ΟΤΑΝ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ προ-προηγούμενης δεκαετίας αποφάσισε να αποστρατευτεί ο κύριος Λώρας από τη νύχτα και από το μικρό ιστορικό μπαρ που διατηρούσε στην πλατεία Μαβίλη και που έφερε το όνομά του, το μαγαζί είχε μείνει λίγο καιρό κλειστό, για πρώτη φορά από το 1967 που εγκαταστάθηκε στο νούμερο 7 της οδού Δ. Σούτσου.
Είχα βρει τότε (το 2010 αν θυμάμαι καλά) πεταμένα πλάι σ’ ένα κάδο σκουπιδιών πλησίον της πλατείας όλα σχεδόν τα γράμματα της επιγραφής.
Έλειπε μόνο το Ρ για κάποιο μυστηριώδη λόγο, αλλά αποφάσισα να τα μαζέψω έτσι κι αλλιώς, ως ενθύμιο του θρυλικού μαγαζιού, βέβαιος ότι ακόμα κι αν εξακολουθούσε να λειτουργεί με το παλιό του όνομα, η πινακίδα και η γραμματοσειρά θα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Μετέφερα τα γράμματα στο μπαλκόνι και τα άφησα εκεί ως μνημείο ή ως «ρευστή εγκατάσταση» αλλάζοντας κάθε τόσο θέση στα τέσσερα γράμματα: ΣΑΛΩ, ΑΛΩΣ κ.λπ.
Φεύγοντας νύχτα σχεδόν, μερικά χρόνια αργότερα από εκείνο το διαμέρισμα, εγκατέλειψα και τα γράμματα μαζί με το σπίτι. Η μετακόμιση δεν είναι το φόρτε μου και κάθε φορά που συμβαίνει, μένει πίσω ένα μεγάλο κομμάτι από το mise-en-scène του χώρου.
Εδώ και χρόνια, εκτός από τις παραβάσεις και τις συχνές καταγγελίες για υπερτίμηση, αγένεια και φριχτή συμπεριφορά ενάντια στην ιδιοκτησία του μαγαζιού, ο «Λώρας» είχε καταντήσει κωλάδικο – και το λέω με κάθε σεβασμό στα αυθεντικά και συνειδητοποιημένα κωλάδικα της ευρύτερης περιφέρειας.
Τελικά η πινακίδα αποκαταστάθηκε με την ίδια γραμματοσειρά, αυτό όμως ήταν και το μοναδικό στοιχείο που θα ακολουθούσε τον στοιχειωμένο (από τα φαντάσματα του «ναυάρχου», του «γιατρού» και των λοιπών χαρακτήρων που πλαισίωναν τον αρχιτελετάρχη της μπάρας κυρ Νίκο τις νύχτες) χώρο στη νέα του, βασανιστικά καθοδική πορεία από τότε μέχρι σήμερα που βρίσκεται και πάλι κλειστό.
Το λουκέτο μπήκε εδώ και ενάμιση μήνα περίπου, αφού, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, αφαιρέθηκε η άδεια λειτουργίας του καταστήματος από τις υπηρεσίες του δήμου εξαιτίας κατά συρροή παραβάσεων, που είχαν να κάνουν με ηχητική ρύπανση, κατάληψη πεζοδρομίων και άλλες καταπατήσεις σχετικών νόμων και διατάξεων.
Βασικά, εδώ και χρόνια, εκτός από τις ανωτέρω παραβάσεις και τις συχνές καταγγελίες για υπερτίμηση, αγένεια και φριχτή συμπεριφορά ενάντια στην ιδιοκτησία του μαγαζιού, ο «Λώρας» είχε καταντήσει κωλάδικο – και το λέω με κάθε σεβασμό στα αυθεντικά και συνειδητοποιημένα κωλάδικα της ευρύτερης περιφέρειας.
Δεν είναι διόλου νοσταλγική η παρατήρηση. Ουδείς από τους παλιούς ή από τους νεότερους θαμώνες δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε να διατηρηθεί ή να αναβιώσει με κάποιο τρόπο το ύφος και η ατμόσφαιρα του μαγαζιού από τη στιγμή που έλειπε η ψυχή και το πνεύμα του. Η παρακμή του όμως υπήρξε συντριπτική και τραυματική ως θέαμα.
Ας είχε αλλάξει η πινακίδα τουλάχιστον. Εδώ και τόσα χρόνια, το μαγαζί δεν προσβάλλει μόνο το όνομα που γράφει η πινακίδα του (ο ίδιος ο κύριος Νίκος είναι ακόμα εν ζωή) αλλά και την πιο στοιχειώδη κοινή αισθητική του ετερόκλητου πλήθους που περνά καθημερινά από την πλατεία.