ΕINAI NYXTA KAI EIMAI στην Ομόνοια. Ένα μπαγκλαντεσιανό ψιλικατζίδικο ρίχνει το κίτρινο φως του στον δρόμο μέσα από καρπούζια, πεπόνια, νεκταρίνια και αυτοκόλλητα που διαφημίζουν κάρτες κινητής τηλεφωνίας.
Δύο άντρες κουβαλάνε πλαστικά μπουκάλια με νερό και γεμίζουν το ψυγείο. Με χαιρετούν και με ρωτάνε τι θέλω. Γύρω μας κανείς. Μόνο δύο καφέ κατσαρίδες που κάνουν κόντρες ταχύτητας στην άσφαλτο.
Προφανώς είναι Αύγουστος.
Αυτή η ζέστη απ’ το τσιμέντο μαζί με τις ατέλειωτες ώρες που καίει ο ήλιος κάνουν την πόλη αργή. Ο κόσμος του κέντρου έχει ανανεωθεί. Λίγο λιγότεροι βιαστικοί τύποι. Λίγο λιγότεροι νευρωτικοί οδηγοί.
Εκτός από τους υπαλλήλους στα γραφεία και τους εργάτες του δήμου στα αιώνια κατασκευαστικά έργα, πλέον το πρωί κυκλοφορούν και τουρίστες στο κέντρο. Κάνουν όλα τα χαζά τουριστικά πράγματα που ξεκουράζουν το βλέμμα. Πίνουν Άπερολ απ’ τις δέκα. Βγάζουν τις μπλούζες τους. Χαζολογούν στη γλώσσα τους. Ντύνονται όμορφα. Μυρίζουν όμορφα. Αντηλιακό και τζελ, αποσμητικό και θάλασσα. Μετά την υποχρεωτική παγίδευση μόνο με Έλληνες το ’20-’21, η παρουσία τους είναι θεϊκό δώρο.
Βιβλιοπωλεία, γκράφιτι, διεθνής νεολαία, ερασμίτες που απλώς ερωτεύονται εδώ και αυτή η χαλαρή ρύπανση από τις αφίσες και τους μαρκαδόρους στις εισόδους των βανδαλισμένων πολυκατοικιών. Έχουν όλα ώρες ώρες κάτι σιχαμένα γοητευτικό.
Φυσικά, είναι μία από τις λίγες χρονιές που οι ντόπιοι δυσφορούν πού και πού με τους επισκέπτες. Δεν είναι περίεργο. Μες στις δύσκολες οικονομικές τους συνθήκες εκλαμβάνουν τον Αύγουστο στην πόλη ως μια προσωπική ήττα. Ως μια απόκλιση, κάτι το αφύσικο. Σαν να ’ναι κανείς ριγμένος, και μάλιστα στα σαράντα και στα πενήντα του, έξω από το Greek Summer και το Greek Dream στο οποίο αφελώς είχε πιστέψει.
Ο ήχος της βαλίτσας που σέρνεται αργά τη νύχτα στους δρόμους και οι μεθυσμένοι τουρίστες που ψάχνουν τα κλειδιά του Airbnb προφανώς κάνουν πολλούς Αθηναίους και Αθηναίες να αισθάνονται απειλή. Οι ευγενικοί άνθρωποι που ξετρελαίνονται με την πόλη ούτε που φαντάζονται πώς είναι να εργάζεσαι στο Κολωνάκι και να μένεις στο Ίλιον.
Μέσα σ’ αυτή την υποχρεωτική βραδύτητα του Αυγούστου μπορεί κανείς να παρατηρήσει με περισσότερη άνεση την παράδοξη αρχιτεκτονική της Αθήνας. Να διαβάσει την ιστορία στις προσόψεις των κτιρίων, όχι στον Παρθενώνα μόνο αλλά και στα παρατημένα ερείπια του κέντρου, στα δημόσια κτίρια ή στα κακοσυντηρημένα ιδιωτικά διαμερίσματα, στις πόρτες και στις αυλές που φανερώνουν όψεις των πρόσφατων περιπετειών της χώρας.
Τα λίγα φώτα στα σπίτια εντείνουν την αίσθηση της βραδύτητας. Μοναχικά φωτεινά παράθυρα διακόπτουν το γκρι. Τα κατεβασμένα στόρια απ’ τα καταστήματα κάνουν τα κτίρια εσωστρεφή, κρυμμένα κάπου κεντρικά, χαμένα στις σκέψεις τους. Οι λογαριασμοί που επιδόθηκαν, αλλά δεν ανοίχτηκαν, είναι κάποιου είδους νίκη. Πολύ προσωρινή. Ήσυχα μπαρ και συνοικιακές ταβέρνες σπάνε την τσιμεντίλα. Μυρίζουν ωραία τα φαγητά τους.
Βιβλιοπωλεία, γκράφιτι, διεθνής νεολαία, ερασμίτες που απλώς ερωτεύονται εδώ και αυτή η χαλαρή ρύπανση από τις αφίσες και τους μαρκαδόρους στις εισόδους των βανδαλισμένων πολυκατοικιών. Έχουν όλα ώρες ώρες κάτι σιχαμένα γοητευτικό.
«Οι πόλεις είναι το μεγάλο εργαστήρι της ανθρωπότητας», εκεί συμβαίνουν και αποθηκεύονται καθημερινά οι χημικές μας αντιδράσεις, σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα Paul Chemetov (Η σαγήνη της Αρχιτεκτονικής, συλλογικό, Άγρα).
Αυτό το καλοκαίρι η πόλη είναι και πάλι πόλη. Πάμε σε συναυλίες live και όχι σε κάποιο κλειστοφοβικό live streaming. Τα θερινά έχουν πάλι την ανεμελιά και τη μαγεία του θερινού. Αγγιζόμαστε χωρίς πολλά λόγια. Το online τρώει το συντριπτικό χτύπημα που του αξίζει. Τα γυμνά σώματα στις παραλίες και οι χορευτές στα μπαρ επισκιάζουν το κινητό που κάτω απ’ τον καυτό ήλιο και τον θόρυβο των τζιτζικιών μοιάζει απλώς μια ανήμπορη, πολύ ενοχλητική, θερμαινόμενη συσκευούλα.
Ίσως έτσι επανήλθαμε σ’ αυτή την επιλεκτική όραση που σου επιτρέπει να ζεις σ’ αυτήν τη χώρα χωρίς να φθείρεσαι. Θυμηθήκαμε γιατί μένουμε εδώ. Φέτος το καλοκαίρι η πόλη είναι αυτό το εργαστήριο που λέει ο Chemetov, με ζωντανούς ανθρώπους που χορεύουν ιδρωμένοι. Αντίο avatars, είστε άοσμα.
Ώρες ώρες οι χημικές αντιδράσεις απ’ όλα αυτά που συμβαίνουν και απ’ την καλοκαιρινή τριβή με τους άλλους είναι τόσο έντονες που σκέφτομαι ένα συγκεκριμένο τραγούδι. Είναι αυτό που ο Δεληβοριάς βλέπει μια τύπισσα να περνάει και πέφτει σε έκσταση στο κέντρο της πόλης. Η Σταδίου κι η Σίνα τού φαίνονται μαγικές. Μου διαφεύγει ο τίτλος.