ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ αποκρουστικός τα τελευταία χρόνια με την αμέριστη συμπαράσταση που εκδήλωνε κάθε τόσο στον Τραμπ και με διάφορες άλλες αντιδραστικές και υπο-φασίζουσες θέσεις που έχει εκφράσει, μοιάζει όμως τελικά ο John Lydon (διάσημος ή, μάλλον, διαβόητος κάποτε ως Johnny Rotten) να δικαιώνεται εκ του αποτελέσματος για την πλήρη εναντίωσή του εξαρχής σ’ αυτήν τη δραματοποιημένη βιογραφία των Sex Pistols διά χειρός Ντάνι Μπόιλ.
Παρότι η τρικυμιώδης ύπαρξη των Sex Pistols διήρκεσε τρία χρόνια σκάρτα, οι ανταγωνισμοί, τα μίση και οι έριδες γύρω από την κληρονομιά του μοναδικού ίσως συγκροτήματος στην ιστορία που συγκρούστηκε πραγματικά με το «κατεστημένο» (έστω και περιστασιακά) και προκάλεσε αληθινό σοκ σε μια ολόκληρη κοινωνία είναι παντοτινά.
Συνεπώς δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι ο Lydon κατέληξε ξανά πρόσφατα στα δικαστήρια αντιμέτωπος με τους πρώην συντρόφους του στην μπάντα στην προσπάθειά του να εμποδίσει τη χρήση της μουσικής των Pistols στη σειρά έξι επεισοδίων του Μπόιλ, η οποία βασίστηκε κυρίως στο βιβλίο απομνημονευμάτων του κιθαρίστα Steve Jones Lonely Boy: Tales from a Sex Pistol.
Παρότι η τρικυμιώδης ύπαρξη των Sex Pistols διήρκεσε τρία χρόνια σκάρτα, οι ανταγωνισμοί, τα μίση και οι έριδες γύρω από την κληρονομιά του μοναδικού ίσως συγκροτήματος στην ιστορία που συγκρούστηκε πραγματικά με το «κατεστημένο» (έστω και περιστασιακά) και προκάλεσε αληθινό σοκ σε μια ολόκληρη κοινωνία είναι παντοτινά.
Ο Lydon τη έχασε την δίκη τελικά, αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να δηλώσει δημοσίως πριν από λίγο καιρό, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο τρέιλερ της σειράς, ότι πρόκειται για «μια μεσοαστική φαντασίωση που κλέβει το παρελθόν και στη θέση του τοποθετεί ένα παραμύθι που καμιά ομοιότητα δεν έχει με την πραγματικότητα».
Δεν είναι έτσι ακριβώς βέβαια. Έχει σχέση με την πραγματικότητα το «Pistol», παρότι συγκεντρώνει πάνω του όλα τα κλισέ που μαστίζουν αυτές τις σύγχρονες εποποιίες αναπαράστασης της ροκ μυθολογίας. Δεν είναι ότι δεν βλέπεται η σειρά –παρακολουθείται μια χαρά, αν δεν έχει κανείς τρομερές αισθητικές, σεναριακές και υποκριτικές απαιτήσεις ή αν δεν τα έχεις δει και διαβάσει όλα αυτά τόσες φορές μέσα στα χρόνια–, απλώς μοιάζει κάπως ανάρμοστο και μάταιο να κάνεις κάτι τόσο συμβατικό για το πιο διάσημο αντισυμβατικό/αυτοκαταστροφικό γκρουπ όλων των εποχών.
Προβληματικό είναι επίσης και το γεγονός ότι η σειρά βασίζεται στο βλέμμα και την αντίληψη του Steve Jones (που εδώ εμφανίζεται ως αξιολάτρευτος κάφρος και ως γλυκούλης σχεδόν, κάτι που σίγουρα δεν ήταν), ο οποίος αποτελεί και τον κεντρικό χαρακτήρα, καθώς δίνεται δυσανάλογο βάρος στην προσωπική του ιστορία αλλά και στη ρομαντική του σχέση με την Chrissie Hyde (πριν από τους Pretenders). Πλάι τους η γνωστή, εκλεκτή κουστωδία που αποτέλεσε την πρώτη γραμμή του καταστασιακού τσελεμεντέ που είχε στήσει ο Malcolm McLaren (η Vivienne Westwood, η Jordan που πέθανε φέτος, η Siouxsie και, βέβαια, ο Sid και η Nancy).
Παρά τις ενστάσεις του Lydon, πάντως, ο ηθοποιός που τον υποδύεται (o Anson Boon) μοιάζει να απολαμβάνει πιο πολύ απ’ όλους τον ρόλο του. Φαίνονται όλα όμως τόσα προβλέψιμα και τόσο προκάτ, που όταν στο τρίτο επεισόδιο μπαίνει εμβόλιμη μια πλοκή ψυχολογικού τρόμου που έχει να κάνει με την καταγωγή του κομματιού «Bodies», η σειρά ξαφνικά μοιάζει να αλλάζει είδος και να κάνει για μια φορά την υπέρβαση που τόσο της λείπει.
Και το «Bohemian Rhapsody» συμβατικό ήταν πάντως και προορισμένο για «όλη την οικογένεια», κι όμως έγινε τεράστια επιτυχία. Απλώς η «παραβολή» των Sex Pistols ως δραματικής αναπαράστασης πολυτελείας σήκωνε μια πιο εμπνευσμένη μεταχείριση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.