ΜΕ ΤΟ ΠΟΥ ΕΣΚΑΣΕ η πρώτη αναγγελία θανάτου του πρώην βασιλιά (και τελευταίου Έλληνα μονάρχη), ένιωθε κανείς τις μηχανές να ανάβουν στα social media δευτερόλεπτα πριν από την εκκίνηση χιλιάδων αναρτήσεων. Η πίστα ήταν έτοιμη άλλωστε εδώ και μέρες που διεξάγονταν τα «δοκιμαστικά» ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Και πώς είναι το σωστό; Έκπτωτος ή τέως; Γλύξμπουργκ ή Λήξμπουργκ (που έγραψε κάποιος ευπατρίδης Σεφερλής); Και η κηδεία; Πού και πώς; Και ποιοι.
Ο εκλιπών σήμαινε ακόμα κάτι σε πολλούς συμπατριώτες μας που έχουν το δικαίωμα να τον πενθήσουν –δημοκρατία έχουμε άλλωστε–, έχει όμως καμιά υποχρέωση να τον τιμήσει επίσημα η Ελληνική Δημοκρατία; Ε, ρε σόου που έχουμε να δούμε τις επόμενες μέρες και ερμηνείες του Συντάγματος που έχουμε να ακούσουμε.
Πολλοί τον θεωρούν «ξένο», υπερτονίζοντας το επίθετο του βασιλικού «οίκου» απ’ όπου προέρχεται. Εδώ γεννήθηκε πάντως και εδώ πέθανε.
Και βέβαια, κάθε δυο-τρεις αναρτήσεις το διάσημο σκίτσο του Ορνεράκη με το αγοράκι που κατουράει το στέμμα, μια εικόνα που αποτελεί μία από τις σταθερές της ζωής μου, δεν μπορώ να θυμηθώ εποχή που δεν εμφανιζόταν κάπου κάπως και με κάποια αφορμή, παρότι η βασιλεία έληξε το 1974.
Τη μονοτονία έσπαγαν κάποιες –εμμέσως σχετικές– σκηνές ελληνικών ταινιών από το YouTube: «Της Αμύνης τα παιδιά» από το Ρεμπέτικο, «Γύρνα ξανά –στην παλιά σου φωλιά– βασιλιά» από τον Θίασο, το δίλημμα «ο βασιλιάς ή το πουλί;» από το Λούφα και Παραλλαγή. Κλασικές, μνημειώδεις σκηνές του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου και οι τρεις, παρότι μόνο η τελευταία είχε να κάνει με τον ίδιο.
Μπορούσες, πάντως, ακόμα και να χαλαρώσεις παρακολουθώντας να περνά από μπροστά σου μέσα από θραύσματα, αναθέματα και πλούσιο φωτογραφικό υλικό ολόκληρη σχεδόν η μεταπολεμική Ελλάδα, από τον Εμφύλιο μέχρι τις μέρες μας.
Ο νεαρός διάδοχος ως Ολυμπιονίκης της ιστιοπλοΐας στη Ρώμη (μάλλον η κορυφαία προσφορά του εκλιπόντος), το affair με τη Βουγιουκλάκη, μια φευγαλέα ατμόσφαιρα ΕΟΤ και ανεμελιάς (με σάουντρακ το τραγουδάκι «Άννα Μαρία» που είχε γράψει ο Γεράσιμος Λαβράνος για τη δροσερή Δανέζα πριγκίπισσα) πριν από τα Ιουλιανά και την πορεία προς τη χούντα. Λιγότερο από πενταετία κράτησε ουσιαστικά η βασιλεία του και όλα έγιναν μαντάρα.
Πέρασε από μπροστά μου και μια εικόνα που το μυαλό θα πρέπει να είχε κάνει delete για να δημιουργηθεί χώρος, και τώρα ξαφνικά επανήλθε σαν φλασιά: Τον Μητσοτάκη (τον πατέρα) να καπνίζει κλονισμένος και σκεπτικός το 1988 μετά την κατακραυγή που είχε δεχτεί όταν χαρακτήρισε «unfair» για τον Κωνσταντίνο το δημοψήφισμα που τον είχε θέσει εκτός των πραγμάτων δεκατέσσερα χρόνια πριν.
Έκτοτε εμφανιζόταν ανά διαστήματα στη χώρα οικογενειακώς, σαν έκτακτος προσκεκλημένος, σαν επιφανής ομογενής, σαν επίμονος αναχρονισμός. Πολλοί τον θεωρούν «ξένο», υπερτονίζοντας το επίθετο του βασιλικού «οίκου» απ’ όπου προέρχεται. Εδώ γεννήθηκε πάντως και εδώ πέθανε.
Θα έλεγα επίσης ότι και φυσιογνωμικά δικός μας έμοιαζε, όχι «ξένος». Ειδικά ως μεσήλικας και υπερήλικας έμοιαζε ξεκάθαρα με έναν τυπικό (και όχι απαραίτητα αντιπαθή παρότι οι πιθανότητες ήταν εναντίον του) καλοβαλμένο, καλοζωισμένο, ευκατάστατο Έλληνα δεξιό.
Παρότι πιστεύω ότι του αξίζουν τα περισσότερα από αυτά που του σέρνουν ακόμα και τούτη την ώρα (η εκεχειρία του πένθους έχει τελειώσει ως ιδέα), μου φαίνεται εύκολο και κακομοίρικο και χωρίς νόημα το κράξιμο του νεκρού. Ίσως επειδή τον είχα δει πριν από δυο-τρία καλοκαίρια στην Ύδρα από αρκετά κοντά, την ώρα που με το αμαξίδιο τον μετέφεραν, εμφανώς κουρασμένο, σε μια θαλαμηγό που είχε ένα χαρακτηριστικά ανάρμοστο και kinky όνομα που όμως δεν μπορώ να θυμηθώ με τίποτα (Ecstasy; Seduction; κάτι τέτοιο…).
Άμα δεις κάποιον, οποιονδήποτε, σε κατάσταση βαριάς αδυναμίας, σου μένει αυτή η εικόνα για πάντα για να σε κρατά νηφάλιο. Ακόμα κι αν ξέρεις ότι τις επόμενες μέρες θα γίνουμε ξανά μαλλιοκούβαρα για πάρτη του.