Το «Υπάρχω» του Καζαντζίδη και η εκλογίκευση της καψούρας

Το «Υπάρχω» του Καζαντζίδη και η εκλογίκευση της καψούρας Facebook Twitter
Το τραγούδι «Υπάρχω», που σημάδεψε την πορεία του Στέλιου Καζαντζίδη, σε πρώτη ανάγνωση είναι ένα σαφέστατα ερωτικό τραγούδι.
0

Η TAINIA «ΥΠΑΡΧΩ» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, με θέμα τη ζωή του θρύλου του λαϊκού τραγουδιού Στέλιου Καζαντζίδη, έχει ξεσηκώσει μια άνευ προηγουμένου διαμάχη κι έναν νέο πολιτιστικό πόλεμο ανάμεσα στους θαυμαστές του κορυφαίου τραγουδιστή και σε όσους αμφισβητούν είτε την αξία του ως καλλιτέχνη, είτε τον κόσμο που πρέσβευε, είτε την ίδια την ταινία. Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό αντεγκλήσεων και διαφωνιών, βρέθηκε στο επίκεντρο του σχολιασμού και το ομώνυμο τραγούδι σε μουσική Χρήστου Νικολόπουλου και στίχους του Πυθαγόρα από τον επίσης ομώνυμο δίσκο-σταθμό του 1975.

Το τραγούδι «Υπάρχω», που σημάδεψε την πορεία του Στέλιου Καζαντζίδη, σε πρώτη ανάγνωση είναι ένα σαφέστατα ερωτικό τραγούδι. Αυτήν τη φορά, όμως, κατηγορήθηκε από πολλές πλευρές πως οι στίχοι του προβάλλουν την τοξική αρρενωπότητα και την υποτίμηση της γυναίκας και πως αποτελούν εκδήλωση ενός υπερφίαλου και υπερτροφικού αντρικού Εγώ που θέλει να αφανίσει τη βούληση της γυναίκας και να επιβάλει την ύπαρξή της μόνο μέσω της ύπαρξης του άντρα. Ειδικότερα, στίχοι όπως το «Υπάρχω/κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω,/σκλάβα τη ζωή σου θα ’χω/κι ας βαδίζουμε σε δρόμους χωριστούς» ή το «Είμαι και αρχή και φινάλε/Και στη σκέψη σου βάλε/Πως αν κάνεις δεσμό/Μέσ' σε λίγο καιρό/Θα χωρίσεις γιατί/Θα υπάρχω εγώ» κρίθηκαν ως εξαιρετικά προβληματικοί και ενδεικτικοί μιας τοξικής αντρικής κτητικότητας.

Τι διαφορά έχει, όμως, το «Υπάρχω» από άλλα ανάλογα τραγούδια του είδους; Μήπως είναι το μοναδικό τραγούδι όπου το ερωτικό υποκείμενο, πληγωμένο και καταρρακωμένο από την ερωτική απόρριψη, απαιτεί παραλογιζόμενο την αιώνια αφοσίωση του αντικειμένου του πόθου του; Ίσως αυτό το «Υπάρχω» που προτάσσεται τόσο κατηγορηματικά και απόλυτα στην αρχή να ενοχλεί. Ίσως να ευθύνεται και η καθηλωτική προσωπικότητα και ερμηνεία του Καζαντζίδη με την οποία συνδέθηκε.

Το τραγούδι «Υπάρχω» όχι μόνο δεν έχει κάποια έμφυλη διάσταση αλλά δεν είναι και τίποτε άλλο παρά το παραλήρημα και οι τελευταίες εκλάμψεις ενός συντριπτικά ηττημένου Εγώ. Παρά τα όσα υποστηρίζει, σημαίνει τα ακριβώς αντίθετα.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Καζαντζίδης, για ευνόητους λόγους που είχαν να κάνουν με τη διατήρηση του μύθου του, στην εισαγωγή του δίσκου, προλογίζοντας το «Υπάρχω», έδωσε μια εντελώς διαφορετική εκδοχή για το τραγούδι: «Ο τίτλος είναι συμβολικός και αφορά εσάς και εμένα. Υπάρχω, σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος, απ’ τον καιρό που εσείς, οι γνωστοί και άγνωστοι φίλοι μου, με αγαπήσατε και με κάνατε δικό σας. Υπάρχω, εφόσον εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι εκφράζω τους καημούς, τα προβλήματά σας, την πίκρα της ξενιτιάς, το μόχθο του εργάτη, την εγκατάλειψη, τη μοίρα του ανθρώπου της συνοικίας».

Στέλιος Καζαντζίδης - Υπάρχω

Ωστόσο, δεν είναι η πρώτη φορά που το «Υπάρχω» βρέθηκε στο στόχαστρο. Σε άλλες, πιο ανύποπτες εποχές, η Αρλέτα σε συνέντευξή της στον Αντώνη Μποσκοΐτη είχε δηλώσει πως το «Υπάρχω» είναι ένα «άκρως φασιστικό» τραγούδι ενώ, αντίθετα, η Λένα Πλάτωνος υποστήριξε πως: «Ο άνθρωπος αυτός υποβάλλει στο ερωτικό του αντικείμενο την ιδέα ότι είναι ο ένας και μοναδικός στη ζωή της. Είναι σίγουρος, όμως, ή απλώς της το λέει για να την ταρακουνήσει από το τελείωμα της σχέσης τους; Καθόλου δηλαδή αυτονόητο ότι κι αυτός είναι σίγουρος για τη θέση του δίπλα της, παρ' όλη την πρόταξη του Εγώ του». Η πιο σωστή ερμηνεία βρίσκεται μάλλον στην πολύ πιο ροκ διασκευή του Δημήτρη Πουλικάκου, που είδε το «Υπάρχω» ως αυτό που είναι: το παρανοϊκό παραλήρημα ενός διαταραγμένου ή απλώς τρελαμένου από έρωτα και την ιλαροτραγωδία που κρύβεται πίσω από τους στίχους.

Οι σημερινές αντιδράσεις για το «Υπάρχω» ανακινήθηκαν μεν εξαιτίας της ταινίας αλλά δεν είναι παρά μία ακόμα εκδήλωση της κουλτούρας της ακύρωσης και της επίδρασης της πολιτικής ορθότητας σε πολιτιστικά έργα του παρελθόντος. Η επανατοποθέτησή μας απέναντι σε καλλιτεχνικά έργα που απηχούν απόψεις μη ανεκτές για τη σημερινή εποχή μέχρι ενός σημείου είναι κατανοητές. Όταν, όμως, η συζήτηση αφορά δημιουργίες ενός κατεξοχήν μεταφορικού, αλληγορικού και διόλου ορθολογικού λόγου, και μάλιστα ανοιχτού σε πολλαπλές ερμηνείες, τα πράγματα περιπλέκονται.

Δεν είναι η πρώτη φορά που για τις ανάγκες της πολιτικής ορθότητας, οι στίχοι ενός παλιότερου τραγουδιού μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Έχουμε ακούσει παρόμοια σχόλια για την εκούσια υποταγμένη «Σκλάβα» του Γιώργου Μουζάκη και του Γιώργου Γιαννακόπουλου, που έγινε διάσημη με την Τζένη Βάνου, ή το αναξιοπρεπέστατο, κατά πολλούς, «Λίγα ψίχουλα αγάπης σού γυρεύω» των Σταύρου Τζουανάκου και Κώστα Βίρβου.

Τζένη Βάνου - Η σκλάβα

Δεν αμφισβητεί κανείς πως υπάρχουν περιπτώσεις τραγουδιών που εκφράζουν ξεκάθαρα την «αντρίλα» και τη «μαγκιά» της εποχής, όπως το «Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω», σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι και στίχους Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου ή το «Θέλω τα χάδια μου και τη σφαλιάρα μου από τον άνθρωπο που αγαπώ» των Γιάννη Σπανού και Αλέκου Σακελλάριου. Εκεί δεν σηκώνει καμία αμφισβήτηση το τι λένε οι στίχοι. Ανήκει όμως το «Υπάρχω» σε αυτά;

Και άλλα πασίγνωστα λαϊκά τραγούδια, όπως η «Αρχόντισσα» του Βασίλη Τσιτσάνη με το «Πόσες καρδούλες έχουν μαραζώσει/ Και ξέχασαν για πάντα τη ζωή/Μπροστά στ' αρχοντικά σου τα στολίδια/Σκλαβώθηκαν για σένα ξένοι και Ρωμιοί», για ποια αντρική υποτέλεια να μιλάνε άραγε; Ή οι στίχοι της άλλης διάσημης «Αχάριστης», πάλι του Βασίλη Τσιτσάνη, σε τι ακριβώς αναφέρονται όταν μιλούν για κάποιον που σέρνεται, δυστύχησε και κατέληξε «της ζωής κατάδικος»; Θα μπορούσαν να θεωρηθούν εκδηλώσεις κάποιας ανεξακρίβωτης μητριαρχίας;

Και το «Σκλάβος σου για πάντα, μωρό μου/σκλάβος σου για πάντα να ’μαι» του Βαγγέλη Γερμανού από το 1989 τι είναι άραγε; Ή το «Στη φωτιά θα πέσω αν μου πεις να πέσω,/στο γκρεμό θα πέσω αν το θες εσύ» του Άκη Πάνου από το 1971, που το τραγούδησε για πρώτη φορά ο άλλος μεγάλος βάρδος του λαϊκού νταλκά και της κλάψας Νίκος Ξανθόπουλος; Παραδείγματα μπορεί να βρεθούν αναρίθμητα.

Το τραγούδι «Υπάρχω» όχι μόνο δεν έχει κάποια έμφυλη διάσταση αλλά δεν είναι και τίποτε άλλο παρά το παραλήρημα και οι τελευταίες εκλάμψεις ενός συντριπτικά ηττημένου Εγώ. Παρά τα όσα υποστηρίζει, σημαίνει τα ακριβώς αντίθετα. Όπως σωστά διέκρινε η Λένα Πλάτωνος στο απόσπασμα που παρατέθηκε παραπάνω, καθόλου σίγουρος δεν είναι για το Εγώ του. Για ποιο λόγο να θέλει κανείς να διατρανώσει πως «Υπάρχει», αν δεν νιώθει πως με κάποιο τρόπο βουλιάζει στην ανυπαρξία; Ο Καζαντζίδης ήθελε να ισχυροποιήσει τη θέση του στο ελληνικό τραγούδι, μετά από απουσία ετών από τις μουσικές σκηνές. Ο ερωτευμένος του τραγουδιού θέλει να πείσει τον εαυτό του πως «υπάρχει» για το άλλο πρόσωπο. Αλλά, το πιθανότερο, έχει σβήσει τελείως.

Όταν αρχίζουμε να αντιμετωπίζουμε λαϊκά άσματα σαν να πρόκειται για κοινωνιολογικά δοκίμια, βαδίζουμε σε επικίνδυνα μονοπάτια. Ασφαλώς, μας επιτρέπουν να βγάλουμε διάφορα συμπεράσματα για την εκάστοτε εποχή, αλλά όχι αναλύοντας και τεμαχίζοντάς τα σαν να πρόκειται για το απαύγασμα του ορθού λόγου, αγνοώντας τον λυρισμό και τις δραματοποιημένες υπερβολές που τα διέπουν.

Ας παραδεχτούμε πως στην πραγματικότητα όσοι βιώνουν ερωτική απόρριψη σκέφτονται και λένε πολύ χειρότερα κι από τα τελευταία καψουροτράγουδα. Το τι μουσική θα επιλέξει να ακούσει κανείς, δε, υπό το κράτος έντονης συναισθηματικής φόρτισης, είναι άλλη ιστορία. Οι θαυμαστές του Καζαντζίδη δεν κατέχουν τα πρωτεία της καψούρας, αλλά και αντίστροφα όσοι απεχθάνονται τα τραγούδια του δεν είναι πάντα ένθερμοι θιασώτες της λογικής, όταν έρχονται αντιμέτωποι με ερωτικά ζητήματα.

Ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως μετά από μια ερωτική απόρριψη που του έπεσε βαριά, αντιμετώπισε με την ψυχραιμία Βούδα το γεγονός; Ποιος δεν ήρθε αντιμέτωπος με ποταπά και παράλογα συναισθήματα που σε άλλες πτυχές της ζωής του θα του ήταν αδιανόητα; Και που, όταν υποχωρήσει το ερωτικό συναίσθημα, μοιάζουνε εντελώς ξένα και ανοίκεια; Ακόμα κι αν δεν το ονομάσουμε «καψούρα», μια λέξη με αρκετά αρνητικό φορτίο και παρεξηγημένη, ο έρωτας πότε σε εκμηδενίζει και σε βυθίζει στα τάρταρα, πότε σε απογειώνει και σε κάνει να νιώθεις πως είσαι εσύ και άλλος κανένας. Όπως ο πρωταγωνιστής του «Υπάρχω». Ο εξορθολογισμός και η αποστασιοποίηση στην αληθινή ζωή ενίοτε βοηθούν και προστατεύουν. Όταν όμως αρχίζουμε να εκλογικεύουμε το ερωτικό πάθος στους στίχους των τραγουδιών, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι τραγελαφικά.

Η απαίτηση που έχουμε από την τέχνη προγενέστερων εποχών να ανταποκρίνεται στην ηθική και τη δεοντολογία της δικής μας είναι εντελώς ανεδαφική. Όπως είναι επικίνδυνες και οι όποιες απόπειρες για αναδρομικά cancel. Πώς είναι δυνατόν να έχουμε την απαίτηση από τραγούδια που γράφτηκαν χρόνια πριν και απευθυνόντουσαν σε πλατιά λαϊκά στρώματα να έχουν φεμινιστική στόχευση ή να διαπαιδαγωγούν προς τη σωστή κατεύθυνση όταν ο σεξισμός της εποχής ήταν καθολικός και συστημικός;

Και ακόμα χειρότερα, δεν γίνεται να αντιμετωπίζουμε με κυριολεκτικό και μονοσήμαντο τρόπο έναν αμφίσημο και διφορούμενο λόγο ανοιχτό σε πολλές ερμηνείες. Ή να βλέπουμε έμφυλα στερεότυπα εκεί όπου δεν υπάρχει παρά μόνο ερωτική απελπισία με την οποία μπορούν να ταυτιστούν όλα τα φύλα. Ας δούμε λίγο τις ανισότητες και τον σεξισμό της διπλανής πόρτας, στα τραγούδια και στην πραγματικότητα του σήμερα και όχι σε μια παρωχημένη Ελλάδα του Καζαντζίδη που έχει πάψει προ πολλού να υπάρχει.

Με στοιχεία από:
https://www.lifo.gr/blogs/prosklitirio_nekron/gia-yparho-toy-stelioy-kazantzidi-mia-foni-enas-mythos
https://bosko-hippydippy.blogspot.com/2010/08/blog-post_10.html

Οπτική Γωνία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η Μαρινέλλα ειλικρινέστερη παρά ποτέ αφηγείται τη ζωή της όλη στη LIFO

Οι Αθηναίοι / Η Μαρινέλλα ειλικρινέστερη παρά ποτέ αφηγείται τη ζωή της όλη στη LiFO

Η μεγάλη κυρία του ελληνικού τραγουδιού μιλά για τις ανεξίτηλες συναντήσεις της πορείας της, για το πώς πήγε κόντρα στο ρεύμα της εποχής της, για μια ζωή χορτάτη. Δουλεύοντας επί 67 συναπτά έτη δεν ανέχεται να της πει κανείς «τι ανάγκη έχεις;».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Όταν χώρισα με τη Μαρινέλλα δεν ήθελα ούτε να φάω»: Η μεγάλη εξομολόγηση του Καζαντζίδη σε ένα νέο βιβλίο

Μουσική / «Όταν χώρισα με τη Μαρινέλλα, δεν ήθελα ούτε να φάω»: Η μεγάλη εξομολόγηση του Καζαντζίδη σε ένα νέο βιβλίο

Ο θρύλος του λαϊκού τραγουδιού μιλά για τη Μαρινέλλα, τον τζόγο, τους προστάτες, τη μάνα του και το ψάρεμα σε μια σειρά απολύτως γυμνών, εξομολογητικών συνομιλιών του με τον Θανάση Λάλα, που κυκλοφορούν σε ένα νέο βιβλίο.
THE LIFO TEAM

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Κώστας Σημίτης, ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα

Οπτική Γωνία / Ο Κώστας Σημίτης ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα

Η κληρονομιά του Κώστα Σημίτη δεν θα παιχτεί μόνο στις αναλύσεις και στις αποτιμήσεις των πολιτικών του επιλογών ή της πρωθυπουργίας του. Θα κριθεί εξίσου, αν όχι περισσότερο, και από τα συναισθήματα και τις δικές τους «χημικές» αντιδράσεις.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Κώστας Σημίτης (1936-2025): «Στις αλλαγές προχωράς με συναινέσεις, κόντρα στο ρεύμα»

Ελλάδα / Κώστας Σημίτης (1936-2025): «Στις αλλαγές προχωράς με συναινέσεις, κόντρα στο ρεύμα»

Πολιτικοί και ακαδημαϊκοί που συνεργάστηκαν στενά με τον πρώην πρωθυπουργό επιχειρούν μια αποτίμηση της παρακαταθήκης που άφησε ως μία απ’ τις πιο σημαντικές και πολύπλευρες πολιτικές προσωπικότητες της νεότερης ιστορίας μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Ένα χάπι της επόμενης μέρας, παρακαλώ». «Δεν πρόσεχες, ε;»

Οπτική Γωνία / «Ένα χάπι της επόμενης μέρας, παρακαλώ». «Δεν πρόσεχες, ε;»

Η αναζήτηση επείγουσας αντισύλληψης ενίοτε ενέχει εξευτελισμό, αμφισβήτηση και υποτίμηση. Είναι ένα ακόμη εμπόδιο στο να μπορέσει κάποια να έχει έλεγχο πάνω στην εγκυμοσύνη της και τη σεξουαλική της υγεία. 
ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΛΙΑΚΑΚΟΥ
Λοιπόν, πώς πήγε η δημοκρατία το 2024;

Ακροβατώντας / Λοιπόν, πώς πήγε η δημοκρατία το 2024;

Η δημοκρατία υποχώρησε, έκανε γενναία βήματα προς τα πίσω, κινδύνευσε ακόμα περισσότερο. Η δύναμη του χρήματος ως μέσου χαλιναγώγησης παραμένει καθοριστική και οδήγησε εκατομμύρια πολίτες να επιλέξουν εχθρούς της δημοκρατίας (ακροδεξιούς και φασίστες). Μετά από κάποιες δεκαετίες ο κόσμος έχει στραφεί σε επικίνδυνους δρόμους, το μέλλον είναι εντελώς αβέβαιο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ