Αναστασία Σδούγκου-Δήμα
Μέρες αγάπης, χαράς και δόξας στον ξενώνα του Ολυμπιακού Σταδίου (1996)
*
[...] Με την κουβέντα, φτάσαμε και στο δωμάτιό του. Αφού είχαμε ήδη περάσει από το εστιατόριο όπου τρώνε οι αθλητές. Στον τοίχο κρέμονται τεράστιες φωτογραφίες της Πατουλίδου και του Δήμα από το 1992, όπως και της Σακοράφα και της Βερούλη από το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1982 στην Αθήνα. Ο Δήμας δεν τρώει εκεί, αφού μαγειρεύει γι' αυτόν η Αναστασία.
Ο Πύρρος είναι αγαπητός στον μικρόκοσμο των ξενώνων. Φίλος με τις καθαρίστριες, με τους υπαλλήλους, με τους φύλακες, μένει -δικαιωματικά- σε μια "σουίτα", δηλαδή σε ένα γωνιακό δωμάτιο. Πίσω απ' αυτό έχει δημιουργήσει ένα μικρό κήπο. "'Οποτε έχω χρόνο, φυτεύω. Καλλιεργώ διάφορα φυτά, εκτονώνομαι κάπως". Τον βοηθάει η Αναστασία, που είναι γελαστή και έξυπνη και έχει αναπτύξει τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας με τον Πύρρο. Γελάνε, λένε διάφορα πράγματα που σκέπτονται, ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, η Αναστασία κάνει τις δουλειές στο σπίτι, έχει και τη φροντίδα του παιδιού τους, αλλά πιο μεγάλο παιδί από τον Πύρρο εμείς δεν έχουμε δει. Απλώνει τα πόδια και παίζει... game boy, πειράζει την Αναστασία, μας μιλάει καθισμένος μπροστά από τα μετάλλια, τις φωτογραφίες και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που είναι κρεμασμένα στον τοίχο σαν πίνακες. Πάντα γελαστός, σαν να έχει βρει το κλειδί της ευτυχίας. "Για μας τους αθλητές, όλα είναι θέμα ψυχολογίας. Αν είσαι καλά στην προσωπική σου ζωή, είσαι καλά και στην προπόνηση. Αλλιώς, τα κουβαλάς όλα και στη δουλειά, κουβαλάς και το περιβάλλον μαζί σου." Το περιβάλλον του Δήμα, στα 25 του, είναι η γυναίκα και το παιδί του, οι γονείς του που ζουν στη Θεσσαλονίκη, ο αδελφός του, ο προπονητής του, ο "νονός" του. "Και η προπόνηση όμως μου δίνει δύναμη για τα υπόλοιπα. Μ' αυτά που τραβάς και με τα όρια που πρέπει να ξεπεράσεις στην άρση βαρών, πως να σου φανεί σοβαρό ένα τόσο δα προβληματάκι στην υπόλοιπη ζωή σου;"
Σχεδιάζουν να ταξιδέψουν στην Ατλάντα. Προς το παρόν θυμούνται τις βόλτες τους στη Θεσσαλονίκη, τους περιπάτους που δεν μπορούν να κάνουν στην Αθήνα. "Δεν είναι μόνο το ότι ζούμε μακριά από το κέντρο, δεν υπάρχει λόγος να κατέβουμε στο κέντρο. Για μένα οι άνθρωποι που ζουν εκεί πρέπει να πάρουν χρυσό μετάλλιο. Οι άνθρωποι αυτοί καταφέρνουν κάτι πολύ σημαντικό: να επιβιώνουν! Μία φορά με το αυτοκίνητο να κατέβεις, θα γίνεις άλλος άνθρωπος. Θα τσακωθείς, κάποιοι θα σε βρίσουν, θα τους βρίσεις. Τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη μπορείς να πας έναν περίπατο, είναι και πιο διακριτικοί οι άνθρωποι, δεν έχουν αυτό το άγχος. Μη με ρωτάτε για την Αθήνα. Μόνο την περίοδο που έτρεχα για τα χαρτιά μου μού θυμίζει."
Η Αναστασία, αν και βορειοελλαδίτισσα, τον επιπλήττει. "Μήν είσαι τόσο απόλυτος". Διάλογος μεταξύ τους. "Δεν είμαι απόλυτος, εγώ υπερασπίστηκα τους Αθηναίους στη Θεσσαλονίκη. Με είπαν ...βρωμοαθηναίο, τους λέω εντάξει, μη βρίζετε τους Αθηναίους, κι αυτοί θύματα είναι".
Φανταζόμαστε τη σκηνή όπου κάποιος τσακώνεται με τον Δήμα. "Δεν τσακώνομαι ποτέ. Δε θυμάμαι να μου έχει συμβεί ποτέ. Είμαι ήρεμος, εκτονώνομαι στο αθλημά μου". Ευτυχώς, λέω από μέσα μου. 'Ενας άνθρωπος που σηκώνει συνολικά 387,5 κιλά σε έναν αγώνα, μπορεί να σε σηκώσει και να σε πετάξει... απέναντι, αν τον εκνευρίσεις. "Πέντε φορές εσένα σηκώνει", μου λέει η Αναστασία και ο Δήμας προσπαθεί να βρει την αντιστοιχία με σακιά τσιμέντου των πενήντα κιλών! Επτάμισι σακιά τσιμέντου μπορεί να σηκώσει αυτός ο ... διάολος των μυών, που πιστεύει όμως πολύ στο Θεό. "Υπάρχει το καλό και το κακό. Για μένα, ο Θεός είναι το καλό".
Κι αν εξαιρέσουμε τον Θεό, θαυμάζει κάποιον άλλον ο Πύρρος; "'Εναν παλιό, μεγάλο αθλητή", μας λέει αμέσως. "Τον ρώσο αρσιβαρίστα Βαρτανιάν, που αγωνίζεται στην ίδια κατηγορία κιλών με μένα, τα 83 κιλά. Πολύ μεγάλος αθλητής. Τον έβλεπα στην τηλεόραση όταν ζούσα στην Αλβανία".
Δεν αντέξαμε να μην τον ρωτήσουμε. "Πες μας έναν αθλητή που θα χαιρόσουν να σε νικήσει". Ακολούθησε παύση. Ο Πύρρος με πραγματικά καλή διάθεση προσπαθούσε να βρει κάποιον.
"Υπάρχει κανείς που μπορεί να σε νικήσει;" ήταν η δεύτερη ερώτηση για να τον διευκολύνουμε. 'Εσκυψε το κεφάλι, σαν να ντρεπόταν για την απάντησή του, και είπε: "Δεν υπάρχει".
Γιώργος Λυκουρόπουλος
Περιοδικό 01, τεύχος 26 (1996)