«(ΜΟΛΙΣ ΠΛΗΣΙΑΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ) το σώμα ολόκληρο δονείται από κύματα χαράς. Είναι μια κατάσταση ευεξίας ασύγκριτης. Δεν υπάρχει στη φύση ουσία ικανή να φέρει τέτοιο αποτέλεσμα. Ούτε διεγερτική, σαν το κρασί, ούτε παραισθησιογόνα, σαν αυτή που χρησιμοποιεί η Πυθία. Ο οργανισμός παράγει μόνος του την ουσία που είναι απαραίτητη για να φθάσουμε σε έκσταση. Με μία προϋπόθεση όμως. Πρέπει να κινδυνέψεις. Κίνδυνος, μουσική, συντροφικότητα, αυταπάρνηση οδηγούν στη μόνη έκσταση που εμείς δεχόμαστε να δοκιμάσουμε…».
Θα μπορούσε να αποτελεί γλαφυρό σπάραγμα από το μυστικό ημερολόγιο χουλιγκάνου που έχει κόψει ενδεχομένως τα χάπια, τα σιρόπια και τις βενζίνες και περιγράφει την καθαρή πλέον, «εξωσωματική» κατάσταση στην οποία βρίσκεται πριν από κάποιο «ραντεβού θανάτου».
Πρόκειται όμως για ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημα του νέου πρόεδρου της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, Παναγιώτη (Τάκη) Μπαλτάκου, που εκδόθηκε το 2004 (χρονιά του Euro, των Ολυμπιακών της Αθήνας και της απόλυτης εθνικής μακαριότητας) με τον τίτλο «Το τέλος του Εφιάλτη» (του εμβληματικού ανά τους αιώνες εθνοπροδότη).
Η μακροχρόνια τριβή του κ. Μπαλτάκου στα προσκήνια και τα παρασκήνια του ελληνικού ποδοσφαίρου τον οδήγησε τελικά στην ηγεσία της διαχρονικά «αμαρτωλής» και ανυπόλυπτης ΕΠΟ, ενός οργανισμού που μοιάζει να λειτουργεί μια ζωή ως δοχείο που περιέχει εμφιαλωμένες όλες τις παθογένειες του ελληνικού ποδοσφαίρου
Κεντρικό ρόλο στον «εκστατικά» αρχαιολατρικό καμβά του βιβλίου παίζει η «Κρυπτεία», η παραστρατιωτικού τύπου μυστική οργάνωση του καθεστώτος της αρχαίας Σπάρτης που αποτελούνταν από επίλεκτους και σκληρά εκπαιδευμένους πολεμιστές που λειτουργούσαν ως τάγματα εφόδου που επιδίδονταν σε «μαύρες» καταδρομικές επιχειρήσεις («black ops», που λένε στη σύγχρονη ορολογία των μυστικών υπηρεσιών) και την έπεφταν κυρίως στους είλωτες.
«Κρυπτεία» ήταν και το όνομα της νεοφασιστικής οργάνωσης που είχε εμφανιστεί πριν από μερικά χρόνια στην Αθήνα και είχε αναλάβει την ευθύνη για τις επιθέσεις και τους ξυλοδαρμούς εις βάρος μεταναστών, ανάμεσά τους και ανήλικα παιδιά.
Η ελληνική σκληρή ακροδεξιά για μεγάλο μέρος της μεταπολίτευσης ήταν γραφική και περιθωριακή μέχρι που ξαφνικά δεν ήταν. Και ο νέος πρόεδρος της ΕΠΟ ήταν από τους παράγοντες που πρωταγωνίστησαν στις «ζυμώσεις» και στην κανονικοποίηση του ευρύτερου ακροδεξιού χώρου την τελευταία δεκαετία είτε ως προνομιακός «συνομιλητής» της Χρυσής Αυγής ενώ ήταν γενικός γραμματέας της κυβέρνησης Σαμαρά είτε ακολούθως ως κεντρικός χαρακτήρας σε μια σειρά από πολιτικά εγχειρήματα υπερκάλυψης του «κενού που υπάρχει στη Δεξιά», όπως είχε ανακοινώσει όταν ίδρυσε τις «Ρίζες» το 2014 ακολουθώντας το βουκολικό trend της εποχής (υπήρχαν ήδη ως ονόματα mainstream πολιτικών φορέων το Ποτάμι και η Ελιά).
Δύο χρόνια αργότερα υπήρξε συνιδρυτής, μαζί με τον μέγα κυνηγό ταλέντων της λαϊκής δεξιάς Γιώργο Καρατζαφέρη, του πολιτικού φορέα «Εθνική Ενότητα», αλλά ούτε εκείνη η κίνηση ευδοκίμησε και το 2018 ίδρυσε, μαζί με τον άρτι διαγραφέντα από το κόμμα των ΑΝΕΛ (και διαβόητο για τα κατά καιρούς ρατσιστικά, αντισημιτικά και ομοφοβικά σχόλιά του) Δημήτρη Καμμένο, τη «Δύναμη Ελληνισμού». Έναν χρόνο μετά όμως πήγε αιφνιδίως από Καμμένο σε Καμμένο, γνωστοποιώντας την υποψηφιότητά του με τους Ανεξάρτητους Έλληνες για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τζίφος και πάλι.
Κι ενώ το πρότζεκτ της συσπείρωσης του ακροδεξιού χώρου αλλάζει διαρκώς χέρια, η μακροχρόνια τριβή του κ. Μπαλτάκου στα προσκήνια και τα παρασκήνια του ελληνικού ποδοσφαίρου τον οδήγησε τελικά (ελλείψει και άλλης υποψηφιότητας) στην ηγεσία της διαχρονικά «αμαρτωλής» και ανυπόλυπτης ΕΠΟ (ενός λεπτού σιγή και για την αλήστου μνήμης ΕΠΑΕ), ενός οργανισμού που μοιάζει να λειτουργεί μια ζωή ως δοχείο που περιέχει εμφιαλωμένες όλες τις παθογένειες του ελληνικού ποδοσφαίρου (και του ελληνικού συστήματος εξουσίας γενικότερα).
Δεν πρόκειται εν προκειμένω για ευθεία επιλογή της κυβέρνησης, ούτε και έχει τόση σημασία αν θα είναι πιο αποτελεσματικός από τους προηγούμενους στον απαιτητικό και σύνθετο ομολογουμένως ρόλο του ισορροπιστή / αρχιμάγειρα, απλά έχουμε κουραστεί πραγματικά να βλέπουμε εσχάτως σε περίοπτα θεσμικά πόστα τέτοιου είδους ακραίες προσωπικότητες.