ΕΙΧΑ ΞΕΧΑΣΕΙ ΤΗΝ αστυνομική μου ταυτότητα πριν από μερικές μέρες κι έτσι δεν κατάφερα να διαβώ την πύλη σε ένα μεγάλο πολυκατάστημα του κέντρου. Η κοπέλα που έλεγχε τα δικαιολογητικά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για μένα. Χρειαζόταν οπωσδήποτε κάποιο έγγραφο «ταυτοποίησης» και μάλιστα σε φυσική, χειροπιαστή μορφή (μια φωτογραφία της ταυτότητας που είχα στο κινητό δεν έγινε αποδεκτή).
Το VIP πασαπόρτι του πιστοποιητικού δεν αρκούσε πλέον, τα προνόμια, τα μεγαλεία και οι πόρτες που άνοιγε τόσους μήνες το αποδεικτικό εμβολιασμού έμοιαζαν ξαφνικά να έχουν ξεθωριάσει, σα να ήμουν πρώην υπερήρωας που το ελιξίριο που του χάριζε υπερδυνάμεις είχε εξασθενήσει δραματικά.
Εμείς που ζούμε σε ένα καθεστώς αμφιβολίας, σύγχυσης και φόβου, προσπαθώντας να πείσουμε τον εαυτό μας ότι συγχρωτιζόμαστε και διασκεδάζουμε σε δήθεν «covid free» χώρους, δεν είμαστε επίσης κάποιου είδους αρνητές της ζοφερής πραγματικότητας, θύματα ενός πολυδύναμου ιού που μας σαρκάζει και μιας υγειονομικής πολιτικής που δεν μοιάζει να φτουράει, ασχέτως της πολυπόθητης αύξησης της εμβολιαστικής κάλυψης;
Καθώς παραμέριζα ένιωσα πως είναι να ανήκεις στην πλέμπα των ανεμβολίαστων, πώς είναι να τρως πόρτα από δημόσιους χώρους και κοινές δραστηριότητες. Σα να μην έφτανε η ανασφάλεια που προκαλεί η ιδέα ότι μέρα με τη μέρα φθίνει η επίδραση της δεύτερης δόσης καθώς περιμένεις να φτάσει η ώρα να κάνεις την «αναμνηστική» (έχουμε γεμίσει περίεργους και σαρκαστικούς ευφημισμούς). Αν «εκείνοι» είναι οι ψεκασμένοι, εμείς είμαστε οι (σχεδόν) ληγμένοι.
Τουλάχιστον οι άνθρωποι τους οποίους αποκαλούμε αρνητές (εντάξει, δεν είναι και αρνητές του Ολοκαυτώματος, ασχέτως αν κάποιοι μπορεί και να είναι, όπως και κάποιοι από «εμάς» τους ορθολογιστές) πορεύονται με μια σταθερή πεποίθηση μέσα στην αντιδραστική θολούρα τους.
Εμείς που ζούμε σε ένα καθεστώς αμφιβολίας, σύγχυσης και φόβου, προσπαθώντας να πείσουμε τον εαυτό μας ότι συγχρωτιζόμαστε και διασκεδάζουμε σε δήθεν «covid free» χώρους, δεν είμαστε επίσης κάποιου είδους αρνητές της ζοφερής πραγματικότητας, θύματα ενός πολυδύναμου ιού που μας σαρκάζει και μιας υγειονομικής πολιτικής που δεν μοιάζει να φτουράει, ασχέτως της πολυπόθητης αύξησης της εμβολιαστικής κάλυψης;
Η μόνη παρηγοριά μας είναι ότι το ίδιο χάλι σχεδόν, η ίδια κυκλοθυμία, η ίδια σχιζοφρένεια, οι ίδιες ψευδαισθήσεις και οι ίδιες λίγο-πολύ πολιτικές με τα ίδια αποτυχημένα αποτελέσματα ισχύουν στην πραγματικότητα ακόμα και σε κάποιες από τις πιο «προηγμένες» χώρες της ταλαίπωρης Ευρώπης, η οποία βιώνει το τέταρτο ή το πέμπτο κύμα (ποιος μετράει πια;) αυτής της ανυπότακτης πανδημίας.
Δεν είμαστε οι χειρότεροι, αντιστοίχως περίπου με την Εθνική Ομάδα ποδοσφαίρου που ολοκλήρωσε άδοξα την πορεία της στον όμιλο για τα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλου, τερματίζοντας κάτω από την Ισπανία και τη Σουηδία και πάνω από τη Γεωργία και το Κόσοβο, με 8 βαθμούς σε 8 αγώνες και με 8 γκολ υπέρ και 8 κατά – απόδοση μετρίως μέτρια, απολύτως όμως ισορροπημένη (ειδικά για όσους πάσχουν από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή) και πάντως ανάλογη με τα κυβικά της.
Μερικές μέρες αργότερα, το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, μπήκα σε καράβι για κοντινό προορισμό και κατά την είσοδο δεν μου ζητήθηκε απολύτως τίποτα πέρα από το εισιτήριο. Δεν υπήρχε πια η πανδημία. Ένα κακό όνειρο ήταν. Θα βαδίσουμε τελικά όλοι μαζί –εμβολιασμένοι και μη– προς το ηλιοβασίλεμα, θα ταξιδέψουμε προς το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.