ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ διαβάζουμε ότι συμπληρώνονται αύριο από την κυκλοφορία του πρώτου επίσημου single των Beatles –Love Me Do– και είναι αδύνατο κάποιος που δεν το άκουσε τότε για πρώτη φορά να διανοηθεί την επίδραση που μπορεί να είχε εκείνη την εποχή αυτό ή κάποιο άλλο από τα πρώιμα κομμάτια του συγκροτήματος που, μέχρι την διάλυσή του. οχτώ χρόνια αργότερα, καθόρισε τα πάντα σχεδόν στο ποπ/ροκ ιδίωμα (στερέωμα) αλλά και σε χιλιάδες άλλες πτυχές της σύγχρονης κουλτούρας.
Σκέφτομαι ότι οι Beatles ήταν το μόνο συγκρότημα που ήξεραν οι γονείς μου (κάτι που δεν άλλαξε ποτέ), οι οποίοι είχαν προλάβει ως νέοι τον πανζουρλισμό που συνέβαινε κι εδώ ακόμα μ’ αυτόν τον νέο ήχο και μ’ αυτό το νέο «είδος» νεανικής έκφρασης που το συγκρότημα εκπροσωπούσε με τόση διάθεση ελευθερίας και ευζωίας.
Ακόμα και το όνομα που δεν σήμαινε ακριβώς «τα σκαθάρια» που λέγαμε εδώ, αλλά ήταν ένα λογοπαίγνιο που μπέρδευε το beat με το beetles (που με τη σειρά του ήταν μια αναφορά στους Crickets του λατρεμένου τους Buddy Holly) ήταν μια ένδειξη ότι είχαν δημιουργήσει τη δική τους γλώσσα, ασχέτως αν εδώ μας δυσκόλευε η προφορά. «Μπίτελς» ή «Μπίτλες» ή «Μπίτλις» λέγανε παλιά («Μπίτλις, Μπίτλις!» φώναζε στον Διονύση Παπαγιαννόπουλο η κουτσομπόλα γειτόνισσα στην ταινία «Γαμπρός από το Λονδίνο»), και ακόμα και τώρα ίσως.
Να είσαι εναντία στους Beatles (από οποιαδήποτε σκοπιά) ήταν σα να είσαι ενάντια στη ζωή.
Κάπου θα το είχα ακούσει σίγουρα πιο πριν (ειδικά μετά τη δολοφονία του Λένον όταν ο Πετρίδης ξεκίνησε στο ραδιόφωνο μια λιτανεία που κράτησε μήνες), αλλά πιο ξεκάθαρα θυμάμαι το Love Me Do με την ξεσηκωτική του φυσαρμόνικα ως το κομμάτι που άνοιγε τον γνωστό ως «κόκκινο» διπλό δίσκο των Beatles, έναν από τους πρώτους, αν όχι τον πρώτο που μου είχαν κάνει δώρο ποτέ.
Πρόκειται, ως γνωστόν, για την πρώτη από τις δύο ανθολογίες που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1973, τρία χρόνια μετά τη διάλυσή τους, και έκτοτε έχουν γαλουχήσει πολλές γενιές ήδη.
Το «κόκκινο» άλμπουμ κάλυπτε την περίοδο 1962-1966 και το «μπλε» τα τραγούδια από το 1967 ως το 1970. Όλη η εξέλιξη που μπορεί να έχει ιδανικά ένα συγκρότημα βρίσκεται σ’ αυτές τις δύο συλλογές.
Κι αν η «ώριμη», «ψαγμένη» και «πρωτοποριακή» φάση των Beatles που τους οδήγησε στα μονοπάτια του πνευματισμού, του πειραματισμού και της αντικουλτούρας είναι η πιο διαχρονικά σημαντική (μουσικά), αν είχα την επιλογή ανάμεσα στις δύο περιόδους θα ήθελα να βρίσκομαι εκεί όταν τα '60s ήταν ασπρόμαυρα ακόμα και ξαφνικά έσκασε, φαινομενικά από το πουθενά, αυτή η εξωγήινη σχεδόν μορφή νεανικής ύπαρξης που συνδύαζε φρεσκάδα, ιδεαλισμό και εκλεκτική ασέβεια. Και μπόλικη αισιοδοξία – ιδιότητα που φαίνεται να έχει χαθεί οριστικά από το συντακτικό της σύγχρονης ζωής.
Να είσαι εναντία στους Beatles (από οποιαδήποτε σκοπιά) ήταν σα να είσαι ενάντια στη ζωή.
Σ’ ένα επεισόδιο από τα «Φιλαράκια», η Φοίβη γνωρίζει κάποιον και θέλει να διασφαλίσει πάση θυσία ότι ταιριάζουν, οπότε τον ρωτά αν του αρέσουν τα δύο πιο ασφαλή πράγματα που μπορεί να σκεφτεί. «Η πίτσα σου αρέσει;», τον ρωτά. «Ναι», λέει αυτός. «Αλήθεια; Κι εμένα! Οι Beatles;». «Ναι, φυσικά». «Κι εμένα! Φοβερό, ε;».
«Λέω συχνά στις ομιλίες μου», είχε γράψει κάποτε ο Αμερικανός συγγραφέας Κερτ Βόνεγκατ, «ότι μια αποστολή των καλλιτεχνών είναι να κάνουν τους ανθρώπους να εκτιμούν το ότι είναι ζωντανοί, έστω και λιγάκι. Με ρωτάνε τότε αν ξέρω κάποιους που το κατάφεραν αυτό. "Οι Beatles", τους απαντώ».
Ο Τίμοθι Λίρι, ως γκουρού της υπέρβασης, της αντικουλτούρας και της ψυχεδέλειας το είχε προχωρήσει ακόμα περισσότερο: «Πιστεύω ότι οι Beatles είναι μεταλλαγμένοι. Πρόκειται για πράκτορες της εξέλιξης που τους έστειλε ο Θεός, υπερήρωες με μυστική αποστολή να δημιουργήσουν ένα νέο ανθρώπινο είδος, μια νεανική φυλή γελαστών, ελεύθερων ατόμων».