ΑΠΟ ΧΘΕΣ, Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ των ΗΠΑ συστήνεται ξανά στο παγκόσμιο κοινό ως η (πιθανότερη) αντίπαλος του Τραμπ. Εφεξής, αυτό που θα την καθορίζει μέχρι την 5η Νοεμβρίου θα είναι ο ρόλος της «Αντι-Τραμπ» υποψήφιας, γεγονός που την τοποθετεί ξαφνικά ψηλά στη μαρκίζα του πολυέξοδου θεάματος που αποτελούν οι αμερικανικές εκλογές. Παρότι στην θητεία της υπήρξε μάλλον αμφίσημη, ανάμικτη και ουδέτερη, όπως και το «πολυφυλετικό» της προφίλ, ας είμαστε ειλικρινείς, η Κάμαλα Χάρις – ναι, στην προπαραλήγουσα τονίζεται το μικρό της όνομα, όπως μας υπενθυμίζει κι ένα σχετικό «εκπαιδευτικό» βιντεάκι από το 2016 που αναδύθηκε ξανά, τόσο καιρό που εκείνη βρισκόταν στη σχετική αφάνεια τη σκαπουλάραμε, τώρα πλέον οφείλουμε να το τονίζουμε σωστά – είναι πλέον πρωταγωνίστρια, θιασάρχης των Δημοκρατικών, μεγάλη ελπίδα του φιλελεύθερου κόσμου. Αυτό που έμοιαζε με μελαγχολικό, οικογενειακό δράμα που φαινόταν να αποξενώνει το κοινό, μετατράπηκε αίφνης μετά την –άδοξη, όσο κι αν παρουσιάζεται ως ιστορική και γενναία– παραίτηση του Τζο Μπάιντεν, σε δραματική περιπέτεια και μάλιστα με πολλές πιθανές ανατροπές στην πλοκή.
Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της «κρατάμε μικρό καλάθι» αντίδρασης, της συγκρατημένης αισιοδοξίας που επικρατεί στα διεθνή μέσα είναι ίσως η επικεφαλίδα ενός σχετικού άρθρου στον Economist: «Η Κάμαλα Χάρις δεν έχει χάρισμα ούτε χρόνο. Αν όμως τελικά πάρει το χρίσμα, δεν αποκλείεται ακόμα και να νικήσει τον Ντόναλντ Τραμπ».
Εκτός από το βιντεάκι με την σωστή προφορά του ονόματός της, τα social media έχουν ήδη κατακλυστεί από πλήθος αναρτήσεων που «πουσάρουν» με τα χίλια και με κάθε τρόπο την υποψηφιότητα της αμείλικτης κάποτε πρώην εισαγγελέως. Πέτυχα πάνω από πέντε φορές ένα άλλο βίντεο (περσινό, παρότι κάποιοι το παρουσίαζαν ως «φρέσκο», σα να ήταν το πρώτο επεισόδιο της καμπάνιας της, που η ίδια δήλωσε ότι «ξεκίνησε χθες το πρωί») που την δείχνει να βγαίνει από δισκάδικο στην Ουάσιγκτον κουβαλώντας μια τσάντα με τα (τρία) βινύλια που αγόρασε, τα οποία επιδεικνύει στις κάμερες που βρίσκονται απ’ έξω. Οι επιλογές της απέριττες: Charles Mingus, Roy Ayers, Ella Fitzgerald-Louis Armstrong. Υπάρχει άλλωστε μια παράδοση εκλεκτικής «μουσικοφιλίας» ανάμεσα σε Δημοκρατικούς υποψηφίους, με προεξέχουσες τις περιπτώσεις του Μπιλ Κλίντον, του Μπαράκ Ομπάμα και παλιότερα του πιο συμπαθούς Προέδρου που γνωρίσαμε στην ζωή μας, του Τζίμι Κάρτερ, που παραλίγο να του βάλω τον προσδιορισμό «αείμνηστος», αλλά θυμήθηκα ότι ζει και μάλιστα αν αντέξει λίγο ακόμα, την πρώτη του Οκτώβρη θα κλείσει τα εκατό.
Διαβάζω και διάφορες προβλέψεις και αναλύσεις στα επιφανή και έγκριτα διεθνή μέσα σχετικά με τις προοπτικές που μπορεί να έχει απέναντι στον Τραμπ, που όλες μοιάζουν να συμφωνούν στο ότι έχει καλύτερες πιθανότητες από τον νυν Πρόεδρο, αλλά «αυτός είναι ένας πολύ χαμηλός πήχης». Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της «κρατάμε μικρό καλάθι» αντίδρασης, της (πολύ) συγκρατημένης αισιοδοξίας που επικρατεί στα διεθνή μέσα είναι ίσως η επικεφαλίδα ενός σχετικού άρθρου στον Economist: «Η Κάμαλα Χάρις δεν έχει χάρισμα ούτε χρόνο. Αν όμως τελικά πάρει το χρίσμα, δεν αποκλείεται ακόμα και να νικήσει τον Ντόναλντ Τραμπ». Σαν φίλαθλος που λέει για να εξορκίσει την διαφορά δυναμικότητας εις βάρος της ομάδας του, «δεν ξέρεις καμιά φορά, όλα γίνονται στο ποδόσφαιρο…». Και το άρθρο καταλήγει με την εξής πικρά συγκαταβατική διαπίστωση: «Είναι μια συμβατική πολιτικός, από πολλές απόψεις. Όμως, το Οβάλ Γραφείο έχει συχνά καταληφθεί από περιπτώσεις ανθρώπων χωρίς χάρισμα που στάλθηκαν εκεί από ψηφοφόρους οι οποίοι κατάπιαν τη δυσφορία τους και συμβιβάστηκαν με ό,τι υπήρχε διαθέσιμο».