Α: Ο Λυκαβηττός είναι από τις γειτονιές που αναγκαστικά σου αρέσουν, αφού ό,τι ωραίο έχει η Αθήνα είναι η τοπογραφία της. Οι λόφοι μέσα στην πόλη. Και είναι πιο κοντά σε αυτό που λέγεται εποπτεία του τοπίου, κοντά σε πράσινο, σε μια πόλη που έχει πήξει στο τσιμέντο.
Μ: Έχουμε περάσει και από την Πλάκα, αλλά εμένα δεν με ενθουσίασε γιατί ήταν πολύ τουριστική. Παρόλο που υποτίθεται πως έχει αλλάξει εξακολουθεί να είναι τουριστική. Ήταν και στριμωγμένο το διαμέρισμα. Έχουμε φωτογραφίες των παιδιών απ' όταν μέναμε εκεί και ήταν η απελπισία η ίδια. Ένα σπίτι που κλαίει και άλλα τέτοια.
Μ: Η Αθήνα έχει μια ένταση. Μπορεί να μην είναι ωραίες οι πολυκατοικίες, αλλά δημιουργούν ένα πολύ έντονο οικοδομικό τετράγωνο. Ακόμα και το περπάτημα στο δρόμο έχει μια συνεχή εναλλαγή. Και όσοι ξένοι την επισκέπτονται δεν βρίσκουν ομοιότητες. Ούτε δύση είναι ούτε ανατολή.
Στην Ισπανία, μπροστά σ' ένα κτίριο, όλοι αναρωτιούνται ποιου αρχιτέκτονα είναι. Στην Ελλάδα δεν ενδιαφέρει κανέναν. Δεν με ενοχλεί αυτό. Με ενοχλεί που το κράτος δεν επενδύει σε Έλληνες αρχιτέκτονες για να φτιάξουν κτίρια. Γίνανε οι Ολυμπιακοί Αγώνες και, εκτός από του Καλατράβα, κανένα άλλο κτίριο δεν έχει ενδιαφέρον.
Α: Δεν έχει μια αστική παράδοση. Είναι το αποτέλεσμα της κατοίκησής της από ένα κομμάτι αγροτικού πληθυσμού που μεταφέρθηκε κάποια στιγμή στην πόλη. Οι δικοί μας ήρθαν από χωριά...
Μ: Για τους δικούς σου να μιλάς.
Α: ...Και το μόνο που ζητούσαν είναι πόσα δωμάτια έχει το διαμέρισμα και αν είναι διαμπερές. Δεν υπήρχε άλλη η απαίτηση. Και όλη αυτή η υπόθεση, ότι φταίνε οι εργολάβοι και οι πολιτικοί, είναι στρεβλή. Η διαμόρφωση μιας πόλης είναι αποτέλεσμα μιας σειράς από συνιστώσες που συμπεριλαμβάνει και τον κόσμο που μένει μέσα στα σπίτια.
Α: Δεν έχει συγκλονιστική αρχιτεκτονική ούτε συγκλονιστικούς αρχιτέκτονες η Ελλάδα. Είναι ένα σπορ που δεν το κάνουν συχνά. Δεν είχε ποτέ μεγάλο αρχιτεκτονικό ρεύμα. Δεν ζητούσε αυτή η κοινωνία αρχιτέκτονες και γι' αυτό δεν παρήγαγε αρχιτέκτονες. Τώρα αρχίζει με κάποιο τρόπο να το απαιτεί.
Μ: Έχουμε μπει στα σαλόνια. Οπότε αρχίζει πια και παίζει ρόλο. Τόσα χρόνια που δουλεύουμε στην Ελλάδα (22-23) βλέπουμε πια ξεκάθαρα ότι έχει αλλάξει. Όταν ξεκινήσαμε το θεωρούσαν σχεδόν περιττό, ενώ τώρα είναι αναγκαίο.
Α: Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η αρχιτεκτονική έχει όλα τα συστατικά της νεοπλουτίστικης λογικής. Αυτήν τη στιγμή η αρχιτεκτονική είναι υπόθεση ορισμένων ανθρώπων που έχουν κάποια χρήματα. Αυτοί ασχολούνται με αυτό. Είναι πολύπλοκο θέμα. Έχει να κάνει και με την ήττα της αρχιτεκτονικής το 1960. Με την εγκατάλειψη του οράματος για μοντέρνα πόλη. Έπαψαν τότε οι αρχιτέκτονες να ελέγχουν τις εξελίξεις στην πόλη. Τις ανέλαβαν άλλοι άνθρωποι.
Μ: Είναι μεγάλη η ικανοποίηση όταν παραδίδεις ένα έργο. Ειδικά όταν είναι δημόσιο το κτίριο. Στην κατοικία είναι πιο ιδιωτικό. Εκεί πάντα είχα ένα συναίσθημα ότι μου πήραν τα κλειδιά. Ενώ ήταν δικό μου όσο το δουλεύαμε, μετά, μια μέρα, μου το πήραν και τέλειωσε. Αλλά όταν φτιάξαμε το Μουσείο Μπενάκη ξαφνικά, την ημέρα που τέλειωσε και άνοιξε, ήταν τελείως διαφορετικό το συναίσθημα. Είδα τον κόσμο να κρατιέται από κάτι που έχουμε φτιάξει και να είναι ακριβώς όπως στις μακέτες. Αισθάνθηκα σαν να έχει μπει γκολ.
Α: Η αρχιτεκτονική είναι ένα κατεξοχήν ναρκισσιστικό επάγγελμα. Ζητά τη δημόσια επιβεβαίωση. Ψωνίζεσαι κιόλας, γιατί ξέρεις πως αυτά που έχεις φτιάξει θα διαρκέσουν στο χρόνο. Έτσι όταν κάνεις κάτι δημόσιο, συμβαίνει να είσαι πιο κοντά σε αυτό. Το Μουσείο Μπενάκη έχει κριθεί από χιλιάδες μάτια. Πράγματα σε σπίτια που έχουμε κάνει και μας έχουν ενθουσιάσει μπορεί να τα έχει δει μόνο αυτός που μένει. Αν κάνεις μια καλή δουλειά σε ένα δημόσιο κτίριο, η ευχαρίστηση πολλαπλασιάζεται.
Μ: Στην Ισπανία, μπροστά σ' ένα κτίριο, όλοι αναρωτιούνται ποιου αρχιτέκτονα είναι. Στην Ελλάδα δεν ενδιαφέρει κανέναν. Δεν με ενοχλεί αυτό. Με ενοχλεί που το κράτος δεν επενδύει σε Έλληνες αρχιτέκτονες για να φτιάξουν κτίρια. Γίνανε οι Ολυμπιακοί Αγώνες και, εκτός από του Καλατράβα, κανένα άλλο κτίριο δεν έχει ενδιαφέρον.
Α: Και του Καλατράβα η ελληνική κοινωνία το κρατάει στην άκρη. Όχι μόνο δεν το έχει εντάξει αλλά το κριτικάρει κιόλας.
Μ: Τώρα, η κριτική που γίνεται για το μουσείο της Ακρόπολης είναι ότι είναι μεγάλο, ότι δεν είναι ωραίο. Και γιατί το έφτιαξε ξένος. Δηλαδή αν το έφτιαχνε Έλληνας θα ήταν ωραίο; Εάν δεν υπάρξουν πράγματα και δεν γίνει κριτική πάνω σε αυτά, δεν θα υπάρξει ποτέ τίποτα καινούργιο.
Α: Πίσω από την κριτική υποβόσκει αυτό: «Έξω οι ξένοι». Είναι το δράμα της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Η εσωστρέφεια και ο χωριατισμός. Και αν γίνουμε κομμάτι αυτής της κατάστασης, δεν θα υπάρξουμε. Δεν είμαστε μια κοινωνία που μπορεί να πετύχει καλύτερα πράγματα από το Μουσείο της Ακρόπολης που χτίστηκε. Αυτό μπορούμε, αυτό κάναμε. Είναι στα μέτρα μας το μουσείο.
Μ: Υπάρχουν πελάτες που μας έχουν βοηθήσει πολύ να καταλήξουμε σε ένα σχέδιο. Υπάρχουν άλλοι που είναι πολύ δύσκολοι.
Α: Ένας φίλος μου αρχιτέκτονας μού είπε μια μέρα ότι ο αρχιτέκτονας είναι τσοπανόσκυλο. Έχεις απέναντί σου πρόβατα, που με κάποιον τρόπο πρέπει να επικοινωνήσεις μαζί τους. Να τα οδηγήσεις κάπου. Άρα υπάρχει ένας τρόπος καθοδήγησης, αλλά πρέπει να τον σπρώξεις και προς κάποια κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να τον ξέρεις. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με αυτά που πίστευε η Αριστερά κάποτε για τον όρο του χρήστη. Ότι εμείς δηλαδή οι αρχιτέκτονες είμαστε σαν γραμματείς που αυτόματα υλοποιούμε εντολές. Δεν συμβαίνει αυτό. Είναι πιο σύνθετη η διαδικασία. Είναι μια τέχνη που σχετίζεται με αυτόν με τον οποίο έχεις να κάνεις.
Μ: Ενώ στα άλλα μπορεί να συνεργαστούμε, όταν φτάνουμε να φτιάξουμε κάτι δικό μας γινόμαστε βίδες.
Α: Είναι πολύ δύσκολο να συνεργάζεσαι με αυτόν που ζεις κιόλας. Λίγοι άνθρωποι το καταφέρνουν. Χωρίζουνε πολλές φορές μέσα από την επαγγελματική τους σχέση. Εμείς γνωριστήκαμε από το Πολυτεχνείο, οπότε δεν καταλάβαμε πως έγινε. Ήταν όλα αυτονόητα.
Μ: Με πιάνει πολλές φορές το παράπονο που δεν έχουμε ποτέ το χρόνο να αναλάβουμε την πρωτοβουλία να ξεκινήσουμε πράγματα που έχουμε σκεφθεί κατά καιρούς. Να σπρώξουμε τις καταστάσεις. Με τον Βοτανικό, τον Ελαιώνα, το γήπεδο του Παναθηναϊκού στην Αλεξάνδρας. Υπάρχουν πράγματα που συνέχεια τα συζητάμε μεταξύ μας, αλλά ποτέ δεν έχουμε το χρόνο να τα βάλουμε σ' ένα κανάλι. Να κάνουμε μια δημοσίευση, να ξεκινήσει μια συζήτηση.
Α: Νομίζω πως ό,τι δώκαμε, δώκαμε. Στα νιάτα μου εισέπραξα μια απόρριψη που με οδήγησε μετά να κάνω μια οικονομία δυνάμεων. Σε πολλά πράγματα δεν μπορώ να διεισδύσω και να εκφέρω κάποιο λόγο. Δεν μπορέσαμε να ξεκλειδώσουμε αυτές τις διαδικασίες. Και αυτό συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους της γενιάς μας, που έχουν μια απίστευτη αποστροφή για τα κοινά. Κάναμε μια προσπάθεια μεγάλη, κυρίως ως αρχιτέκτονες, και ποτέ δεν κερδίσαμε, για παράδειγμα, ούτε σε ένα δημόσιο διαγωνισμό.
Α: Ατυχήσαμε από δασκάλους. Σκέφτομαι, μεγαλώνοντας, το παρελθόν και το καταλαβαίνω όλο και πιο πολύ αυτό. Ευτυχήσαμε βέβαια τρομερά από φίλους. Αν φτιάξαμε κάτι και χρωστάμε κάτι, είναι στους φίλους μας. Η παρέα μας είναι αυτή που μας οδήγησε να κάνουμε ό,τι κάναμε.
Α: Πάμε συχνά στους πεζόδρομους της Ακρόπολης. Θεωρώ ότι είναι ένα κολοσσιαίο έργο η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων. Έχει αλλάξει τελείως την αίσθηση στο κέντρο της πόλης. Είχε έρθει η κόρη μου, που σπουδάζει αρχιτεκτονική στο εξωτερικό, και όταν πήγε εκεί μου είπε ότι ήταν το συγκλονιστικότερο κομμάτι οποιασδήποτε πόλης που είχε επισκεφθεί.
Μ: Εμένα μου αρέσουν πολύ η Αθηνάς και η Ευριπίδου που είναι όλοι αυτοί οι αλλοδαποί και ξαφνικά αισθάνεσαι πως η Αθήνα είναι μια πολυσυλλεκτική πόλη. Πας και έχεις τελείως άλλες μυρωδιές. Μη ελληνικές.
σχόλια