Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1945. Το πατρικό μας σπίτι βρισκόταν στον αριθμό 23 της οδού Υψηλάντου στο Κολωνάκι. Αυτή η μεγάλη κατοικία, που σήμερα πια έχει κατεδαφιστεί, ήταν ο παράδεισος της παιδικής περιπέτειας και των εξερευνήσεων, όλο σκοτεινές γωνιές, κρυφούς χώρους και μια μεγάλη, γυριστή, ξύλινη σκάλα που συνέδεε τους ορόφους. Ήταν μια σκάλα σε κάθε στροφή της οποίας παραμόνευαν περίεργοι ήχοι, ψίθυροι, αγωνίες και φόβοι των παιδικών μας φαντασιώσεων.
• Μεγάλωσα με γονείς μου αγαπούσαν πολύ την ποίηση και τη λογοτεχνία. Είχαν μια φυσική σχέση με τη λογιοσύνη και όλος αυτός ο πλούτος μεταδόθηκε και σ' εμάς, χωρίς ποτέ να μας επιβάλλεται ως υποχρέωση. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα και ο πατέρας μου δικηγόρος. Έτσι, το σπίτι μας ήταν ένας χώρος ιδεών και το διάβασμα η αυτονόητη πραγματικότητα.
• Από τα πρώτα μου γυμνασιακά χρόνια είχα ξεκαθαρίσει τι θα κάνω στη ζωή μου και με τι θα ασχοληθώ. Ίσως ένα ανερμήνευτο ένστικτο είναι αυτό που σε οδηγεί στο «κάτι». Σπούδασα χαρακτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και στη συνέχεια ζωγραφική με υποτροφία του γερμανικού κράτους στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Όμως θεωρώ ότι το ταλέντο υπάρχει μόνο με τη σκληρή εργασία. Μπορεί κάποιος να κατέχει την πρωτογενή δύναμη που τον κατευθύνει στη μεγάλη εικόνα, αλλά προκειμένου να μετατραπεί αυτή σε συνείδηση, χρειάζεται ένα πλαίσιο, ένα περιβάλλον και μια καλλιέργεια.
Βαλλόμαστε πανταχόθεν από τις σειρήνες ενός ακραίου καταναλωτισμού, μιας πλαστής ευδαιμονίας που σήμερα έχει μετατραπεί σε κρίση αξιών. Και η κοινωνία μας δεν είναι θωρακισμένη. Λειτουργεί συναισθηματικά και της λείπει εντελώς ο ορθός λόγος. Άγεται και φέρεται με λανθασμένες αποφάσεις. Χάθηκαν οι κώδικες επικοινωνίας.
• Στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια ταξίδεψα πολύ στη Γερμανία. Αναμνήσεις από πολλά παιδικά καλοκαίρια αφορούν αυτήν τη χώρα. Έζησα εμπειρίες που με συνέδεσαν με έναν πολιτισμό και μια κουλτούρα που συνέβαλαν στη δημιουργία της ταυτότητάς μου. Μετέπειτα, από το 1977 έως το 1986, έζησα στο Βερολίνο, ενώ έως το 1992 ζούσα και εργαζόμουν στις Βρυξέλλες.
• Η οδός Υψηλάντου, στην προέκτασή της, συνέδεε το «πολιτισμένο» Κολωνάκι με τον μαγικό και παραμυθένιο κόσμο του πάρκου του Ευαγγελισμού, όπου ανάμεσα στα πράσινα παρτέρια και στα αγάλματα δέσποζε με την υπαίθρια μηχανή του ο Βασίλης, ο φωτογράφος. Ένας αγαπημένος φύλακας της μαυρόασπρης μνήμης, τριγυρισμένος από φωτογραφίες, αρνητικά και στημένες πόζες σε ζωγραφισμένα πανό ή σε λουλουδιασμένο φόντο για τα κρυφά ειδύλλια των αδειούχων φαντάρων με τις υπηρέτριες των γύρω σπιτιών.
• Τα μπαλκόνια του σπιτιού μας βλέπανε αντίκρυ στην Αγγλική Πρεσβεία και στους κήπους της. Τα καλοκαίρια παρακολουθούσαμε από ψηλά τις υπαίθριες δεξιώσεις, τις αφίξεις των επισήμων με τις τουαλέτες και τα φράκα ανάμεσα στους φοίνικες, σαν εικόνες από τις μυθικές σκηνές των πρώτων έγχρωμων ταινιών. Για χρόνια πιστεύαμε πως ο Άγγλος πρέσβης δεν ήταν άλλος από το πλουμιστό άνθρωπο με τη χρυσή στολή. Πολύ αργότερα μας αποκαλύφθηκε πως, παρ' όλο τον στόμφο του, ήταν ένας απλός οδηγός και ο πραγματικός πρέσβης το φαινομενικά ασήμαντο, γκρίζο ανθρωπάκι που τον συνόδευε. Ήταν μια αναντιστοιχία που είχε τη σημασία της για την κατοπινή συνειδητοποίηση του κόσμου. Και αυτό φάνηκε πιο πολύ στα σχολικά χρόνια, όταν είχα εμπλακεί από τρυφερή ηλικία σε σχέσεις ερωτικού ενδιαφέροντος με τη μικρή κόρη του οδηγού της πρεσβείας, που κατοικούσε κι εκείνη στην πτέρυγα του υπηρετικού προσωπικού.
• Η αποκάλυψη των πραγματικών ρόλων και της ταυτότητας των προσώπων μάς προσγείωσε δραματικά σε μια πραγματικότητα, όπου, μέσα από τη σκληρότητα της ερωτικής απαξίωσης, διδαχτήκαμε σχετικά νωρίς την περίπλοκη σχέση μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι, της φανερής και της συσκοτισμένης αλήθειας του κόσμου, της προφανούς και της συγκαλυμμένης κοινωνικής εξουσίας.
• Στην γωνιά του σπιτιού μας, Υψηλάντου και Λουκιανού, στο τετράγωνο της Αγγλικής Πρεσβείας ξύπνησε πρώτη φορά η πολιτική μας συνείδησης, όταν μέσα σε μια νύχτα το κάτω κομμάτι της οδού Λουκιανού άλλαξε ξαφνικά όνομα και μετονομάστηκε σε Καραολή - Δημητρίου. Πιο πάνω, δίπλα στο μικρό γαλατάδικο της Λυκόβρυσης, στην πάνω πλευρά της πλατείας Κολωνακίου, βρισκόταν η μυστηριώδης μορφή ενός ηλικιωμένου που καθόταν χειμώνα-καλοκαίρι πάνω σ' ένα μικρό ξύλινο κιβώτιο. Πουλούσε πολύτιμους θησαυρούς του παιδικού αναγνωστικού μας κόσμου, όπως μεταχειρισμένα τεύχη των «Μικρών Ηρώων». Ο μυθικός αυτός άνθρωπος μού έφερνε στον νου ένα έργο του Μαγκρίτ: Μια καθιστή αντρική φιγούρα με καπέλο, μέσα από την ανοιχτή μπέρτα της οποίας βλέπεις στη θέση του σώματος ένα κλουβί μ' ένα πουλί.
• Αναπολώ αυτήν τη φιγούρα για το αίνιγμα του περιεχομένου και το άυλο του σώματος. Ο εγκλωβισμένος, κρυμμένος κόσμος των επιθυμιών και των ονείρων. Ο υπαίθριος μύθος των παιδικών μας χρόνων. Τον άνθρωπο αυτό τον συνάντησα τυχαία καθώς περιδιάβαινε την περιοχή, δύο δρόμους παραπάνω, μετά από σαράντα χρόνια. Είχε γεράσει πολύ, του μίλησα, αλλά δεν με γνώρισε. Με τα πολλά άρχισε να θυμάται. Το μαγαζί του είχε εξελιχθεί σε ένα μικρό μπαούλο όλο κι όλο, με το κάθισμά του γεμάτο από έντυπα με ήρωες εθνικοπατριωτικών αξιών. Ήταν ρευστές εικόνες της πόλης, εικόνες μιας κοινωνίας σε ανασυγκρότηση αλλά και της σταθερής καθήλωσης του μετεμφυλιακού διχασμού.
• Ταυτόχρονα, στον νου μου έχω ακόμα νωπά τα ταξίδια της πρώτης παιδικής ηλικίας στην Αίγινα, τη δεκαετία του '50. Τότε μεγάλα καΐκια μετέφεραν εμπορεύματα, τουρίστες αλλά και τους τυχερούς που κέρδιζαν, φτάνοντας στο λιμάνι, τις αρμαθιές τα ψάρια στη λοταρία που γινόταν εν πλω. Και ανάμεσα στους ταξιδιώτες οι αλυσοδεμένοι πολιτικοί και ποινικοί κρατούμενοι στην πλώρη, συνοδεία αστυφυλάκων, με προορισμό τις φυλακές του νησιού. Και δίπλα μας οι συγγενείς τους να προσπαθούν να μας κλείσουν τα μάτια για να μη βλέπουμε τις σκληρές εικόνες, οι οποίες μας γεννούσαν αναπάντητα παιδικά ερωτήματα.
• Μια Ελλάδα με κρυμμένη κάτω απ' τη μασχάλη την απαγορευμένη εφημερίδα, με εξόριστες ιδέες και βασανισμένους ανθρώπους, άλλοτε εξαναγκασμένους άλλοτε πρόθυμους να χαθούν μέσα στη λήθη, βασική προϋπόθεση για τη μικροαστική ευδαιμονία, την αντιπαροχή και την αλόγιστη ανάπτυξη που θ' ακολουθούσε.
• Αργότερα, στα χρόνια της δεκαετίας του '60, προστέθηκε στις καθημερινές μας μεσημεριανές στάσεις στη γειτονιά και η υπόγεια ταβέρνα του Γρηγόρη, στην Ηροδότου. Εκεί, ανάμεσα σε καυσόξυλα, κάρβουνα και χύμα κρασί, ήταν το στέκι μιας μεθυσμένης παρέας, όπου χωρούσαν όλοι. Από τον μουγγό βοηθό του ταβερνιάρη, τον Βελισάριο, μέχρι τον διπλανό θυρωρό, άνθρωπο της Ασφάλειας, και από τον Θανάση Τσίγκο, που ζωγράφιζε τα «αλκοολικά» του λουλούδια μέχρι, τον Κώστα Βάρναλη. Κάθε μεσημέρι ο Βάρναλης έδινε τις σοβαρές συμβουλές του στον ποιητή-θυρωρό χωρίς ίχνος ειρωνείας, αλλά με τον οίστρο εκείνης της μεθυσμένης συναδελφοσύνης.
• Νομίζω ότι τη δεκαετία του '60 γεννήθηκαν οι φιλίες, οι ουτοπίες και οι ψευδαισθήσεις. Προκλήθηκαν μέσα μας τριγμοί για τα αυτονόητα, ακούστηκαν αιρετικές φωνές και παραμερίστηκαν οι κούφιες δοξασίες. Καλλιεργήθηκε η νεανική μας χειραφέτηση, δεμένη με το αίσθημα ενός πολύτιμου πληθυντικού αριθμού. Τα φοιτητικά χρόνια, η χαμένη και διαρκώς κερδισμένη άνοιξη, η μαχόμενη αμφιβολία και η σωματική σχέση με την Ιστορία.
• Κυπριακό, διαδηλώσεις για την παιδεία, Ιουλιανά, ανένδοτα βήματα στο βασίλειο της νεανικής μας ελευθερίας και των ψευδαισθήσεων. Και μέσα σε αυτή τη μαχητική κινητικότητα, όσα ζούσαμε το πρωί, τα ζωγραφίζαμε το βράδυ. Η ζωή και η τέχνη σε μια ενότητα σχεδόν αδιάσπαστη.
• Δικτατορία, Μεταπολίτευση, η χώρα στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε., τα νέα πολιτικά τζάκια, ο θρίαμβος του κυνικού νεοπλουτισμού και η μετάλλαξη των ιδεών της «Αλλαγής» σε ένα νέο πολιτικοκοινωνικό κατεστημένο. Από τη μοιραία ρήτρα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» του Μάη του '68 περάσαμε στα ψευδεπίγραφα οράματα και σ' έναν απάνθρωπο νεοφιλελεύθερο μεσαίωνα.
• Η κυριαρχία της παγκοσμιοποίησης οδηγεί τον κόσμο σε μια ήττα, μια απόσυρση και κατ' ουσίαν σε μια ιδιώτευση. Γι' αυτό οι άνθρωποι πλέον λειτουργούν σε ιδιωτικές κυψέλες και προσπαθούν να επιβιώσουν χάριν του ιδίου οφέλους και όχι στο όνομα μιας συλλογικής αλήθειας. Όλα όσα είχαμε φανταστεί, ελπίζαμε και στα οποία στηριζόμασταν τη δεκαετία του '60 μπορεί να μην έχουν σβήσει εντελώς αλλά πρέπει να παλεύεις με όλες σου τις δυνάμεις για να εξακολουθείς να τα διεκδικείς. Βαλλόμαστε πανταχόθεν από τις σειρήνες ενός ακραίου καταναλωτισμού, μιας πλαστής ευδαιμονίας που σήμερα έχει μετατραπεί σε κρίση αξιών. Και η κοινωνία μας δεν είναι θωρακισμένη. Λειτουργεί συναισθηματικά και της λείπει εντελώς ο ορθός λόγος. Άγεται και φέρεται με λανθασμένες αποφάσεις. Χάθηκαν οι κώδικες επικοινωνίας.
• Όμως δεν πρέπει να αφήσουμε να χαθούν οι μεγάλες αρετές αυτού που θεωρήσαμε ότι εμπεριείχε η ευρωπαϊκή ταυτότητα. Ανοιχτές, πλουραλιστικές κοινωνίες χωρίς φόβο είναι το βασικό όπλο ενάντια στον φασισμό, στον ρατσισμό και στον σκοταδισμό που πλανιέται πάνω από τον Ευρώπη και απειλεί να επαναφέρει στον κόσμο μας τα εφιαλτικά φαντάσματα ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος.
• Το 1994 εκλέχτηκα καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και δίδαξα ως το 2012, ενώ έναν χρόνο αργότερα έγινα ομότιμος καθηγητής. Η ζωγραφική είναι ένας διάλογος μέσω των σχεδίων, των εικόνων, των μορφών και των χρωμάτων. Μια τρυφερή συνάντηση και μια συνομιλία μ' έναν κόσμο που ζει γύρω μας. Είναι το μέσο, η γραμματική και το συντακτικό μιας νέας γλώσσας. Ένα σύμπαν που δεν χρησιμοποιεί τον λόγο και μέσω της πρώτης ύλης της ζωγραφικής μεταδίδει τον δικό του κώδικα επικοινωνίας. Η ζωγραφική φιλοδοξεί να μετατρέψει μια ιδιωτική αλήθεια σε συλλογική. Γι' αυτό, το μεγάλο ζητούμενο κάθε ζωγράφου είναι να αναπαραστήσει έναν κόσμο όχι όπως είναι αλλά όπως θα μπορούσε να είναι. Έναν κόσμο γεμάτο πολύχρωμες συνευρέσεις, αλληλουχίες ρυθμικές και ρεμβασμούς τόσο γήινους που να διεκδικούν το σύνολο των αισθήσεων και των συναισθημάτων. Ο εικαστικός οφείλει να ξεχάσει όσα ήξερε και να ξαναθυμηθεί αυτό που δεν ξέρει. Να κλείσει τα μάτια για μια στιγμή και να τα ανοίξει απότομα, ανοίγοντας ταυτόχρονα διάπλατα την ψυχή του.
• Η πρώτη μου ζωγραφιά ήταν στην ηλικία των πέντε ετών, όταν ζωγράφισα μια σκηνή από τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώ. Βλέποντας ακόμη και σήμερα το διασωθέν από τη μητέρα μου, για συναισθηματικούς λόγους, «έργο» σκέφτομαι ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο. Το συγκλονιστικό αυτό μυθιστόρημα το διαβάζω κάθε πέντε χρόνια και ανακαλύπτω μέσα στη μεγάλη αυτή λογοτεχνική φόρμα τη βαθιά πίστη στον άνθρωπο και το αμείλικτο «κατηγορώ» απέναντι στην ανάλγητη, απάνθρωπη και ταξικά άδικη κοινωνία που έφτιαξε γύρω του. Ο Γιάννης Αγιάννης, κυνηγημένος μια ζωή, αποτελεί έναν ηθικό ήρωα που μου απέδειξε ότι κάποια από τα διαβάσματα των παιδικών χρόνων είναι τελικά αυτά που μένουν και χαράσσουν τους χαρακτήρες μιας ολόκληρης γενιάς. Η εξουσία, η καταπίεση, η δικαιοσύνη, η τόλμη, όλα συμπεριλαμβάνονται στο σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα και με επηρέασαν βαθύτατα.
• Ως ενεργός πολίτης που περπατά καθημερινά στην πόλη φρίττω με τις εικόνες που συναντώ. Η αισθητική έχει απολέσει την ηθική της αξία. Από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν ο πολίτης και η εξουσία τον τόπο, τον χώρο και το περιβάλλον αποδεικνύεται αν επικρατεί μια αγαστή σχέση εμπιστοσύνης ή βαρβαρότητας. Ζούμε σε μια εγκαταλελειμμένη και διαλυμένη Αθήνα και αμφιβάλλω αν οι άνθρωποι που διαχειρίζονται τα κοινά έχουν συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Πρόκειται για μια τρομακτική προσβολή. Έχουν αφεθεί οι κοινοί άξονες και οι τόποι αναφοράς της πρωτεύουσας. Λείπει το «μάτι» που θα μπορέσει να δει το «κάτι» και θα το επουλώσει. Δυστυχώς, η πολιτεία αδιαφορεί πλήρως γι' αυτό που συμβαίνει μέσα και γύρω απ' αυτήν.
• Παρ' όλη την γκρίνια, όμως, η Αθήνα είναι η πόλη όπου έχω γεννηθεί και μεγαλώσει. Παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια, διατηρεί, ευτυχώς, μια γοητεία και παραμένει ένας τόπος όπου κατοικεί ο αιφνιδιασμός. Εδώ ξεπηδά το μεγαλειώδες. Σε κάθε γωνία, μέσα από την κοπριά, γεννιέται ένα τριαντάφυλλο. Η αίσθηση της παντοκρατορίας του φωτός σ' αυτή την πόλη αποτελεί την κύρια αιτία για να ξεχνάς αυτό που σε ενοχλεί αλλά και να θυμάσαι τη σημασία των πραγμάτων. Ένα δυνατό φως που δίνει υπόσταση στα σημαντικά και σ' εμάς πνευματική ποιότητα.
• Δεν έχω κινητό τηλέφωνο, ούτε χρησιμοποιώ τα social media. Στηρίζομαι μόνο στην τεχνολογία ενός σταθερού τηλεφώνου. Στη ζωή μου πάντα αισθανόμουν ευτυχισμένος. Επιδίωκα την πληρότητα μακριά από ρωγμές που μπορεί να σε καθηλώσουν. Η ευτυχία είναι μια δημιουργική σχέση ανάμεσα στον εαυτό μας και όσα αγαπάμε. Είναι η μόνιμη επιθυμία γι' αυτό που έχουμε δίπλα μας. Με τη σύζυγό μου συνυπάρχουμε περίπου σαράντα χρόνια. Δεν υπάρχει μαγική συνταγή για να διατηρείται μια σχέση τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Απλώς τα πολλά έτη αποδεικνύουν ότι πρόκειται για μια διαρκή επιβεβαίωση. Ότι απ' όλα τα ζόρια και τις δυσκολίες επιβιώνουν τελικά εκείνα τα ανθεκτικά υλικά της συμβίωσης. Μια βαθύτερη εσωτερική ανάγκη να αγαπάμε και να μας αγαπούν. Η διεκδίκηση της παρουσίας του ατόμου μέσα στον χώρο και στον χρόνο.
• Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο από την υστεροφημία είναι η βιωμένη σχέση με τη ζωή. Όταν πετυχαίνεις να τη ζεις σε συνάρτηση με εκείνα τα χαρακτηριστικά που μεταδίδονται στους ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα σου. Για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την ίδια τη ζωή. Μόνο αν διαφυλάττεις την αξιοπρέπειά σου τα πράγματα γίνονται γόνιμα και παραγωγικά. Ένας διαρκής κι επίμονος διάλογος είναι η μοναδική λύση που δίνει μορφή στον βίο. Και η ελπίδα είναι η μόνη αιτία που μας κάνει να είμαστε ακόμη δημιουργικοί. Στοχεύοντας στην αναζήτηση μέσα από την τέχνη, παντού και πάντα, της εν ηδονής ζωής όπου το «εγώ» γίνεται «εσύ», σε μια διηνεκή στυτική λειτουργία του πνεύματος. Ας μην ξεχνάμε ότι πάντοτε οι ανήσυχοι ήταν εκείνοι που βιάζονταν να ταξιδέψουν πάνω στην εξαίσια αμαξοστοιχία της νοσταλγίας ενός απώτατου μέλλοντος.
Από τις εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφορεί το βιβλίο του Γιάννη Ψυχοπαίδη με τίτλο Στον βυθό των ονείρων - Εικόνες από την Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Επίσης, στην γκαλερί Ζουμπουλάκη θα παρουσιαστούν τα έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη: Διάρκεια έκθεσης: 27-31 Μαρτίου 2018 (θα δοθεί παράταση), Γκαλερί Ζουμπουλάκη, Πλ. Κολωνακίου 20. Ωράριο: Τρ., Πέμ. & Παρ. 11:00-15:00 & 17:00-20:00, Τετ., Σάβ. 11:00-15:00
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO