ΣΠΑΝΙΩΣ ΠΑΙΡΝΕΙΣ «ΕΘΝΙΚΗ» μυρωδιά εδώ και πολλά χρόνια από τα τραγούδια που εκπροσωπούν τις χώρες τους στην Eurovision, συνεπώς έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό η παλιά απόλαυση που πρόσφερε το έντονα φολκλορικό περιτύλιγμα του θεσμού πριν από την αγρίως παγκοσμιοποιημένη μορφή που παρουσιάζει εσχάτως.
Τα περισσότερα κομμάτια θα μπορούσαν να είναι από οπουδήποτε και απευθύνονται στην κρίση ενός κοινού που πλέον δυσκολεύεται να ξεχωρίσει ένα τραγούδι από ένα διαφημιστικό τζινγκλ. Ωστόσο, το φεστιβάλ τραγουδιού της Eurovision παραμένει ένας ισχυρός ετήσιος αντιπερισπασμός και μια οικεία τελετουργία που έχει ήδη γαλουχήσει γενιές και γενιές, χαρίζοντάς μας στην πορεία την αίσθηση –ή την ψευδαίσθηση– ότι ανήκουμε δικαιωματικά στις «μεγάλες δυνάμεις» του διαγωνισμού και κάθε χρόνο διεκδικούμε την πρωτιά ως μόνιμο φαβορί που το μεγαλείο του έχει κλονιστεί από τα διάφορα στραπάτσα, αλλά δεν το βάζει κάτω.
«Η Ελλάδα είναι ο μισοτελειωμένος φραπές και η πλαστική καρέκλα», είχε δηλώσει η Μαρίνα Σάττι προ διμήνου, προκαλώντας κρίση αναφυλαξίας και ευσεβισμού σε πάσης φύσεως εθνικούς τοποτηρητές, δεξιούς και αριστερούς. Εξακολουθεί να είναι και αυτά η Ελλάδα – παρότι πλέον η πλαστική καρέκλα κι ο φραπές έχουν αποκτήσει μια μυθική, μια vintage, μια εξωτική διάσταση – όπως και ένα σωρό άλλα πράγματα.
Ίσως φταίει η αποσπασματική, υβριδική του υφή αλλά όσες φορές (όχι πολλές πάντως) κι αν έχω ακούσει το «Ζάρι» της Μαρίνας Σάττι, δεν μου κολλάει στο μυαλό κάποιο κομμάτι του – είτε ευχάριστα είτε ενοχλητικά. Δεν έχει σημασία. Μια χαρά είναι, ειδικά για την περίσταση: και σύγχρονο στον αμφίθυμο οίστρο του και ψαγμένο με τον τρόπο του και ενδεικτικό της περιπετειώδους και ενδιαφέρουσας διαδρομής της ερμηνεύτριας του στο σύγχρονο τραγούδι.
Γενικά, μου φαίνεται ακατανόητο όχι μόνο να αντιπαθεί κανείς, αλλά να μη συμπαθεί αντανακλαστικά τη Μαρίνα Σάττι και ό,τι αυτή εκπροσωπεί για τις νεότερες γενιές αυτής της χώρας (από τους millennials και πέρα, η ίδια έχει κλείσει τα 37) που είχαν και έχουν την ατυχία να λειτουργούν σε ένα περιβάλλον που ισχύουν οι κανόνες της Μεταπολίτευσης σε συνδυασμό με τους όρους της Κρίσης.
«Η Ελλάδα είναι ο μισοτελειωμένος φραπές και η πλαστική καρέκλα», είχε δηλώσει η Μαρίνα Σάττι προ διμήνου, προκαλώντας κρίση αναφυλαξίας και ευσεβισμού σε πάσης φύσεως εθνικούς τοποτηρητές, δεξιούς και αριστερούς. Εξακολουθεί να είναι και αυτά η Ελλάδα –παρότι πλέον η πλαστική καρέκλα κι ο φραπές έχουν αποκτήσει μια μυθική, μια vintage, μια εξωτική διάσταση– όπως και ένα σωρό άλλα πράγματα.
Ο φρέντο ας πούμε (δική μας πατέντα κι αυτή, σύμφωνα με τον αστικό θρύλο) που έστειλε τον φραπέ στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Τα εκκλησάκια-μινιατούρες με το καντήλι κατά μήκος των μεγάλων λεωφόρων και των εθνικών δρόμων. Οι πιτσιρικάδες με τις κουκούλες και τις ραγισμένες οθόνες κινητών. Ο υπαίθριος βίος που συντηρείται και τον χειμώνα με τις σόμπες στις καφετέριες. Τα στενά κουστούμια των γιάπηδων τρίτης γενιάς. Τα αυτοκόλλητα των ακτοπλοϊκών εταιρειών στο πίσω παρμπρίζ. Ο Αλβανός που δούλεψε τριάντα χρόνια γκαρσόνι και τελικά κατάφερε να πάρει ο ίδιος το μαγαζί. Οι τουρίστες που περιφέρονται σαν ζαλισμένα κοτόπουλα. Το (τ)ραπ άσμα που ακούγεται ξαφνικά στη διαπασών από διερχόμενο αμάξι. Κι άλλα πολλά…
Κι ας είναι να μας φέρει ό, τι θέλει μετά – τα, τα, τα.