυρία: είχα ζητήσει τρεις μήνες για την προετοιμασία του εγχειρήματος της έκδοσης του ενθέτου των «βιβλίων». Μου αντέτεινε ότι αυτός ο χρόνος ήταν πολυτέλεια. Το ένθετο έπρεπε να ήταν έτοιμο σε δύο εβδομάδες. Ο ίδιος ήταν πολύ καλός πολιτικός ρεπόρτερ και αφηγητής. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σήμεραμ διαβάζοντας τα βιβλία του Τα παρασκήνια της αλλαγής, για τα καταιγιστικά γεγονότα του Ιουλίου του 1974, όταν έπεσε η χούντα, και Οι 70 κρίσιμες ημέρες, για την περίοδο από την πτώση της χούντας μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Ηταν από τα πρώτα βιβλία ερευνητικής πολιτικής δημοσιογραφίας. Πολλά χρόνια αργότερα μου εκμυστηρεύτηκε ότι τον είχε επηρεάσει η γραφή του Τζον Λε Καρέ, του συγγραφέα του κλασικού πλέον μυθιστορήματος «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο». Μαζί του είχα γενικά καλές σχέσεις και οι στιγμές έντασης, που αναπόφευκτα υπήρχαν, εκτονώνονταν με σημειώματα. Εχω κρατήσει μερικά από αυτά, όπως ένα που μου είχε στείλει στις 21 Σεπτεμβρίου 2004 σε απάντηση δικού μου σημειώματος και αφορούσε νέες ευθύνες, νέα σχέδια, νέες προσφορές: «Νίκο, Σ’ ευχαριστώ για το σημείωμα - μου θύμισες τον μακαρίτη τον Κέννεντι! (Μη ρωτάτε τι μπορεί να κάνει η πατρίδα για σας, σκεφθείτε τι εσείς μπορείτε να κάνετε για την πατρίδα!). Δηλαδή, όσα μου γράφεις είναι πασιφανή και πολλάκις συζητημένα σε συσκέψεις των αρχισυντακτών. Το ζητούμενο είναι από ποιους και πώς θα γίνουν. Και ειδικότερα τι εσύ νομίζεις ότι μπορείς να αναλάβεις και να υλοποιήσεις».
Ο Ψυχάρης είχε αναλάβει διευθυντής του «Βήματος» τον Οκτώβριο του 1983 και τον Ιούλιο του 1984 είχε κάνει μια ριζοσπαστική και πολύ τολμηρή προσπάθεια για την επανατοποθέτηση της ημερήσιας έκδοσης της εφημερίδας, που ήταν όμως καταδικασμένη να αποτύχει, καθώς προσέκρουσε στους παγιωμένους και μονολιθικούς τρόπους διανομής του Τύπου. Η ιδέα του ήταν να κυκλοφορεί η πρώτη έκδοση της εφημερίδας στην Αθήνα την προηγούμενη ημέρα από την ημερομηνία που αναγραφόταν στην πρώτη σελίδα της και το επόμενο πρωί να διανέμεται σε όλη τη χώρα. Μοναδικό επιτυχημένο παράδειγμα παρόμοιου τρόπου διανομής ήταν στη Γαλλία η εφημερίδα «Le Monde». Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος προϋπέθετε ευρύτατο δίκτυο εφημεριδοπωλών, έξω από τα πρακτορεία διανομής, που θα έφταναν παντού, καθώς και έναν σοβαρό αριθμό συνδρομητών. Θυμάμαι ακόμη τον εφημεριδοπώλη του «Βήματος», όχι απαραίτητα newsboy, κάποια απογεύματα στο «Ντόλτσε» των αδελφών Πίσπα στην οδό Σκουφά, το κατοπινό «Φίλιον». Το πείραμα απέτυχε και η ημερήσια έκδοση ανεστάλη και πάλι τον Σεπτέμβριο του 1985. Το ημερήσιο «Βήμα», ως πρωινή εφημερίδα, είχε διακόψει για πρώτη φορά την έκδοσή του το καλοκαίρι του 1982. Ήδη από την περίοδο της δικτατορίας, με την απαγόρευση λειτουργίας των εφημερίδων μεταξύ 12 τα μεσάνυχτα και 4 το πρωί, οι πρωινές εφημερίδες είχαν αρχίσει να φθίνουν. Εχαναν τις «φρέσκες» ειδήσεις και, λίγο αργότερα, είχαν να ανταγωνιστούν και τις πλουσιότερες σε ύλη απογευματινές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν πλέον, και αυτές, το πρωί. Πάντως, ήταν από τους πρώτους που εισήγαγαν στον ελληνικό Τύπο την αντίληψη της πολυεφημερίδας, με ένθετα και τμήματα, κατά τα πρότυπα των μεγάλων αγγλοσαξονικών και αμερικανικών εφημερίδων. Είχε προηγηθεί, βέβαια, τον Ιανουάριο του 1980 η έκδοση του ενθέτου «Εβδομάδα» και ο δρόμος για τις κυριακάτικες εφημερίδες έπαιρνε άλλη κατεύθυνση. Στις 12 Ιανουαρίου 1986 το όνομα του Σταύρου Ψυχάρη εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ταυτότητα της εφημερίδας με την ιδιότητα του εκδότη-διευθυντή. Από τότε άρχισε να υλοποιείται το σχέδιό του για αλλαγή της εφημερίδας σε πολυεφημερίδα, που εμφανίστηκε σε πλήρη ανάπτυξη τον Μάιο του 1990. Το 2001 ανέλαβε τη διεύθυνση όλου του ΔΟΛ και το 2009, μετά τον θάνατο του Χρήστου Λαμπράκη, έγινε ο εκδότης του ΔΟΛ και ο κύριος μέτοχος. Λένε ότι ο Χρήστος Λαμπράκης έδωσε, όσο ήταν εν ζωή, το δαχτυλίδι της διαδοχής στον Ψυχάρη καθ’ υπόδειξη του στενού συνεργάτη και νεανικού φίλου του Λέοντα Καραπαναγιώτη, δημοσιογράφου και ιστορικού στελέχους του ΔΟΛ. Θα είχε ενδιαφέρον για την εκδοτική ιστορία η διερεύνηση αυτής της σχέσης. Πάντως, ο Ψυχάρης στεκόταν ως μαθητής απέναντι στον Λαμπράκη και του μιλούσε πάντα στον πληθυντικό.
Του άρεσε πολύ αυτό που ονομάζουμε «πολυτελής βίος» και δεν έκρυβε τον πλούτο του: τα σπίτια του, ιδιαίτερα το διαμέρισμά του στην πλατεία Λυκαβηττού, τη συλλογή έργων τέχνης, την έπαυλή του στο Πόρτο Χέλι, το σκάφος του. Όλα αυτά τα περιουσιακά στοιχεία που τα τελευταία χρόνια τα είδαμε να κατάσχονται ή να εκπλειστηριάζονται.
Με τα χρήματα και τους μισθούς ο Ψυχάρης ήταν πολύ σφιχτός. Ελεγαν ότι στα «Νέα» οι μισθοί ήταν καλύτεροι από το «Βήμα». Αλλά το «Βήμα» ήταν η ναυαρχίδα και τα «Νέα» μια… σκούνα. Πάντως, επέτρεπε σε δημοσιογράφους του «Βήματος», δίνοντάς τους κανονική «άδεια», να εργάζονται σε γραφεία επικοινωνίας τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων, πολιτικών γραφείων ή να ιδρύουν εταιρείες δημοσίων σχέσεων ταυτόχρονα με το ρεπορτάζ. Ήταν οπωσδήποτε μια αντιδεοντολογική πρακτική που μπορεί να έκρυβε και σκοτεινές πλευρές. Όλα όμως πρέπει να αποδειχτούν. Πάντως ήταν μετρ στο να δημιουργεί μικρές ή μεγάλες αντιπαλότητες μεταξύ των συντακτών. Το διασκέδαζε. Και του άρεσε να «ανακατεύει» τους διευθυντές, μετακινώντας τους από τη μια εφημερίδα στην άλλη, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια πριν από την κατάρρευση.
Διηύθυνε με πυγμή. Επαιρνε μέρος στις περισσότερες συσκέψεις των αρχισυντακτών, έχοντας έντονα παρεμβατικό λόγο για την επικαιρότητα και το περιεχόμενο της εφημερίδας. Οι συσκέψεις στον 6ο όροφο της Χρήστου Λαδά και αργότερα στον 5ο όροφο της Μιχαλακοπούλου ήταν μια τελετουργία. Τα τελευταία χρόνια, όταν η αρρώστια δεν του επέτρεπε να μιλήσει καθαρά, κανείς δεν τον καταλάβαινε, παρά μόνο η σύζυγός του, η Χριστίνα Ψυχάρη, που τον αποκρυπτογραφούσε. Η τελετουργία των συσκέψεων χαλάρωνε την περίοδο των Χριστουγέννων, όταν έφευγε με την οικογένειά του για τα χειμερινά θέρετρα της Γαλλίας ή της Ελβετίας. Του άρεσε πολύ αυτό που ονομάζουμε «πολυτελής βίος» και δεν έκρυβε τον πλούτο του: τα σπίτια του, ιδιαίτερα το διαμέρισμά του στην πλατεία Λυκαβηττού, τη συλλογή έργων τέχνης, την έπαυλή του στο Πόρτο Χέλι, το σκάφος του. Όλα αυτά τα περιουσιακά στοιχεία που τα τελευταία χρόνια τα είδαμε να κατάσχονται ή να εκπληστειριάζονται.
Δεν ξέρω αν είχε πραγματικούς φίλους. Οι παρέες του ήταν αυτό που ονομάζουμε κοινωνικές. Κυρίως επιχειρηματίες αλλά και πολιτικοί. Τα τελευταία χρόνια, πριν από το 2017, τον βλέπαμε σε φωτογραφίες του κοσμικού ρεπορτάζ. Ας πούμε σε μια γιορτή του τέως βασιλέως Κωνσταντίνου στο Πόρτο Χέλι. Το μεγάλο του παράσημο ήταν η σχέση του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή senior. Ο εθνάρχης τον εμπιστευόταν. Ο Ψυχάρης έλεγε πάντα, με υπερηφάνεια, ότι ο εθνάρχης τού είχε παραχωρήσει μια συνέντευξη διάρκειας δώδεκα ωρών. Σκεφτόταν να την εκδώσει και να τη δώσει μαζί με το «Βήμα» ως δώρο τα δύσκολα χρόνια πριν από την κατάρρευση. Προφανώς, τώρα θα ανήκει στα κατάλοιπά του.