«Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ δεν είναι πράξη, επιλογή, απόφαση, επιθυμία», γράφει στο βιβλίο απομνημονευμάτων του που μόλις κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ με τίτλο Μια Παρασκευή του Απρίλη (One Friday in April) και υπότιτλο Μια ιστορία αυτοκτονίας και επιβίωσης, ο διηγηματογράφος Ντόναλντ Άντριμ, ο οποίος ξέρει για τι πράγμα μιλάει παρότι δεν είναι ψυχίατρος, επιστήμονας ή κάποιου τύπου «ειδικός» επί του θέματος.
Το βιβλίο του, αποσπάσματα του οποίου έχουν διαχυθεί τις τελευταίες μέρες στα πιο έγκριτα αμερικανικά μέσα, έχει ως κεντρικό άξονα της αφήγησης εκείνη την Παρασκευή του τίτλου όταν ο 48χρονος τότε συγγραφέας ανέβηκε σαν υπνωτισμένος στην ταράτσα του σπιτιού του στη Νέα Υόρκη «αποφασισμένος» να δώσει ένα τέλος που τελικά δεν ήρθε.
Βρέθηκε να κρέμεται από τα κάγκελα της σκάλας υπηρεσίας, βλέποντας να πέφτει το σκοτάδι, μέχρι που με κάποιον τρόπο σκαρφάλωσε στην αντίθετη μεριά του κενού και έμεινε κουλουριασμένος στο τσιμέντο για ώρες. «Πάνω εκεί στην ταράτσα, ένιωσα σαν να είχα περάσει όλη μου τη ζωή πεθαίνοντας», γράφει.
Στην αυτοκτονία δεν υπάρχει καμιά διαδικασία επιλογής, δεν επιλέγουμε τον θάνατο από τον πόνο, δεν υπάρχει κάποιο κομμάτι μας που στέκεται αφ’ υψηλού, ανεπηρέαστο από την ασθένεια, εξετάζει την κατάσταση και παίρνει λογικές αποφάσεις…
Ήταν Απρίλιος του 2006. Θα περνούσαν πολλά χρόνια θεραπείας και εσωτερικής αναζήτησης μέχρι να κάτσει να γράψει την άποψή του για ένα ζήτημα που παραμένει ακόμα και στην εποχή μας ανομολόγητο σαράκι, μυστήριο καλυμμένο με τα πέπλα της σιωπής, της ενοχής και της ντροπής, κοινωνικό στίγμα, ερωτηματικό που πλανάται βασανιστικά αναζητώντας μάταια δικαιολογίες και αιτιάσεις.
«Η αυτοκτονία είναι ασθένεια», υποστηρίζει στο βιβλίο, διαφορετική από το «κεκλιμένο επίπεδο της αέναης επιστροφής» που είναι η κατάθλιψη. «Μια χρόνια ασθένεια με καταγωγή από το τραύμα, την απομόνωση, τη βία, την παραμέληση. Στην αυτοκτονία δεν υπάρχει καμιά διαδικασία επιλογής, δεν επιλέγουμε τον θάνατο από τον πόνο, δεν υπάρχει κάποιο κομμάτι μας που στέκεται αφ’ υψηλού, ανεπηρέαστο από την ασθένεια, εξετάζει την κατάσταση και παίρνει λογικές αποφάσεις… Η αυτοκτονία είναι ένα συνεχές συναισθηματικής οδύνης».
Στα μάτια ενός «χρόνιου» αυτόχειρα όπως ο ίδιος, οι φίλοι που τον επισκέπτονταν στην κλινική μετά από εκείνη την απόπειρα «έμοιαζαν να ζουν σε ιστορικό χρόνο, όχι σ’ έναν αιώνιο θάνατο όπως εγώ. Είχαν χθες, σήμερα και αύριο».
Κρίσιμος παράγοντας για τη μακρόχρονη διαδικασία αποθεραπείας του υπήρξε μια διαδικασία την οποία έχουμε συνδέσει με τρομακτικές και ξεπερασμένες πρακτικές: «Μετά από εκείνη την Παρασκευή στην ταράτσα, η ασθένεια συνεχίστηκε για πάνω από μια δεκαετία, κατά την οποία υποβλήθηκα σε πάνω από πενήντα γύρους ηλεκτροσπασμοθεραπείας [ECT], αυτό που κάποτε αποκαλούσαμε θεραπεία με ηλεκτροσόκ».
Στην αρχή ήταν δύσπιστος, και δεν το τολμούσε, φοβούμενος ότι θα μείνει φυτό, βαθιά επηρεασμένος καθώς ήταν (όπως όλοι μας) από ταινίες όπως η Φωλιά του κούκου. Τον έπεισε όμως ένα τηλεφώνημα του συγγραφέα Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ο οποίος του είπε πόσο τον είχε βοηθήσει η συγκεκριμένη θεραπεία στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Η τραγική ειρωνεία είναι βεβαίως ότι ο Γουάλας έδωσε τέλος στη ζωή του λίγο καιρό αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2008.
Ασχέτως της, σχετικής έτσι κι αλλιώς, αποτελεσματικότητας μιας τέτοιας «ριζικής» μεθόδου, διαβάζοντας αποσπάσματα από το βιβλίο νιώθεις ότι μπορείς να αντιληφθείς την ιδέα του συγγραφέα για την αυτοκτονία όχι ως μια «αινιγματική», «μοιραία» και «ακατανόμαστη» πράξη, όχι ως ένα απονενοημένο διάβημα της κακιάς στιγμής, όχι ως ένα χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου, αλλά ως μια ασθένεια που απαιτεί για την αντιμετώπισή της έγκαιρη και επιθετική θεραπεία αλλά και υποστήριξη, τόσο από το οικείο όσο και από το ευρύτερο περιβάλλον. Μοιάζει προφανές, αλλά δεν είναι.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.