Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη. Ο μπαμπάς μου διατηρούσε ένα εμπορικό κατάστημα με κρέατα και είδη μαναβικής σχετικά κοντά στην πλατεία Ταξίμ. Τα παιδικά μου χρόνια εκεί ήταν κλειστά: σπίτι - Ζωγράφειο - εκκλησία - οικογενειακό κατάστημα. Η μειονότητα δεν ερχόταν εύκολα σε επαφή με τους γείτονες. Η συνοικία μας ήταν πολυπολιτισμική, γεμάτη Aρμένιους, Eβραίους, Τούρκους, Κούρδους. Το αίσθημα φόβου κυριαρχούσε διότι το γεγονός των διωγμών ήταν συχνό και πολύ κοντινό χρονικά. Στο πίσω μέρος του μυαλού σου σκεφτόσουν ότι πάντα κάτι θα συνέβαινε.
• Μέσα στα σπίτια τα γλέντια και τις χαρές των κοινωνικών συναναστροφών δεν μπορούσε τίποτα να τα εμποδίσει ούτε να τα κατευνάσει. Αλλά στον δρόμο υπήρχαν πινακίδες που έγραφαν «Πατριώτη, μίλα τουρκικά», άρα το να μιλάς ελεύθερα ελληνικά ήταν σχεδόν απαγορευτικό. Αυτή η συστολή είναι που αποκαλώ φόβο. Ο αυτοέλεγχος στην έκφραση είναι κάτι με το οποίο μεγάλωσα. Σήμερα καταλαβαίνω πως ο φόβος δεν ήταν μόνο δικός μας αλλά κυρίως των Τούρκων απέναντι τις μειονότητες.
• Όταν αποφασίσαμε πως δεν μας σήκωνε άλλο ο τόπος, φύγαμε σταδιακά από την Πόλη. Πρώτοι αποχώρησαν οι παππούδες-γιαγιάδες κι έναν χρόνο μετά, το 1973, φύγαμε και οι υπόλοιποι. Ήμουν 13 ετών όταν έφτασα στην Αθήνα. Το πρώτο μας σπίτι ήταν στα Πατήσια. Ο μπαμπάς κατάφερε να ανοίξει το κρεοπωλείο του στην Αχαρνών μετά από αρκετά χρόνια. Εγώ, όμως, ξετρελάθηκα από την πρώτη στιγμή με το φως, την αίσθηση ότι μπορούσα να μιλάω ελεύθερα, με το ότι έβγαινα έξω να περπατήσω και να παίξω ανενόχλητος. Ένα πράγμα μόνο δεν μπορούσα να χωνέψω: ότι δεν φτιάχνατε το προφιτερόλ με αυτήν τη ζεστή σοκολάτα που είχα μάθει στο ζαχαροπλαστείο του Κωνσταντινουπολίτη φίλου μου Αλέξη.
Το θέατρο είναι η απόλυτη ψυχική έκθεση, αλλά όχι χώρος για ψυχανάλυση. Φράσεις του τύπου «στη σκηνή ψυχαναλύομαι» μου φαίνονται κωμικές. Οι άνθρωποι που έχουν κάτσει στο ντιβάνι ξέρουν πόσο σοβαρή κι επώδυνη δουλειά είναι αυτή για να την ξεπετάς με τέτοια τσιτάτα.
• Τις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου έφευγα από το 18ο Γυμνάσιο και έβγαινα στην Πατησίων εκεί κοντά στο ζαχαροπλαστείο της Χαράς για να εισπνεύσω αυτή την τρομακτική διέγερση της πόλης. Από το κλειστοφοβικό περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης βούτηξα στη λαχτάρα, στην ταραχή της Ιστορίας, σε ένα αστικό τοπίο όπου η δύναμη του πλήθους με παρέσυρε.
• Η ανάμνηση από την Κωνσταντινούπολη θα είναι πάντοτε υπέροχη. Εκεί είναι οι ψυχικές μου αποσκευές στην πραγματικότητα. Το υλικό που πήρα μαζί φεύγοντας παραμένει ένας μεγάλος πλούτος, διότι στις αναμνήσεις δεν κυριαρχεί ποτέ ο φόβος. Επέστρεψα στην Πόλη τη δεκαετία του '90 για να κλείσουμε κληρονομικές εκκρεμότητες. Έπρεπε να πουλήσουμε το υπέροχο, ξύλινο πατρικό μας στον Βόσπορο. Τέσσερα εκατομμύρια δραχμές πήραμε για το σπίτι στο οποίο έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Σήμερα μιλάμε πια για μια άλλη πόλη, άγρια. Ο συντηρητισμός υπήρχε πάντα στη γείτονα χώρα, αλλά πλέον οι Τούρκοι έχουν διαλέξει πλευρά και γυρίζουν πίσω στον χρόνο, όπως κάνει και όλος ο πλανήτης. Όπως κάνουμε κι εμείς.
• Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε ένα φιλικό σπίτι με ανεμπόδιστη θέα στην οθόνη ενός θερινού κινηματογράφου. Τα βράδια μαζευόμασταν, σερβίραμε το οικογενειακό γεύμα και στις 9:30 ξεκινούσε η προβολή. Με μάγευε το σινεμά, ήθελα να γίνω κομμάτι του. Έπειτα, οι Κωνσταντινουπολίτες είχαμε έναν αέρα αστικής συμπεριφοράς. Από τα ρούχα ως τις συνήθειες και τους τρόπους συνομιλούσαμε με τα ευρωπαϊκά δρώμενα. Ίσως σε αυτή την πρώτη πηγή ναρκισσισμού να κόλλησα το μικρόβιο της υποκριτικής.
• Πριν από την υποκριτική, έκανα το καθήκον μου και μπήκα στο πανεπιστήμιο. Ανήκω στην υπερπληθή ομάδα των ηθοποιών που πέρασαν από τη Νομική Σχολή. Πτυχίο δεν πήρα ποτέ, καθώς με έκοβε διαρκώς η Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη στο Ρωμαϊκό Δίκαιο. Ταυτόχρονα έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό και στο Θέατρο Τέχνης. Απέτυχα και στα δύο. Καλώς μάλλον, διότι ήμουν άπειρος και χωρίς συνείδηση του τι πήγαινα να κάνω. Βρέθηκα εν τέλει στην σχολή της Ευγενίας Χατζίκου, που δεν υπάρχει πια, και το 1980, όταν αποφοίτησα, έλαβα μέρος σε κάποιες παραστάσεις που ετοίμαζε ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Βλάσσης στην Ελληνοαμερικανική Ένωση με τους σπουδαστές του έτους. Ήμασταν τότε μαζί με τον Χάρη Ρώμα, την Πέμη Ζούνη, τον Χρήστο Ευθυμίου. Ο πρώτος μου ρόλος ήταν στους Επτά επί Θήβας, όπου κρατούσα ένα κοντάρι. Το 1984, ένας φίλος που συμμετείχε στους Πέρσες που ανέβαζε ο Μινωτής αποχώρησε, πήρα τη θέση του και τα πράγματα δρομολογήθηκαν.
• Στο σπίτι, η οικογένεια ουδέποτε αποδέχτηκε την απόφασή μου να γίνω ηθοποιός, διότι έμπαινα σε μια επαγγελματική περιοχή που δεν γνώριζαν καθόλου. Ίσως κι εγώ να μην το υποστήριζα με το απαιτούμενο πάθος. Είχαν την ανασφάλεια ότι ασχολούμαι με κάτι στο οποίο δεν μπορούν να βοηθήσουν. Ήταν σαν να τους αχρήστευα.
• Σήμερα θέλω να είμαι ξεκάθαρος: εγώ ζω από αυτήν τη δουλειά. Άρα τα περιθώρια επιλογής δεν είναι πολύ μεγάλα. Η ζωή του ηθοποιού είναι ένας δρόμος με διαρκή διλήμματα. Πρέπει να κάνω τις επιλογές εκείνες που θα μου επιτρέψουν να βιοπορίζομαι 365 μέρες τον χρόνο. Συνεπώς, απ' όσα μου προτείνονται, τα πρώτα που ξεσκαρτάρω είναι αυτά που δεν έχουν χρήματα. Στις 4-5 προτάσεις που απομένουν στη συνέχεια αρχίζω να σκέφτομαι βάσει καλλιτεχνικών κριτηρίων και προσωπικού ρίσκου.
• Με τα χρόνια μαθαίνεις τους ανθρώπους και το ποιόν τους, τη συμπεριφορά τους, αν κρατούν τον λόγο τους. Πληρώνεις για να μάθεις. Όρισα έγκαιρα τον χώρο μέσα στον οποίο θα πορευόμουν και τήρησα τα στάνταρντ που έβαλα στον εαυτό μου. Δεν έκανα διαφήμιση τις λίγες φορές που μου πρότειναν, δεν δέχτηκα τα πρόσκαιρα χρήματα. Είναι σημαντικό να είναι κανείς ευχαριστημένος με τα λίγα.
• Δεν ονειρεύτηκα σπίτια και κότερα, δεν αγόρασα αυτοκίνητο. Για χρόνια ατελείωτα έμενα στον Χολαργό. Είχα και μια μοτοσικλέτα. Όταν έφυγα από τα βόρεια και κυρίως όταν ένιωσα ότι μεγάλωσα την πούλησα. Σήμερα μένω στα Εξάρχεια, κινούμαι πια αποκλειστικά με τα πόδια και το ποδήλατό μου. Έχω τόσο αφοσιωθεί στις επιλογές μου, που ακούω γι' αυτήν τη νέα κάρτα των μέσων μεταφοράς και δεν καταλαβαίνω για τι μιλάνε. Το κέντρο το ανακάλυψα τα τελευταία δύο χρόνια και το αγάπησα. Ζούμε σε μια πόλη όπου μπορείς να κάνεις τα πάντα περπατώντας. Θέλω να μπορώ να ορίζω το πρόγραμμά μου με το σώμα μου.
• Είναι καλό να γεύεται κανείς τις χαρές της ζωής σε συνάρτηση με την ηλικία του. Τα πράγματα έχουν νόημα όταν τα λαχταράς, όχι όταν τα κυνηγάς. Δεν νιώθω ότι γέρασα, αλλά θέλω να αντιμετωπίζω τον εαυτό μου με άλλους ρυθμούς.
• Το καταφύγιό μου παραμένει το σπίτι μου. Είναι σκληρό να μη θέλεις να επιστρέφεις στην εστία σου. Πρέπει κανείς να βρίσκει το θάρρος να απεμπλέκεται από ψυχοφθόρες καταστάσεις που γεννούν ασθένειες και τον απομακρύνουν από κάτι τόσο ζωτικό όσο το σπίτι του. Στον δημόσιο αθηναϊκό χώρο με γοητεύει πάντα μια βόλτα στην Καλλιδρομίου, μια στάση στον Εθνικό Κήπο και ενίοτε το καφέ του Νομισματικού Μουσείου.
• Δεν μπορώ να πω ότι η Αθήνα μου αρέσει. Δεν είναι ωραία πόλη αν και θα μπορούσε να είναι συγκλονιστική. Τόσο συμπυκνωμένη Ιστορία σε λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα, με διαστρωματώσεις κι επιδράσεις πολιτισμών, πολύ δύσκολα εντοπίζει κανείς στον κόσμο. Παρά τα όσα λέγονται, οι άνθρωποι δεν αγαπούν το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Δικαίως, λοιπόν, και οι πολιτικοί κάνουν τη δουλειά τους: τους ψηφίσαμε για να μένουν άπραγοι. Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς γιατί μια πόλη ζέχνει μόλις 50 μέτρα από το δημαρχιακό της μέγαρο. Δεν επιθυμούμε αλλαγές. Θέλουμε αυτό το κράμα μεσανατολικής πόλης: να ανεβαίνουμε στον Λυκαβηττό και να βλέπουμε αυτό τον κάμπο των κεραιών.
• Στους ανθρώπους εκτιμώ πολύ την ευγένεια. Είναι ένα χαμένο αυτονόητο. Ό,τι διδάχτηκα ως στοιχείο πολιτισμού, καλλιέργειας και καλής ανατροφής σήμερα αποτελεί πολυτέλεια. Δεν νοιάζεται κανείς να βελτιωθεί λίγο. Δεν επιθυμεί να ξεφύγει από τον μέσο όρο. Κάποιοι πιστεύουν ότι είναι επανάσταση το να είσαι αγενής. Εγώ το θεωρώ δείγμα συντηρητισμού.
• Η μεγαλύτερη πολυτέλεια που κέρδισα από τη δουλειά μου είναι τα ταξίδια και ο δωρεάν χρόνος. Δεν μου στερεί χρόνο η καταξίωση, γιατί έχω συνειδητοποιήσει ότι ο ελεύθερος χρόνος είναι η πραγματική ζωή. Ξέρετε, μου αρκούσε να είμαι σε ένα καλό θέατρο και να αμείβομαι ικανοποιητικά. Δεν έψαχνα ποτέ το παραπάνω, δεν θέλησα να γίνω πλούσιος, άρα δεν γέμισα το πρόγραμμά μου με χιλιάδες δουλειές που θα μου χάριζαν αμοιβές, αλλά θα μου στερούσαν ανάσες.
• Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μου αρέσουν τα χρήματα ή η καλοπέραση, δεν θα θυσιαστώ όμως κιόλας για να τα αποκτήσω. Άλλωστε, μεγάλωσα με την εγκράτεια και το άγχος των συναλλαγών. Οι δικοί μου ήταν άνθρωποι του μεροκάματου που ζούσαν με την είσπραξη της ημέρας. Η οικονομική επισφάλεια ήταν διαρκώς παρούσα. Ευτυχώς, ήταν σχεδόν αδύνατο μετά από αυτή την ανατροφή να πάρω διακοποδάνειο. Πολλές φορές σκέφτομαι πως το γεγονός ότι υπήρξα ολιγαρκής με γλίτωσε από τη λαίλαπα της κρίσης. Η ζημιά της ύφεσης αυτή είναι: μια ολόκληρη κοινωνική ομάδα συνειδητοποίησε ότι έκανε πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει.
• Αγαπώ τα τραγούδια που έχουν μέσα τους μια ιστορία, όπως τα ρεμπέτικα. Μια τσαχπίνα, μια μπεμπέκα, ένα χασαπάκι, χτίζουν μια ιστορία από το τίποτα. Ο δεύτερός μου πόλος είναι η κλασική μουσική. Δεν θεωρώ ότι η μουσική είναι συνοδευτικό μιας κατάστασης. Είναι μια κατάσταση από μόνη της. Όταν ακούω μουσική δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Είναι σαν αυτούς που έχουν το τέλειο φιλέτο και το λούζουν σάλτσες. Εγώ θέλω να το γευτώ μόνο με αλατοπίπερο. Θέλω να αναγνωρίζω στα πράγματα την αληθινή τους αξία.
• Έχω πράγματι ακούσει να μου αποδίδουν τον τίτλο του κινηματογραφικού ηθοποιού. Το σινεμά απαιτεί ακρίβεια στα εκφραστικά μέσα και έλεγχό τους. Δεν θεωρώ ότι υπάρχουν διαφορές στις θεατρικές και κινηματογραφικές ερμηνείες. Ο Λογοθετίδης κι ο Αυλωνίτης πήγαν σε κάποια σχολή κι έγιναν καλοί στο σινεμά; Η επιμονή να διαχωρίζουμε τα πράγματα και να τα κάνουμε πιο συγκεκριμένα δεν έχει νόημα. Για μένα υπάρχει μόνο η αίσθηση της αναπνοής. Για να σας κάνω, όμως, το χατίρι, αναγνωρίζω ότι έχω μια ικανότητα να αντιλαμβάνομαι το σώμα μου καλύτερα μπροστά στην κάμερα.
• Στην Αγριόπαπια που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Τάρλοου στο θέατρο Πορεία υποδύομαι τον Βέρλε, έναν πλούσιο έμπορο ξυλείας ο οποίος έκανε με τον συνέταιρό του, τον Έγκνταλ, μια απάτη σε δασικές εκτάσεις, αλλά τελικά κατάφερε να γλιτώσει τη φυλακή. Ταυτόχρονα, επειδή τον πίεζε πολύ η γυναίκα του, είχε διάφορες περιπέτειες με υπηρέτριες, μία εκ των οποίων έμεινε έγκυος. Φρόντισε, λοιπόν, να την παντρέψει με το γιο του συνεταίρου του. Είναι μια κλασική περίπτωση τύπου που κοιτάζει το συμφέρον του, την ύπαρξή του. Η κοινωνία μας είναι γεμάτη από Βέρλε.
• Απορούμε ακόμα που υπάρχει εγωισμός; Που υπάρχει βία και κακία; Κατά το παρελθόν, ο άνθρωπος έχει βάλει χιλιάδες συνανθρώπους του στον φούρνο κι ακόμα απορούμε; Σήμερα, που επιστρέφουμε στα πιο κτηνώδη ένστικτά μας; Η κοινωνία της «Αγριόπαπιας» δεν έχει αρχές και αξίες. Βασικό ζήτημα του Ίψεν είναι αν πρέπει κανείς να λέει τελικά την αλήθεια. Στο έργο αποδεικνύεται ότι η αναζήτηση της αλήθειας έχει καταστροφικές συνέπειες. Έχει πάντα σημασία πώς θα πεις κάτι και κυρίως αν κάποιος επιθυμεί να βρίσκεται σε πλάνη. Η ελληνική κοινωνία, για παράδειγμα, όχι μόνο επιθυμεί αλλά επιλέγει συνειδητά την πλάνη και κατευθύνεται προς τα εκεί. Αυτό είναι το βαθύτατα πολιτικά επικίνδυνο. Ο πλανήτης πια συντηρητικοποιείται και ο φανατισμός βρίσκει έρεισμα.
• Τα προηγούμενα χρόνια δίδαξα στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και σε διάφορες ακόμα δραματικές σχολές. Φέτος έβαλα στην άκρη αυτή τη δραστηριότητα. Δεν εγκαταλείπω τη διδασκαλία, απλώς το δοκίμασα πολύ πυκνά τα τελευταία χρόνια και παίρνω αποστάσεις για να καταλάβω τι δεν πρέπει να κάνω. Νομίζω ότι χρειάζεται να γίνω πιο αυστηρός με τους σπουδαστές. Θέλω να δίνουν το παρών στο μάθημα, αλλά δεν με ενδιαφέρει το αν θα έχουν ετοιμάσει την εργασία τους. Απαιτώ την παρουσία τους γιατί έχω πληρωθεί γι' αυτό, αλλά το πώς ο καθένας θα αξιοποιήσει την υπηρεσία που του παρέχω είναι δικό του θέμα. Αγαπημένη αυτοδιάθεση.
• Με τους σκηνοθέτες δεν μου είναι απαραίτητη αυτή η ελευθερία. Ο σκηνοθέτης είναι ένας πατέρας στον οποίο οφείλω να υποταχθώ παντελώς. Αυτή είναι η δουλειά μου και σε αυτό το πεδίο θα κινηθεί η συνύπαρξή μας. Είναι μια ευνουχιστική σχέση. Εκείνος έχει το όραμά του κι εγώ θα το υπηρετήσω συνειδητά. Η σύγκρουση και η αντίδραση αυτής της οιδιπόδειας σχέσης καταλήγει σε έργο τέχνης. Μετουσιώνεις τη δυσαρέσκεια σε ρόλο και όλα αποκτούν σημασία.
• Ο κριτικός θεάτρου είναι ένα άλλο είδος πατέρα που σε ορίζει και κατά κάποιον τρόπο σου δίνει μια ταυτότητα. Σε τοποθετεί κάπου. Λαμβάνω σοβαρά υπ' όψιν τις κριτικές των ειδικών που εκτιμώ και όχι το ποστάρισμα του κάθε τυχάρπαστου. Υπάρχει, όμως, ένα βλέμμα που αναζητώ και υπολογίζω περισσότερο από καθετί: εκείνο του φωτιστή, του τεχνικού, του εργάτη που δουλεύει στο θέατρο κι έχει παρακολουθήσει την παράσταση και την απόδοσή μου σε όλη της την πορεία. Είναι τα βλέμματα των ανθρώπων που ξέρουν τα πάντα, αλλά δεν μιλούν. Ανεξάρτητα από το κριτήριό τους, αυτοί οι τύποι έχουν μια διαρκή παρατήρηση που με ενδιαφέρει πολύ.
• Στις συνεντεύξεις δεν περνάω καλά. Δεν ξέρω πώς σας είπα τόσα πράγματα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί μπορεί κάποιος να ενδιαφέρεται για τη ζωή μου. Εγώ δεν ρωτάω τον θεατή ποια είναι η προσωπική του ιστορία. Άλλωστε ένας ηθοποιός μιλάει ερήμην του για την ύπαρξή του με τις ερμηνείες του. Ένα καλό, γυμνασμένο μάτι καταλαβαίνει. Το θέατρο είναι η απόλυτη ψυχική έκθεση, αλλά όχι χώρος για ψυχανάλυση. Φράσεις του τύπου «στη σκηνή ψυχαναλύομαι» μου φαίνονται κωμικές. Οι άνθρωποι που έχουν κάτσει στο ντιβάνι ξέρουν πόσο σοβαρή κι επώδυνη δουλειά είναι αυτή για να την ξεπετάς με τέτοια τσιτάτα. Να, αυτή είναι μια συμβουλή που δίνω στους μαθητές μου: «Να μη λέτε ανοησίες κι ευκολίες στις συνεντεύξεις».
Ιnfo:
Ο Θέμης Πάνου συμμετέχει στην «Αγριόπαπια» του Ερρίκου Ίψεν που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου στο θέατρο Πορεία (Τρικόρφων 3-5 και 3ης Σεπτεμβρίου 69, τηλ. 210 8210991). Συμμετέχει επίσης στην ταινία Lines που σκηνοθετεί ο Βασίλης Μαζωμένος.