Η Ροζίτα Σώκου, που πέθανε σε ηλικία 98 ετών, έγινε γνωστή στο πανελλήνιο το 1977 μέσα από την εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης «Να η ευκαιρία». Κι όχι απλώς γνωστή, τηλεοπτική περσόνα πρώτου μεγέθους, που μέσα σε μερικά χρόνια έφτασε να αναπαραχθεί μέχρι και ως επιθεωρησιακό νούμερο, αργότερα ως σκετς από τον Χάρρυ Κλυν, ακόμα και να την πιάσει στο στόμα του ο Γιώργος Μαρίνος.
Τι ήταν αυτό που τράβηξε την προσοχή του κόσμου σε εκείνη; Ο επιτηδευμένα «γλυκός» τρόπος με τον οποίο ενίοτε «έσφαζε με το βαμβάκι» τους διαγωνιζόμενους του τηλεοπτικού παιχνιδιού, οι προσωπικές ιστορίες που προλάβαινε να πει στις σύντομες παρεμβάσεις της, το ιδιότυπο χιούμορ της, σε αντίθεση με εκείνο που επικρατούσε εκείνη την εποχή στον δημόσιο λόγο και ακουγόταν στους (μόλις δύο) τηλεοπτικούς σταθμούς, η εμφανής καλλιέργεια που είχε και την έκανε να ξεχωρίζει, οι ακριβοδίκαιες πολλές φορές βαθμολογήσεις της που εξέφραζαν τον μέσο θεατή, ή μήπως η εμφάνισή της με τα συντηρητικά πουκαμισάκια και τα φιογκάκια τα οποία θύμιζαν την αγαπημένη θεία που έρχεται στο σπίτι για τη ζουρ-φιξ επίσκεψή της;
Οι αντιδράσεις για όσους τη γνώριζαν ήταν αναμενόμενες, καθώς σε όλη της τη ζωή συνδύαζε το λαϊκό ένστικτο και τη μεγάλη γνώση, χαρακτηριστικά που δεν μπορούσε παρά να της τα αναγνωρίσει οποιοσδήποτε ερχόταν σε επαφή μαζί της. Από τον ταξιτζή, που ήταν ικανή να του δώσει σύντομη διάλεξη όσο κρατούσε η διαδρομή, μέχρι την μπακάλισσα και την περιπτερού της γειτονιάς της.
Άλλωστε, είχε ανέκαθεν το χάρισμα να επικοινωνεί με όλους ίσοις όροις, είτε επρόκειτο για σούπερ σταρ του κινηματογράφου και καλλιτεχνικές ιδιοφυίες –πολλοί εκ των οποίων ήταν στενοί της φίλοι– είτε για τα πλήθη των μεσόκοπων κυριών που την ακολουθούσαν περίπου ως γκουρού. Αυτό που όμως λίγοι ξέρουν είναι η σχεδόν μυθιστορηματική ζωή που έζησε, ότι υπήρξε ένα πραγματικά ελεύθερο πνεύμα, μια ανυπότακτη και ανένταχτη προσωπικότητα, ένας άνθρωπος που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να υπερασπιστεί την τέχνη και το ταλέντο όπου (πίστευε ότι) το εντόπιζε, ένα κράμα μεγάλης τολμηρότητας και δημιουργικής τρέλας, σε συνδυασμό με κάποιες ίσως συντηρητικές αρχές που απέρρεαν από την αστική της ανατροφή και την κλασική της παιδεία. Εξού και κατάφερνε να συνδυάζει στην γκάμα των ενδιαφερόντων της κάθε λογής καλλιτεχνική έκφραση και κοινωνική έκφανση.
«Δεν είχα ποτέ την παραμικρή φιλοδοξία. Ό,τι έχω πετύχει οφείλεται στην επιθυμία μου να κάνω αυτό που με ευχαριστούσε. Έκανα πάντα και μόνον αυτό που ήθελα στη ζωή μου. Δεν πολυπήγαινα σε πάρτι, δεν κόλλαγα σε σπουδαίους, δεν έχω καμία φιλία με κανέναν πολιτικό» έγραψε, και έλεγε την αλήθεια.
Γεννημένη στις 9 Σεπτεμβρίου του 1923 στην Αθήνα, στο τρίπατο σπίτι του Σμυρνιού παππού της (από τη μεριά της μητέρας της) Φώτη Μιχαηλίδη στην οδό Μητροπόλεως, ενός εκ των δύο ιδιοκτητών της γνωστής βιομηχανίας ζυμαρικών ΜΙΣΚΟ που τότε τάιζε όλη την Ελλάδα, η μητέρα της Τιτίκα επέμενε να της δώσουν το όνομα Ροσίτα γιατί το είχε υποσχεθεί στη γυναίκα του προξένου του Περού που είχε το ίδιο όνομα – το όνομα της προστάτιδας αγίας της χώρας της Σάντα Ρόσα ντα Λίμα. Το γιατί το σίγμα εξελίχτηκε σε ζήτα έχει να κάνει με φωνητικά προβλήματα, καθώς οι περισσότεροι δάσκαλοί της αδυνατούσαν να προφέρουν σωστά το αρχικό λατινογενές όνομα. Ο πατέρας της Γιώργος Σώκος από το Αιτωλικό ήταν ένας πανέξυπνος άντρας που από παιδί έγραφε θεατρικά έργα για να παίζονται –και όχι για τα φιλολογικά σαλόνια–, αλλά και άλλα πολλά που δημοσίευε σε εφημερίδα των Πατρών. Αργότερα έγινε μόνιμος αξιωματικός του πεζικού κι ως αντισυνταγματάρχης κατά την εκστρατεία της Μικράς Ασίας έγραφε επιθεωρήσεις για να διασκεδάζει το στράτευμα. Εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε και τη μητέρα της Ροζίτας. Όταν πια εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τα έργα του άρχισαν να παίζονται από επαγγελματικούς θιάσους με μεγάλη επιτυχία ενώ παράλληλα ξεκίνησε και την εκδοτική του δραστηριότητα. Ήταν μόλις 28 όταν εξέδωσε τη «Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια». Όλα αυτά οδήγησαν στο να μεγαλώσει η μικρή Ροζίτα μέσα στα βιβλία, αρχικά στο Χαλάνδρι και αργότερα σε βίλα που έχτισε ο πατέρας της στο Ψυχικό. Εννοείται ότι υπήρχε υπηρετικό προσωπικό και σοφέρ, καθώς ο πατέρας ως οδηγός ήταν δημόσιος κίνδυνος.
Δημοτικό δεν πήγε και τα μαθήματα της τα έκανε μια συγγενής και η Γαλλίδα γκουβερνάντα της, αλλά όταν ήρθε η ώρα του γυμνασίου γράφτηκε στο Αρσάκειο. Από την πρώτη στιγμή ξεχώρισε ανάμεσα στις συμμαθήτριές της καθώς, λόγω του αλλόκοτου ντυσίματός της, τη θεωρούσαν «περίεργη». Πόσο μάλλον όταν άνοιγε το στόμα της για να εκφράσει γλωσσολογικές –το αγαπημένοι της χόμπι– και μεταφραστικές απόψεις. Όπως, λόγου χάρη, όταν άφησε τους πάντες άναυδους, καθηγητή και συμμαθήτριές της, εξηγώντας τους ότι ανάμεσα στις τρεις εκδοχές των «Αδελφών Καραμάζωφ», στα ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά, που φυσικά τις είχε διαβάσει και τις τρεις, μόνο η ελληνική απέδιδε τη ρωσική ιδιοσυγκρασία. Έλεγε χαρακτηριστικά γι’ αυτήν ο καθηγητής της των θρησκευτικών: «Σαν γριούλα κοντά στο τζάκι, που διηγείται παραμύθια στα εγγονάκια της. Και τα εγγονάκια είμαστε εμείς!». Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, έγινε σταδιακά από τα πιο δημοφιλή κορίτσια του σχολείου και πολλές σχέσεις της παρέμειναν φιλίες ζωής, ενώ κάποιες από αυτές εξελίχτηκαν σε πρόσωπα που αργότερα έπαιξαν κάποιον ρόλο στην αθηναϊκή κοινωνία.
Τον πατέρα της τον λάτρεψε και ένας από τους λόγους ήταν γιατί της απαγόρευε να φέρεται σαν γυναίκα! Η μάνα της έλεγε συχνά με παράπονο: «Κορίτσι γέννησα ή λοχία;». Χάρη σε εκείνον αποστήθισε από νωρίς ολόκληρα κατεβατά από την Καινή Διαθήκη και από κλασικά βιβλία, όπως και ποίηση, κι όχι μόνο στα ελληνικά. Όποιο βιβλίο έφτανε σπίτι το μάθαινε απέξω και ανακατωτά, παρουσιάζοντάς το στις οικογενειακές συνάξεις, ενώ σύντομα άρχισε να γράφει, κι έτσι ο πατέρας της το αποφάσισε πριν από αυτήν: «Θα γίνεις δημοσιογράφος και θα μπεις στην Ένωση Συντακτών». Ο ιδιότυπος αυτός «έρωτας» πατέρα και κόρης τέλειωσε όταν η Ροζίτα ήταν μόλις δεκατεσσάρων, με τον πρόωρο θάνατο εκείνου στα σαράντα τέσσερα χρόνια του τον Δεκέμβριο του 1937.
Στην Κατοχή οι Γερμανοί επίταξαν το εργοστάσιο του παππού, αλλά του έδιναν μέρος από την παραγωγή κι έτσι η οικογένεια είχε να φάει. Την ίδια ακριβώς εποχή η Ροζίτα ανακάλυψε τον κινηματογράφο και δεν άφηνε ταινία για ταινία που να μην πάει, αγγαρεύοντας συνήθως την κοσμική της θεία Τίμμυ. Έτσι είδε όλες τις συνέχειες των «Περιπετειών του Φλας Γκόρντον» στο Πάνθεον αρχικά, αλλά και μαζί με τον παππού της ό,τι παιζόταν στους κεντρικούς κινηματογράφους της εποχής, Αττικόν, Απόλλων, Σπλέντιντ, Ρεξ, Τιτάνια, τρεις μαζί προβολές κάθε Σάββατο.
Η Κατοχή γενικώς αποτέλεσε για εκείνη από τις πλέον ενδιαφέρουσες και γόνιμες περιόδους της ζωής της. Παρακολούθησε μαθήματα στη Δραματική Σχολή του Βασίλη Ρώτα, όχι για να γίνει ηθοποιός αλλά για να δει από κοντά τη διαδικασία της υποκριτικής τέχνης, μιας και είχε ήδη ξεκινήσει να δίνει το «παρών» στις παραστάσεις του Εθνικού. Παράλληλα φοιτούσε στη Γαλλική Ακαδημία, δηλαδή στο Γαλλικό Ινστιτούτο που τότε διεύθυνε ο αείμνηστος Ροζέ Μιλλιέξ. Οι γνωριμίες που έκανε με συνομήλικούς της άλλα και σπουδαίους καλλιτέχνες εκείνα τα σκοτεινά χρόνια έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τόσο στην κοινωνική όσο και στη μετέπειτα επαγγελματική της εξέλιξη. Λέει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία της: «Θυμάμαι την Κατοχή ως την ομορφότερη περίοδο της ζωής μου. Την πιο ζωντανή και δημιουργική, τότε που γεννήθηκαν και στέριωσαν οι καλές φιλίες, που αναπτύχθηκαν μυαλό και καρδιά».
Η βίλα του Ψυχικού επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και μάνα και κόρη αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στο κέντρο, στην πλατεία Βάθης, επί της οδού Σουρμελή. «Η Κατοχή υπήρξε συνώνυμη με μια τεράστια πνευματική και καλλιτεχνική άνθιση στον τόπο μας. Η καταπίεση εκκολάπτει δημιουργούς» είπε χρόνια αργότερα. Συνδέθηκε με τον Γιάννη Τσαρούχη, που του παραχώρησε και το σαλόνι του σπιτιού της για τη θρυλική ντραγκ παράστασή του τον Μάρτη του 1944, έζησε έναν μεγάλο πλατωνικό έρωτα με τον ιδιοφυή μουσικό Γιάννη Ξενάκη, έγινε καρδιακή φίλη με τον μετέπειτα σκηνογράφο του Κόβεν Γκάρντεν Νίκο Γεωργιάδη, αλλά και με τους Νίκο Πολίτη, Μίνω Αργυράκη, Μίνω Βολανάκη, τον Γαΐτη, τον Μαυροΐδη και τον Χατζιδάκι. Αυτό που άργησε να καταλάβει όσο βρισκόταν ως μαθήτρια στον Ρώτα ήταν ότι για πολλούς συμμαθητές της ο χώρος της σχολής λειτουργούσε σαν ένα είδος γιάφκας. Εντελώς απολιτική η ίδια από τότε, δεν είχε συνδυάσει τις δραστηριότητές τους με τις αντιστασιακές κινήσεις τους εκτός σχολής.
Η αγάπη της για τη ζωγραφική την έκανε να παρακολουθήσει μαθήματα δίπλα στον Τσαρούχη (ο οποίος επίσης επιβίωσε με τα μακαρόνια του παππού της στην Κατοχή), αλλά ευτυχώς συνειδητοποίησε έγκαιρα ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να ζωγραφίσει με πραγματικό πάθος και την εγκατέλειψε. Ένα πράγμα που χαρακτήριζε τη Ροζίτα ήδη από εκείνη την εποχή ήταν η σχέση της με τους ομοφυλόφιλους. Στην αρχή χωρίς να πολυκαταλαβαίνει και η ίδια τις ιδιαιτερότητές τους, αλλά εντέλει με μόνιμη εξάρτηση από αυτούς. «Γενικά οι ομοφυλόφιλοι δεν με υπολόγιζαν όπως τις άλλες γυναίκες. Ίσως γιατί ήξερα και δεχόμουν. Δεν τους κόλλαγα, δεν τους άγγιζα» θα έλεγε για τις φιλίες της εποχής.
Για τον Ξενάκη έχει γράψει: «Αντίκρυσα για πρώτη φορά τον Γιάννη Ξενάκη στη σχολή του Ρώτα κι έμεινα με ανοιχτό το στόμα γιατί ωραιότερο πλάσμα δεν είχα δει ποτέ μου, πιο εκθαμβωτικό, στην πεινασμένη εκείνη Ελλάδα της Κατοχής». Η σχέση τους πέρασε από σαράντα κύματα, καθώς ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, αλλά χάρη σε εκείνον μορφώθηκε μουσικά αφού έτρεχε σε κάθε μουσική εκδήλωση που της πρότεινε να παρακολουθήσουν. Μαζί του είδε στο Ηρώδειο τη Μαρία Κάλλας στον «Φιντέλιο» του Μπετόβεν την ώρα που σφαίρες σχημάτιζαν ημικύκλια πάνω από το Παγκράτι. Εκείνη την εποχή, στα είκοσί της, όπως λέει η ίδια: «Ήμουν ένα πολύ προκλητικό κορίτσι εξωτερικά, κι αυτό δεν μου ταίριαζε γιατί μέσα μου δεν ανήκα σ’ αυτό το είδος. Ήθελα να είμαι ξεπλυμένη, ξερακιανή με χοντρά γυαλιά. Αυτό ήταν το όνειρο της ζωής μου».
Στην περίοδο της Κατοχής πολλές φορές βρέθηκε κοντά στον θάνατο, όπως όλοι της γενιάς της. Νύχτες που ξεπόρτιζε με τις παρέες της μέχρι αργά και κινδύνευαν να πέσουν σε μπλόκα, βομβαρδισμοί κατά τη διάρκεια των οποίων έπρεπε να κρυφτεί σε χαντάκια∙ όμως δεν φοβήθηκε ποτέ, είχε μια ακλόνητη πίστη στη ζωή. Στον Εμφύλιο μόνο κινδύνεψε σοβαρά με τη μητέρα της από τους ΕΛΑΣίτες που τις έπιασαν ομήρους, λόγω του στρατιωτικού πατέρα της που νόμιζαν ότι ακόμα ζούσε. Χάρη σε κάποιον άγνωστο άνθρωπο που θεωρούσε ότι είχε χρέος σε εκείνον, δεν εκτελέστηκαν. Σε όλη της τη ζωή δεν είχε αίσθηση του κινδύνου και του φόβου. Όπως η ίδια συνήθιζε να αυτοσαρκάζεται «δεν ήταν από ηρωισμό αλλά από αναισθησία!».
Στα χρόνια αμέσως μετά τον Εμφύλιο συνδέθηκε επίσης με την οικογένεια Βαχλιώτη, δηλαδή με τη μετέπειτα ενδυματολόγο της Μελίνας, την Ντένη, τον εκδότη Ανδρέα και ιδιαίτερα με τον Χρήστο Βαχλιώτη, έναν ευφυή σκηνοθέτη, όπως αποδείχτηκε αργότερα. Τότε ήταν που για πρώτη φορά άρχισαν οι «εχθροπραξίες» μεταξύ εκείνης και της Μελίνας, όταν η τελευταία είπε στην Ντένη σχετικά με τον Χρήστο: «Πώς τολμάει αυτή η λαϊκουριά, που ζει στην πλατεία Βάθης, να του κάνει και κορδέλες;». Αλλά έτσι κι αλλιώς το ειδύλλιό της με τον νεαρό διανοούμενο μετά από κάποια χρόνια και πολλά σκαμπανεβάσματα κατέληξε σε αδιέξοδο.
Το 1947 χάρη στις εξαιρετικές της επιδόσεις σε εξετάσεις στο Βρετανικό Συμβούλιο πήρε το διαβατήριο για σπουδές στην Οξφόρδη. «Σε σχέση με τη μεταπολεμική Ελλάδα, η Αγγλία ακόμη ζούσε με πάρα πολλές στερήσεις. Όλα ήταν με δελτίο και γινόταν οικονομία από παντού» θυμάται από εκείνη την περίοδο των σπουδών της στην Οξφόρδη, που δεν της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, θεωρώντας ότι ήταν τυχερή που ήταν Ελληνίδα και όχι Αγγλίδα. Παρέμεινε ωστόσο στο υπόλοιπο της ζωής της λάτρης του Μπάιρον και του Σέξπιρ, και της αγγλικής ποίησης και γλώσσας γενικότερα, μιλώντας εξαιρετικά αγγλικά για Ελληνίδα της γενιάς της. Όταν επέστρεψε, ανακάλυψε ότι η πατρογονική περιουσία χάθηκε εξαιτίας ενός δικηγόρου που φαίνεται ότι γοήτευσε τη μητέρα της, και αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους τα υπόλοιπα χρόνια της κοινής τους ζωής δεν τα βρήκαν ποτέ ξανά.
Ο πρώτος που της ανέθεσε να γράψει κριτική κινηματογράφου ήταν ο Νάνας Τσαλδάρης που εξέδιδε την εφημερίδα «Οι Καιροί». Η πρώτη της πραγματική δουλειά με την έναρξη της δεκαετίας του ’50 ήταν διερμηνέας στην Υπηρεσία Συντονισμού Εφαρμογής Σχεδίου Ανασυγκρότησης με τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη. Μετά το 1952 ξεκίνησε να γράφει profile προσωπικοτήτων στο «Athens News» του Γιάννη Χορν. Ένα από αυτά ήταν και του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Εντυπωσιασμένος, ο τότε υπουργός Συγκοινωνιών της ζήτησε να εργαστεί στο υπουργείο του κι εκείνη, αρνούμενη να μπλεχτεί με την πολιτική, δεν του απάντησε ποτέ.
Όταν οι «Καιροί» έκλεισαν, συνέχισε την κριτική για τις εφημερίδες «Ανεξαρτησία» και «Βραδυνή». Δεν πληρωνόταν μεν, αλλά χάρη σε αυτήν τη δουλειά άρχισε τις επισκέψεις στη Βενετία και στις Κάννες, με δικά της έξοδα. Μέχρι που την εντόπισε η Ελένη Βλάχου της «Καθημερινής», με αποτέλεσμα η δουλειά της να γίνει πηγή χαράς για εκείνη∙ έκανε το κέφι της αλλά χωρίς κανένα οικονομικό όφελος. Από τότε και στο εξής αρκετές από τις διεθνείς της γνωριμίες θα εξελίσσονταν σε πραγματικές φιλίες, κυρίως χάρη στη μεγάλη διακριτικότητα που τη χαρακτήριζε, αφού δεν αποκάλυπτε όσα της εμπιστεύονταν σχετικά με την ιδιωτική τους ζωή, αλλά και επηρεάζοντάς τις με έξυπνες συμβουλές καλλιτεχνικής φύσης. Εντέλει, επαληθεύτηκε η προφητεία του πατέρα της ότι μια μέρα θα γινόταν δημοσιογράφος και μέλος της ΕΣΗΕΑ. Πράγματι, σε φωτογραφία της ένωσης φιγουράρει ως η μοναδική γυναίκα ανάμεσα σε δεκάδες άντρες.
Τον Σεπτέμβριο του 1952 έκανε την πρώτη της επίσκεψη στο Φεστιβάλ της Βενετίας με την Ντένη Βαχλιώτη συνοδό στο ταξίδι. Μια περιπέτεια που περιλάμβανε ράψιμο βραδινών τουαλετών, καπελίνες, πάρτι, σημαντικές γνωριμίες, έρωτες, και συμμετοχή ως κομπάρσες στα γυρίσματα του «Summertime» με την Κάθριν Χέπμπορν. Αμέσως μετά, την άνοιξη του ’53, ήρθε η σειρά των Καννών, ένα φεστιβάλ στο οποίο δεν έπαψε να δίνει το «παρών» για 50 χρόνια, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται στη λίστα των επίτιμων προσκεκλημένων του. «Ξέρετε τι σήμαινε να ετοιμάζεις με τη μοδιστρούλα της γειτονιάς δύο βραδινά φορέματα που θα σου επέτρεπαν να μπεις στη μεγάλη αίθουσα, σε εσένα το απένταρο, μετακατοχικό δημοσιογραφάκι, για να καθίσεις πλάι στον Αλί Χαν και να κάνεις κόρτε με τον Ομάρ Σαρίφ!», γράφει στο βιβλίο της. Χάρη, πάντως, σε έναν καυγά με τον Σαρίφ ενέδωσε στο φλερτ του ανθρώπου που θα γινόταν σύζυγός της και πατέρας της κόρης της, του Ιταλού κριτικού κινηματογράφου Μάνλιο Μαραντέϊ. Έζησε λοιπόν όλη την εξέλιξη των Καννών, από ένα επαρχιακών διαστάσεων μεταπολεμικό φεστιβάλ με λίγους και εκλεκτούς δημιουργούς και λιγοστούς ακόμα εκπροσώπους του Τύπου, με τα σμόκιν και τις βραδινές τουαλέτες και τα ρομάντζα των σταρ, μέχρι τις περιπέτειες του Μάη του ’68, τη σεξουαλική επανάσταση, την κατάργηση του αυστηρού ενδυματολογικού κώδικα και τη γιγάντωσή του σε μία περίπου απρόσωπη επικοινωνιακή υπερπαραγωγή.
Το 1955, όταν ο Μιχάλης Κακογιάννης και η Μελίνα την έπεισαν ότι η «Στέλλα» πήγαινε για βραβείο, έκανε ολόκληρη καμπάνια μέσω της «Καθημερινής», πέφτοντας στην «παγίδα» τους. Αν και πήρε πριμ 2.000 δραχμών από τη Βλάχου, δεν τους το συγχώρησε ποτέ. Και είχε δίκιο, γιατί όχι μόνο είχε πιστέψει στην ταινία και την υποστήριξε με ειλικρινή θέρμη, αλλά ακόμα και όταν αργότερα τους απέρριπτε με απαξιωτικές δηλώσεις της δεν έπαψε ποτέ να υποστηρίζει ότι η «Στέλλα» είναι η καλύτερη ελληνική ταινία του μεταπολεμικού κινηματογράφου. Αργότερα, το ’62, προστέθηκε κι ένα άλλο καψόνι της Μελίνας και του Ντασέν, όταν σε ειδική προβολή της «Φαίδρας» στην αίθουσα προβολών της «Καθημερινής», ενώ ήταν εκείνη που είχε επιμεληθεί τα πάντα, της ζήτησαν να μην παραστεί.
Την ίδια χρονιά η εκδότριά της ξεκίνησε μαζί της και με τον Μάριο Πλωρίτη τις θρυλικές «ΕΙΚΟΝΕΣ», το πρώτο ελληνικό περιοδικό αξιώσεων που έδωσε σημασία στην εικόνα. Τα profile της Ροζίτας, στα ελληνικά πια και όχι στα αγγλικά, έκαναν θραύση, ενισχύοντας το ντόπιο σταρ σύστεμ με εξώφυλλα με τις ωραιότερες Ελληνίδες ηθοποιούς και τους πιο ταλαντούχους ζεν πρεμιέ. Εννοείται ότι συμπεριέλαβε και σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίο έκτοτε συνδέθηκαν με μια μεγάλη φιλία. Στο μεταξύ ο Μάνλιο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και στις 14 Ιουλίου του 1957, με έναν διπλό ορθόδοξο-καθολικό γάμο, έγιναν σύζυγοι. Από την πρώτη βραδιά άρχισαν τα προβλήματα, που τα υπέμεινε γιατί ήταν ερωτευμένη με τον τρελούτσικο –αρκετά νεαρότερο μάλιστα– Ρωμαίο διανοούμενο και φέρελπι σκηνοθέτη.
Μετακόμισε εξαιτίας του στη Ρώμη, κινηματογραφική Μέκκα της εποχής, όπου είχε την απόρριψη της θεούσας πεθεράς της, γέννησε την κόρη της Ιρένε διατηρώντας την έγνοια να προωθήσει καθετί ελληνικό. Έτσι συμμάχησε για μια ακόμα φορά με τη Μελίνα –σύντροφο πια του Ντασέν–, βοηθώντας στο κάστινγκ του «Νόμου» του τελευταίου, με τον Κακογιάννη ψυχραθήκαν ακόμα περισσότερο όταν έγραψε αρνητική κριτική στη Rome Daily American για την ταινία του «Χαμένο κορμί», που γυρίστηκε στην Τσινετσιτά με τη Λαμπέτη, για την οποία επίσης δεν βρήκε κανένα κολακευτικό σχόλιο να πει, ενώ έγινε στενή φίλη με τον Σπύρο Φωκά που μεσουρανούσε σε ταινίες μεγάλων αξιώσεων. Σταδιακά κατάντησε μια νοικοκυρά, εκείνη, μια εργασιομανής, με αποτέλεσμα να πέσει σε κατάθλιψη. Μέχρι που το καλοκαίρι του 1960 βρέθηκε στην Ελλάδα για διακοπές με την κόρη της και η Βλάχου τής ανέθεσε να καλύψει την παράσταση της Κάλλας στην Επίδαυρο. Και μόνο η παρουσία του Τσαρούχη που έκανε τα κοστούμια τη θεράπευσε αμέσως. Αποφάσισαν με τον Μάνλιο να επιστρέψουν στην Αθήνα. Κάθε προσπάθεια όμως εκείνου να βρει κανονική δουλειά έπεφτε στο κενό, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να λήξει και ο κοινός τους βίος.
Η δεκαετία του ’60 ήταν επίσης γεμάτη με σημαντικά καλλιτεχνικά γεγονότα, κυρίως κινηματογραφικά. Γιατί μπορεί να έλειπε τις πρώτες χρονιές του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης λόγω Ρώμης αλλά από το ’63 και μετά δεν έχασε ούτε ένα, αποτελώντας μία από τις αντιπροσωπευτικότερες πένες του αθηναϊκού Τύπου, καθώς όλη η Ελλάδα διάβαζε τις ανταποκρίσεις της. Αποκαλυπτικά νέα ταλέντα, όπως ο Τάκης Κανελόπουλος που στήριξε με πάθος, νέα φιντάνια κάθε λογής, ταινίες που έγραψαν ιστορία, συμβάντα που άφησαν εποχή, τα πηγαδάκια του Ντορέ, κουτσομπολιά, καλλιτεχνικές ίντριγκες, πολιτικά τραντάγματα, όλος ο ελληνικός κινηματογράφος μέσα από τους δημιουργούς του και τις περιπέτειές τους όπως τα κατέγραψε η διεισδυτική ματιά της Ροζίτας. Όλα αυτά όμως φαντάζουν πεζά και ταπεινά μπροστά στην προσωπική της ιστορία με τον Μάρλον Μπράντο, όταν, το 1964, τον υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο μαζί με τον διανομέα Βίκτωρα Μιχαηλίδη και εκείνος τη διεκδίκησε ερωτικά με απροκάλυπτο τρόπο.
Χάρη στις εκδόσεις Γαλαξίας της Βλάχου άρχισε να μεταφράζει μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας του Χάξλεϊ, του Ασίμοφ, αλλά το κορυφαίο της επίτευγμα δεν ήταν άλλο από την «Κυβεριάδα» του Στανισλάβ Λεμ. Μέχρι που ήρθε η δικτατορία και η Ελένη Βλάχου έκλεισε την «Καθημερινή» και τη «Μεσημβρινή», παύοντας όλες της τις εκδοτικές δραστηριότητες κι αφήνοντας στον δρόμο όλους τους υπαλλήλους της. Η Ροζίτα ήταν η μόνη μαζί με τον Φρέντυ Γερμανό που αρνήθηκε να υπογράψει αγωγή εναντίον της για αποζημίωση, με αποτέλεσμα να περάσει από το πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ. Παρ’ όλα αυτά, έχοντας να σκεφτεί ένα παιδί, έπρεπε να βρει τρόπους επιβίωσης.
Έγραψε ολόκληρο το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Επίκαιρα», μετέφρασε και συμπλήρωσε –με αποτέλεσμα ο ένας τόμος να διπλασιαστεί– το βιβλίο του Georges Charensol «Ο κινηματογράφος», άρχισε να γράφει κριτική για την «Ακρόπολη» κι αργότερα για την «Απογευματινή» (και οι δύο των αδελφών Μπότση) όπου έπρεπε να εκλαϊκεύσει τη γλώσσα της, πήγε δύο φορές αποστολή στη Μόσχα και μία στο Χόλιγουντ, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της Ταινιοθήκης ως αρωγός της Αγλαΐας Μητροπούλου, και αποτέλεσε τη βασική καταγγέλλουσα του σκανδάλου του Ιδρύματος Φορντ. Ήταν Ιανουάριος του 1973 όταν σε μια συνέντευξη Τύπου του αντιπροέδρου του ιδρύματος Μακνίλ Λόουρυ ουσιαστικά ξεμπρόστιασε τον ρόλο του και πως μέρος της προοδευτικής καλλιτεχνικής διανόησης, ανάμεσά τους και ο Κουν, χρηματοδοτήθηκαν αδρά από τον αμερικανικό θεσμό με τις ύποπτες (μάλλον επιβεβαιωμένες) φήμες της σύνδεσής του με τη CIA. Μάλιστα, ήταν η αιτία και της οριστικής αποξένωσής της με τον Iannis Xenakis και τη γυναίκα του Francoise. Φυσικά, αυτή της η στάση είχε και τις ανάλογες συνέπειες μεταπολιτευτικά. Δεν θεωρήθηκε ποτέ ισότιμη με τους μιμητές των εν Ελλάδι «Cahiers du cinema» με τις πολύπλοκες αναλύσεις καλλιτεχνικών ταινιών. Κι ας στήριξε όλους τους νέους ταλαντούχους σκηνοθέτες στο ξεκίνημά τους, όπως οι αγαπημένοι της Νίκος Νικολαΐδης και Παύλος Τάσσιος. Και φυσικά τις πολλάκις εκφρασμένες αμφιβολίες της για το πόσο σπουδαίος ήταν ο κινηματογράφος του Αγγελόπουλου. «Άγριες κριτικές μου είναι μόνον –μόνον και αποκλειστικά– όταν άνθρωποι στους οποίους πίστευα με απογοήτευαν και πήγαιναν να μου πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Αυτό μ’ εκνευρίζει πάρα πολύ. Ένας λαϊκός κωμικός που πάω να δω την απλοϊκή του κωμωδία, δεν πρόκειται να του γράψω άσχημα. Ο άνθρωπος πουλάει. Δεν κοροϊδεύει κανέναν» εξηγεί στο βιβλίο της.
Για μια δεκαετία, από το 1973 έως το 1983, πίστεψε και στήριξε σθεναρά με κάθε τρόπο τον Δημήτρη Ποταμίτη και το μικρό Θέατρο Έρευνας που έστησε στα Ιλίσια. Μετέφρασε, διασκεύασε, έγραψε έργα γι’ αυτόν, προώθησε τις παραστάσεις του σαν να ήταν δική της υπόθεση. Ή μήπως ήταν; Κάποια στιγμή η πολύτιμη συνεργασία έληξε, σύμφωνα με εκείνην εξαιτίας μιας «αυλής» κολάκων που μπήκε ανάμεσά τους. Ισχυριζόταν ότι ήταν ένας ακόμα ομοφυλόφιλος που της πρότεινε γάμο, με πρώτον τον Τσαρούχη! «Σ’ όλη μου τη ζωή, ποτέ δεν διανοήθηκα να πάω με άντρα που υποπτευόμουν πως έστω και μία φορά –έστω και κατά λάθος– είχε πάει με άντρα» συμπληρώνει.
Μια άλλη προβεβλημένη σχέση που κράτησε χρόνια ήταν η μεγάλη της φιλία με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ, τον οποίο γνώρισε χάρη στον φίλο της, σκηνογράφο Νίκο Γεωργιάδη. Κράτησε και αυτή η σχέση μια δεκαετία, από το 1982 έως το 1993, κι ενώ ξεκίνησε με μια τρομερή προκατάληψη από την πλευρά της εναντίον του, όταν τον γνώρισε από κοντά και ανακάλυψε το μέγεθος της ιδιοφυΐας του, τη μόρφωσή του, το πάθος του για την τελειότητα και φυσικά παραδέχτηκε το τεράστιο ταλέντο του, του παραδόθηκε άνευ όρων. Έτρεχε στις πρόβες του στο Λονδίνο και στο Παρίσι, συζητούσαν θέματα ερμηνευτικά, άκουγε τις συμβουλές της και τις παρατηρήσεις της σχετικά με τις σεναριακές προσεγγίσεις των χορογραφιών του, έγινε η μεγαλύτερή του υποστηρίκτρια και έμπιστη φίλη. Οι παραστάσεις του στην Αθήνα γίνονταν και δικές της υποθέσεις. Έτσι έφτασε να της προτείνει να ζήσει μαζί του στο σπίτι του στο Quai Voltaire στο Παρίσι. Αρνήθηκε, αλλά έγραψε το ομώνυμο θεατρικό έργο με κεντρικό χαρακτήρα εκείνον, αργότερα και δύο βιβλία για χάρη του. Όταν πέθανε, το βίωσε σχεδόν τραγικά.
H Ροζίτα Σώκου μιλά για το «Να Η Ευκαιρία»
Με τον ίδιο τρόπο που το πλατύ κοινό τη γνώρισε μέσω του «Να η ευκαιρία» –εκπομπή προπομπός του «Ελλάδα έχεις ταλέντο» που κράτησε από το 1977 μέχρι το κόψιμό της το 1981 από το ΠΑΣΟΚ–, έτσι τα τελευταία χρόνια η δημοφιλία της είχε να κάνει με τηλεοπτικές εμφανίσεις. Είτε στηρίζοντας παθιασμένα τον τραγουδιστή και ηθοποιό Μάριο Φραγκούλη είτε αποκαθηλώνοντας τη Μερκούρη που ποτέ δεν χώνεψε, ανάγοντας την όλη ιστορία σε προσωπική βεντέτα και παίρνοντας το αίμα της πίσω για όσα θεωρούσε ότι υπέμεινε από εκείνη. Μάλιστα, το πλατύ κοινό τη συνέδεε αποκλειστικά με το εμπορικό θέαμα όπως λ.χ. με τη Βουγιουκλάκη την οποία ενίοτε υπερασπιζόταν, ενώ εκείνη ήταν η κατεξοχήν δημοσιογράφος που εισήγαγε στην Ελλάδα καλλιτέχνες του επιπέδου του Ντράγιερ και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της να διαφημίσει το «Τέμενος» του Γκρέγκορι Μαρκόπουλος στη Λυσσαρέα Αρκαδίας!
Στις ατέλειωτες κυριακάτικες συνάξεις στο σπίτι της κάθε εβδομάδα (συνήθεια που διατηρούσε σε όλη της τη ζωή) συναντούσες –περισσότερο ή λιγότερο– διάσημους ηθοποιούς αλλά και σπουδαίους καλλιτέχνες με διεθνή καριέρα, όπως τον Σπύρο Αργύρη του Σπολέτο ή τον Μπρούνο Ζανίν, πρωταγωνιστή του «Amarcord». Τα τελευταία χρόνια συγκέντρωνε όσους βετεράνους του θεάτρου είχαν απομείνει μόνοι στη ζωή, προσφέροντάς τους παρέα και ένα πιάτο από τα φαγητά που μαγείρευε όλη την εβδομάδα η ίδια. Έδινε στην ομήγυρη μικρές «παραστάσεις» με απαγγελίες από μνήμης, στα αγγλικά ή στα γαλλικά, αγαπημένων ποιημάτων, Μπάιρον, Σέξπιρ, Ουγκό, ερμηνείες θεατρικών έργων, στους νεοαφιχθέντες προσκεκλημένους ιστορίες της μεγάλης της διαδρομής. Ανάμεσα σε όλα αυτά μεγάλωσαν τα δύο της εγγόνια, η Λαβίνια και ο Τανκρέντι, αλλά και παιδιά φίλων της. Πολλοί της φίλοι βέβαια έφευγαν σιγά-σιγά, αλλά εκείνη το έπαιρνε στωικά. Όταν πέθανε ο Γιάννης Δαλιανίδης, με τον οποίο είχαν μια σχέση ζωής, αγάπης και αντιπαλότητας, κέρασε σαμπάνια για τον «Γιάννη που έζησε όπως ήθελε κι έφυγε πλήρης ημερών».
«Δεν είχα ποτέ την παραμικρή φιλοδοξία. Ό,τι έχω πετύχει οφείλεται στην επιθυμία μου να κάνω αυτό που με ευχαριστούσε. Έκανα πάντα και μόνον αυτό που ήθελα στη ζωή μου. Δεν πολυπήγαινα σε πάρτι, δεν κόλλαγα σε σπουδαίους, δεν έχω καμία φιλία με κανέναν πολιτικό» έγραψε, και έλεγε την αλήθεια. Έτσι έζησε και πορεύτηκε η ΡοΣίτα Σώκου σε όλη της την πολυκύμαντη ζωή.
ΠΗΓΗ: 1ο & 2ο βιβλίο «Ο αιώνας της Ροζίτας», Ροζίτα Σώκου/Ιρένε Μαραντέϊ, εκδόσεις Οδός Πανός