Γεννήθηκα το 1939 στο Μεταξουργείο, στην οδό Σαλαμίνος, και έζησα εκεί μέχρι τα 11, με πολλές εικόνες από τον πόλεμο, τους βομβαρδισμούς, την Κατοχή και τον Εμφύλιο που ακολούθησε. Ο πατέρας μου είχε μια βιοτεχνία παπουτσιών στην οδό Λεωνίδου, σε ένα υπόγειο, και τον έβλεπα πολύ συχνά να πηγαίνει σε έναν άλλο, μικρό χώρο απέναντι, μόνος του, αφού σχόλαγαν οι εργάτες, προσπαθώντας όλη τη νύχτα να σχεδιάσει ένα καινούργιο μοντέλο.
Εκείνο τον καιρό ήταν της μόδας τα πασούμια, τα οποία ήταν με έντονα χρώματα και είχαν και μια φούντα στη μέση, έτσι λοιπόν ο στόχος του ήταν να σχεδιάσει ένα πασούμι που να είναι διαφορετικό. Κάποια στιγμή μού παρουσίασε τον καρπό αυτής της προσπάθειάς του, δηλαδή ένα σχέδιο που είχε γίνει το τέλειο πασούμι. Αυτό το πασούμι ήταν το πρώτο ερέθισμα για να ασχοληθώ με αυτό που λέμε «Καλές Τέχνες».
Μέσα στην ακαταστασία και την γκριζάδα των πεταμένων στρατσόχαρτων με τα σχέδια που γέμιζαν το πάτωμα, είδα αυτό το πολύχρωμο πασούμι, με τα χρώματα να λάμπουν έντονα, σαν τροπικό πτηνό, σαν κάτι ζωντανό, και τον πατέρα μου με καμάρι να του φυσάει τη φούντα. Είναι μια εικόνα που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου, και τη ρούφηξα σαν σφουγγάρι γιατί την είχα ανάγκη. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Ο πατέρας μου είχε την ανάγκη να εκφραστεί καλλιτεχνικά με τον τρόπο του, οι καιροί όμως δεν βοηθούσαν για κάτι τέτοιο. Ήταν αμέσως μετά τον πόλεμο και ένας άλλος βιοτέχνης θα προσπαθούσε να κάνει ένα παπούτσι φτηνό και γερό, αυτό που ήθελε ο κόσμος, για να το πουλήσει και να ζήσει καλύτερα. Η καλλιτεχνική φλέβα, όμως, τον εμπόδισε να κάτσει να κάνει κάτι πρακτικό και στο τέλος, όπως ήταν φυσικό, με τέτοια τρέλα η επιχείρηση μπατίρισε. Αναγκάστηκε να πάει στην επιχείρηση του θείου μου που ήταν ένα γνωστό όνομα στην υποδηματοποιία –Σεβαστάκης λεγόταν– και να γίνει εργάτης του.
• Στη συνέχεια φύγαμε από το Μεταξουργείο και πήγαμε στον Χολαργό. Όλο μου το σόι από τη μεριά της μάνας μου, οκτώ αδέρφια, ήταν αριστεροί και αντάρτες και με έμαθαν να μισώ καθετί που κινείται και φοράει στολή: μπάτσους, πυροσβέστες, παπάδες.
Με έμαθαν επίσης ότι ο θείος Στάλιν θα ήταν ο καλός μας προστάτης. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι έπρεπε να ψάξω την πραγματικότητα με διαφορετικό τρόπο, παρ' όλα αυτά η αντιπάθειά μου για ένα μέρος των ένστολων εκδηλώθηκε και πολύ αργότερα, όταν έφτασα να είμαι στον στρατό επί χούντας.
Aλίμονο αν δεν έχεις ανθρώπους να μοιραστείς τη χαρά σου. Γιατί στους πόνους λουφάζεις κάτω από το κρεβάτι, δεν θέλεις άλλους. Όταν, όμως, είσαι καλά και δεν έχεις κάποιον να το μοιραστείς, εκεί νιώθεις άσχημα. Και να σου πω κάτι; Καλύτερα σε ένα fast food με παρέα παρά στο καλύτερο εστιατόριο μόνος σου.
• Έπασχα πάντα –και πάσχω ακόμα– από μια μορφή επιθετικότητας. Δηλαδή, ως χαρακτήρας είμαι πάρα πολύ επιθετικός, μέχρι και σήμερα, αλλά επειδή έχω συνείδηση αυτής της τρομερής μου επιθετικότητας, προσπάθησα να βγάλω ένα μεγάλο μέρος της στη ζωγραφική, να το μετατρέψω από κακό σε καλό. Βαράω, καταστρέφω και τα ξαναφτιάχω όλα από την αρχή με την ίδια λύσσα, του δίνω και καταλαβαίνει. Στα έργα μου βγάζω όλη μου την τσατίλα. Όπως είχε πει και ο Πικάσο: «Μπορεί να είσαι θυμωμένος και να έχεις δίκιο· άμα είσαι καλλιτέχνης, προσπάθησε να το κάνεις ζωγραφική».
Ένα μέρος αυτής της ακραίας παρορμητικότητας και της ακραίας επιθετικότητας μπόρεσα να το μετατρέψω σε κάτι θετικό, αλλά υπάρχει κι ένα άλλο κομμάτι που δεν μπόρεσα να το ελέγξω, με αποτέλεσμα να κοντέψω να σκοτώσω άνθρωπο.
• Όταν ήμουν στο Παρίσι, μέσα στη χούντα, παραλίγο να σκοτώσω τον Χριστοδούλου, τον ποιητή του «Βράχο, βράχο τον καημό μου».
Αυτός ήταν δύο μέτρα, ένας γίγας, κι ήταν ένας γίγας σαδιστής. Όταν ερχόταν μια καινούργια κοπέλα τη ρώταγε: «Εσύ, τώρα, τι ήρθες να κάνεις στο Παρίσι; Δεν θα βρεις δουλειά, τίποτα, ούτε πουτάνα δεν μπορείς να γίνεις, επειδή είσαι άσχημη». Άκουγα εγώ αυτά που έλεγε και ήθελα να τον σκοτώσω. Καθόταν σε ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά και περίμενε ένα θύμα για να βγάλει τα απωθημένα του. Δεν τον χώνευα και το άφηνα να φαίνεται.
Κάποια στιγμή, εκεί που ήμουν στο φλιπεράκι, μου κάνει ένα σχόλιο περιπαικτικό. Του λέω «σταμάτα», κι ας ήμουν 65 κιλά κι αυτός τριπλάσιος από μένα. Μου λέει γελώντας «γιατί, θα με δείρεις;». Πηγαίνω κοντά και του λέω «άκουσε να δεις, να σε δείρω δεν μπορώ, αλλά μπορεί να σε σκοτώσω». Φαίνεται ότι τόσο πολύ έπαιζε το μάτι μου, που αυτός λιγάκι κώλωσε. Κάτι πήγε να πει κι εκεί μου βγήκε η κακιά επιθετικότητα. Παίρνω το τραπέζι όπως ήταν, με τα μάρμαρα, τις ομελέτες και τους ζεματιστούς καφέδες, και του το πετάω στο κεφάλι. Στη συνέχεια τον έπιασα από τον λαιμό και του χτύπαγα το κεφάλι στον τοίχο. Κι αυτός, αντί να σηκώσει τη χερούκλα του και να μου χώσει μια, ήταν τόσο σκατάς, που άρχισε να φωνάζει χωρίς να με πιάνει καθόλου: «Police, police, με σκοτώνει, βοήθεια!». Έρχονται τα γκαρσόνια, με αρπάζουν, έρχεται η αστυνομία, μου βάζουν χειροπέδες, με φορτώνουν και με ρίχνουν στη φυλακή.
Ο Γάλλος που είχε το μαγαζί, παρόλο που ήταν καλός του πελάτης, είχε καταλάβει τι τσόγλανος ήταν, έτσι τηλεφώνησε στην αστυνομία και με δικαιολόγησε. Είπε: «Θα μου πληρώσει αυτά που έσπασε και θα τον αφήσετε ελεύθερο, δεν θέλω να του κάνω μήνυση». Μετά από αυτό ο Χριστοδούλου έβαλε μυαλό, κατάλαβε ότι δεν μπορείς να τα βάλεις με έναν κοντό αν τρελαθεί.
• Ευτυχώς, έχω συνείδηση, καταλαβαίνω το λάθος μου και αναγκάζομαι να ταπεινώνομαι μετά, να ζητήσω πάρα πολλές φορές συγγνώμη, επειδή τα βάζω με αθώους ανθρώπους. Αυτό πάντοτε με χαρακτήριζε, αλλά υπάρχει ένας σοβαρός λόγος που συμβαίνει.
Με κακομεταχειρίστηκαν συναισθηματικά από μικρή ηλικία. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ψυχολόγος για να το καταλάβει. Ένα σκυλί, αν θες να το κάνεις επιθετικό, βάρεσέ το, αμέσως μετά μπορεί να σε φάει. Εμένα δεν με έδερνε κανείς, έδερνε όμως ο πατέρας μου τη μάνα μου – εμένα ποτέ δεν με άγγιξε. Και αυτό γινόταν πολύ συχνά, με αποτέλεσμα να κουβαλάω διάφορες δυσκολίες στον χαρακτήρα μου από αυτή την άτυχη οικογενειακή εμπειρία.
• Από την Ελλάδα έφυγα πανηγυρικά. Κι αυτό είναι τύχη, μεγάλη τύχη. Όταν ήμουν ακόμα στη σχολή είχα συμμετάσχει σε έναν διαγωνισμό νέων, που μάλιστα τον διοργάνωνε ένας αριστερός οργανισμός, και μου έδωσαν πρώτο βραβείο, παρόλο που δεν ήμουν δηλωμένος στο κόμμα τους. Ο Σαββίδης των «Νέων», φιλόλογος, είχε γράψει ένα αρνητικό άρθρο για το βραβείο που μου έδωσαν, το οποίο είχε και κάποια λεφτά. Για κάποιους λόγους που δεν ξέρω ο ίδιος άνθρωπος ενθουσιάστηκε από μια έκθεση που έγινε αμέσως μετά σε μια γκαλερί που ήταν στην Καραγεώργη Σερβίας. Έγραψε ένα δισέλιδο άρθρο στον «Ταχυδρόμο», το οποίο το διαβάσαμε με τα υπόλοιπα παιδιά στη σχολή, με πολύ επαινετικά λόγια για τα έργα μου. Κι αυτό ήταν μεγάλη τύχη, γιατί τα έργα δεν ήταν και τόσο καλά.
Αφού τελείωσαν αυτά, έμεινα στο σπίτι, ταπί και ψύχραιμος. Κι ενώ ήθελα να το ρίξω στην ύλη και λαχταρούσα να πάρω ένα σπορ αμάξι με μια γκόμενα δίπλα μου, αυτό ήθελε η ψυχή μου, το έριξα αναγκαστικά στο πνεύμα: άκουγα όλη μέρα Τρίτο Πρόγραμμα.
Εκείνες τις μέρες, λοιπόν, είχα κρεμάσει ένα έργο στην γκαλερί της Λιακοπούλου που ήταν στο Χίλτον, το οποίο είδε μια κυρία που έμπαινε στο ξενοδοχείο και το αγόρασε. Μου τηλεφώνησε η Μαριλένα Λιακοπούλου και μου είπε πως η Ελβετίδα που το πήρε ήθελε να έρθει στο σπίτι μου και να αγοράσει ό,τι είχα! Μέσα στην απενταρία μου ήταν σαν να κέρδισα το ΠΡΟΠΟ και άρχισα να κάνω κωλοτούμπες από τη χαρά μου. Αυτή ήταν Αμερικανοεβραία που ήρθε όντως στο σπίτι μου, τα αγόρασε όλα και μου είπε να πάω μαζί της στην Ελβετία, σε διάφορες γκαλερί στη Γενεύη και στο Γκσταντ.
• Μετά από λίγο καιρό πήρα το τρένο, χωρίς να ξέρω λέξη αγγλικά ή γαλλικά. Βρήκα στον σταθμό της Λοζάνης κάποιους Έλληνες και τους είπα να την πάρουν τηλέφωνο να της πουν ότι ήρθα. Έτσι βρέθηκα σε ένα χωριό, από εκείνα όπου οι άνθρωποι μάζευαν αβέρτα λεφτά και μετά βαριόντουσαν και πήγαιναν για σαφάρι. Κι όταν πήγα στο σπίτι της έπαθα πλάκα: ήταν γεμάτο με διαμάντια στους τοίχους, κοσμήματα, και με δίσκους με φαγητά που κουβαλούσαν καλοντυμένοι υπάλληλοι. Πράγματα παραμυθένια δηλαδή.
Αυτή, αφού με ρώτησε γιατί άργησα να πάω, με πήρε απ' το χέρι και μου λέει «έλα να σου δείξω τα έργα σου». Ανοίγει έναν χώρο σαν θησαυροφυλάκιο και βλέπω τα έργα μου να είναι δίπλα σε φοβερά ονόματα. Ήξερε προσωπικά τους μεγαλύτερους Αμερικανούς ζωγράφους, είχε όλο τον Yves Klein, και δεν μπορούσα να πιστέψω πως ήταν κολοσσός. Έβλεπε τον Bacon λες και ήταν φιλαράκια.
Αυτή, λοιπόν, ήταν διάολος. Έδωσε μια περιουσία για να μου αγοράσει υλικά, τους πιο ακριβούς μουσαμάδες και χρώματα, κι έβγαλα το άχτι μου, επειδή πάντα μέτραγα τα λεφτά για να αγοράσω μπογιές. Μου εξασφάλισε χώρο να μείνω και να δουλεύω, φαγητό και μου βρήκε και γκόμενα, μία τρομερή Γαλλίδα, την Danielle, μοντέλο, ο κώλος της οποίας είχε γίνει αφίσα για να διαφημίσουν διαμάντια. Μου την έστειλε με πρόσχημα να μου μάθει γαλλικά και έπαθα σοκ όταν ανακάλυψα ότι ήταν 25 χρονών και παρθένα!
Από τη Γενεύη έφυγα μετά από τέσσερις μήνες γιατί δεν της άρεσαν της Ελβετίδας αυτά που έφτιαχνα. Αναζητούσα κάτι διαφορετικό και είχα αρχίσει να αλλάζω στυλ, αλλά αυτή φρίκαρε και ήθελε να ξανακάνω αυτό που ήξερα. Εμένα όμως δεν μου άρεσαν πια και της είπα πως «δεν πήρες έναν υπάλληλο να ζωγραφίζει αλλά έναν ζωγράφο». Με έδιωξε χωρίς να μου δώσει μία.
Τα άφησα όλα πίσω κι έφυγα, γιατί πρώτα απ' όλα είναι η ελευθερία και μετά όλα τ' άλλα. Αυτή δεν την πούλαγα. Η κυρία ήθελε να με πουλήσει σαν τροπικό πουλί, έτσι ήταν η οπτική της.
Τέλος πάντων, πήγα με 50 φράγκα στη Λυών, σε ένα καζίνο, κι έτσι ξεκίνησα τα πάρε-δώσε με τον τζόγο. Εκεί με πιάνει μια ρέντα του κερατά, έπαιζα το 8 συνεχώς και διπλασίαζα κάθε φορά το ποσό κι έφυγα με τόσο πολλά λεφτά, που έκανα κατάθεση σε τράπεζα. Αγόρασα ρούχα, έγινα άνθρωπος.
• Μετά την Ελβετία, αρχίζει η μεγάλη περιπέτεια. Γνώρισα την Τζούλια όταν ήταν 17 χρονών, ακόμα στο ιταλικό σχολείο, κι ήταν μεγάλη τύχη για μένα. Μου άνοιγε παράθυρα, ήταν τόσο μεγάλο ταλέντο, τόσο ευφυής, τόσο τολμηρή, που αντί να της μαθαίνω εγώ, που ήμουν ο μεγάλος, μου μάθαινε εκείνη.
Ήταν μετά τον Γαλλικό Μάη, γύρω στο 1970, που πήγαμε στο Παρίσι. Μείναμε σε μια σοφίτα που την πλήρωνε η Τζούλια, κάνοντας μαθήματα στο παιδί της ιδιοκτήτριας, και ζούσαμε κλέβοντας τα φαγητά μας από τα σούπερ-μάρκετ, όπως έκαναν όλοι εκείνη την εποχή.
Μετά τον Μάη υπήρχε η νοοτροπία να είσαι κόντρα στο κατεστημένο, «πάμε και κλέβουμε ό,τι θέλουμε», και υπήρχε μια ανοχή. Ήταν μια ιδεολογική επανάσταση του κώλου, ένα επικάλυμμα γι' αυτούς που ήθελαν να κλέψουν.
Μείναμε στο Παρίσι για δύο χρόνια και μέσα σε αυτό το δωματιάκι είχα τρελό κέφι για ζωγραφική. Ζωγράφιζα πάνω στον νιπτήρα που ήταν μέσα στο υπνοδωμάτιο.
Το θέμα είναι πως όταν γύρισα, εξέθεσα αυτά τα έργα και άρεσαν τόσο πολύ στους τεχνοκριτικούς, που με πρότειναν για υποτροφία στη Ford. Αυτός ο οργανισμός δεν απευθυνόταν σε φοιτητές αλλά χρηματοδοτούσε π.χ. τον Κουν, δηλαδή ανθρώπους που τους είχαν υποδείξει ότι αυτό που κάνουν έχει ενδιαφέρον. Χρηματοδοτούσαν, ας πούμε, συγγραφείς για να πάνε στην Αλάσκα να γράψουν γιατί τους ενέπνεε το μέρος. Έτσι, λοιπόν, όταν τους είπα ότι ήθελα να πάω στην Αμερική, μου εξασφάλισαν πολλά λεφτά μηνιαίως.
• Στη Νέα Υόρκη ζήσαμε δύο χρόνια με την Τζούλια, αλλά εκεί δεν ζωγράφισα καθόλου. Με αναστάτωσε πάρα πολύ η Αμερική, γιατί είδα πολύ προχωρημένα πράγματα. Όταν πας μεγάλος εκεί, όπως εγώ, είναι πολύ δύσκολο να προσαρμοστείς, γιατί ταράζεται το νευρικό σου σύστημα, καθώς ζεις σε έναν κόσμο που δεν τον προλαβαίνεις. Παίζονταν δέκα όπερες και δέκα θεατρικά ταυτόχρονα. Αισθάνεσαι ότι η ζωή μικραίνει και δεν σου φτάνει. Αν πας μικρός, μπορείς να το συνηθίσεις, αλλά όταν πας μεγάλος, είναι σοκ.
Ήθελα συνέχεια να βγαίνω έξω, να πηγαίνω σε μουσεία, έκανα το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στέκι μου. Πήγαινα κάθε μέρα κι έβλεπα αριστουργήματα. Εκεί είχαν την Γκουέρνικα τότε, πριν τη μεταφέρουν στη Μαδρίτη, και ξαφνικά στο βάθος έβλεπα έναν Mondrian, να στέκεται ισοδύναμα, και δεν καταλάβαινα γιατί. Κάποια στιγμή το είδα μόνος μου: αυτές οι οριζόντιες και οι κάθετες γραμμές δημιουργούσαν έναν συμπαντικό χώρο και δεν «πάθαιναν» τίποτα δίπλα σε μνημειώδη έργα.
Εκεί συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν δύο μορφές πάθους ενός καλλιτέχνη: η μία μπορεί να είναι θερμή και εξωστρεφής και να βγάζει το έργο με τσεκουριές και η άλλη να βγαίνει με το νυστέρι. Άλλο ταμπεραμέντο και ίδιο πάθος, αλλά άλλη έκφραση. Από κει και πέρα έβαλα νερό στο κρασί μου και άρχισα να προσέχω και έργα που δεν έχουν καμία σχέση με τα δικά μου, τη ζωγραφική που γίνεται πολύ διαφορετικά.
• Ένας φίλος πραγματικός είναι εκείνος που μπορεί να χαρεί με τη χαρά σου και να στενοχωρηθεί με τη στενοχώρια σου. Αυτού του είδους η φιλία δεν συμβαίνει κάθε μέρα, να φτάσει κανείς να μη σε ζηλεύει, και να σέβεται τη χαρά και την επιτυχία σου, γιατί είναι κι αυτός χορτάτος άνθρωπος.
Είχα την τύχη να έχω μια τέτοια φιλία με τον Χρόνη Μπότσογλου, παρόλο που είμαστε εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι και δεν ζήσαμε πολλά μαζί, του χρωστάω πολλά. Υπό την έννοια ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν μεγάλος ζωγράφος και δεν φοβόταν να πει πράγματα που σπάνια λέγονται. Για μένα έπαιξε μεγάλο ρόλο στη σχέση μου με τη ζωγραφική και στη σχέση μου με την καριέρα.
• Τα περισσότερα πράγματα που κάνουμε είναι αποτέλεσμα της στάσης μας απέναντι στον θάνατο. Είτε το ξέρεις είτε όχι, αυτό είναι: πώς επεξεργάζεται και πώς διαχειρίζεται ο εγκέφαλος του καθενός την έννοια του θανάτου και τον φόβο μπροστά σε αυτόν.
Υπάρχουν, βέβαια, και χειρότερα πράγματα από τον θάνατο. Να έχεις πεθάνει και να είσαι ζωντανός, να χτυπάει ακόμη η καρδιά σου. Μιλάω για ανίατες αρρώστιες που σε κρατάνε πεθαμένο και ζωντανό ταυτόχρονα, και ο πραγματικός θάνατος έρχεται ως κάθαρση.
Υπάρχουν άνθρωποι που πονάνε κάθε μέρα και θέλουν να βάλουν τέλος στη ζωή τους, αλλά δεν τους αφήνουν να πεθάνουν, είναι τρέλα αυτό. Μιλάμε για ασήκωτους πόνους, σαν να έχεις έναν τρομερό πονόδοντο και να μη σε αφήνουν να βγάλεις το δόντι, το καλώδιο το ρημάδι. Και είναι εκ του πονηρού αυτά, γιατί σκέφτονται «αν πεθάνουν αυτοί, πώς θα ζήσουμε εμείς;».
Πιο κωλοφάρα από τους γιατρούς δεν υπάρχει, είναι οι πιο διεφθαρμένοι απ' όλους, τους σιχαίνομαι. Έχω προσωπική εμπειρία μαζί τους, με έχει στείλει κάποιος στον θάνατο. Με είχαν στείλει να κάνω κάποιες εξετάσεις για να δουν αν έχω ανοχή σε κάποια φάρμακα. Αυτοί που μου έκαναν τις εξετάσεις μου έλεγαν «όχι, μην τα πάρεις» και αυτός έλεγε «δεν πειράζει, θα το ξεπεράσεις».
• Οι εχθροί του λαού βρίσκονται ανάμεσά μας. Κυκλοφορούν άνθρωποι που λερώνουν τη ζωή μας με τον δικό τους τρόπο. Δεν έχω καλή γνώμη για τον σημερινό Έλληνα, ίσως κάποτε να ήταν αλλιώς. Σήμερα, δυστυχώς, έχω κακή γνώμη, αλλά έχω πολύ καλή γνώμη για τους νέους, επειδή έχει τύχει να τους ζήσω από κοντά.
Βλέπω καλές φάτσες νέων παιδιών που δεν πειράζουν κανέναν, απολαμβάνουν τη συντροφιά τους, πίνουν τα ποτά τους, καλοβαλμένοι άνθρωποι, χαρά Θεού. Είναι η ελπίδα, το καλό κομμάτι της κοινωνίας. Και τα αγαπάω αυτά τα παιδιά, μου αρέσει να περνάω και να ακουμπιόμαστε, γιατί είναι πολιτισμένα. Αυτός ο κόσμος μού αρέσει πολύ και νιώθω την ανάγκη να βρίσκομαι τριγύρω του. Μεταδίδουν μια ωραία ενέργεια και υπό αυτή την έννοια είναι το καλύτερο.
• Η ζωή μού έμαθε το εξής: αλίμονο αν δεν έχεις ανθρώπους να μοιραστείς τη χαρά σου. Γιατί στους πόνους λουφάζεις κάτω από το κρεβάτι, δεν θέλεις άλλους. Όταν, όμως, είσαι καλά και δεν έχεις κάποιον να το μοιραστείς, εκεί νιώθεις άσχημα. Και να σου πω κάτι; Καλύτερα σε ένα fast food με παρέα παρά στο καλύτερο εστιατόριο μόνος σου.
Ιnfo:
ΜΑΚΗΣ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΠΟΥΛΟΣ: ΝΕΑ ΕΡΓΑ
Εγκαίνια: Πέμπτη, 28 Νοεμβρίου στις 20.00
Διάρκεια έκθεσης: 28 Νοεμβρίου 2019 - 25 Ιανουαρίου 2020
Επιμέλεια έκθεσης: Θεόφιλος Τραμπούλης
Γκαλερί CITRONNE - Αθήνα
Πατριάρχου Ιωακείμ 19
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 15.11.2017