ΠΕΡΣΙ, ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ μετά τον θάνατό της σε ηλικία 86 ετών, κυκλοφόρησε το τελευταίο βιβλίο της πολύ σημαντικής Αμερικανίδας δημοσιογράφου, κριτικού (αλλά και εικαστικού εν μέρει) Τζάνετ Μάλκολμ, που μόλις βρέθηκε και στα χέρια μου. Είναι μια συλλογή από αυτοβιογραφικά, τρόπος του λέγειν, κείμενα με βάση παλιές φωτογραφίες της ίδιας και της οικογένειάς της, κυρίως, και έχει τίτλο Still Pictures: On Photography and Memory.
Το περίεργο είναι ότι η Μάλκολμ είχε εκδηλώσει με τον πιο έντονο τρόπο τόσο τη βαθιά καχυποψία της προς το είδος της αυτοβιογραφίας όσο και τον σκεπτικισμό της ως προς τη δημοσιογραφική ή την αφηγηματική αξία της μνήμης, σ’ ένα μικρό κείμενο που είχε γράψει το 2010 για το New York Review of Books με τίτλο «Σκέψεις περί αυτοβιογραφίας από μια αυτοβιογραφία που εγκαταλείφθηκε»:
«Η μνήμη δεν μπορεί να αποτελεί εργαλείο του δημοσιογράφου. Η μνήμη τρεμοφέγγει και υπαινίσσεται, όμως στην πραγματικότητα δεν δείχνει τίποτα με έντονο ή με ξεκάθαρο τρόπο. Η μνήμη ούτε αφηγείται ούτε αποδίδει χαρακτήρες. Η μνήμη δεν υπολογίζει τον αναγνώστη. Για να γίνει μια αυτοβιογραφία έστω και στοιχειωδώς αναγνώσιμη, πρέπει να παρέμβει ο ίδιος ο αυτο-βιογράφος και να υποτάξει αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε "αυτισμό" της μνήμης, αυτό το πάθος της για το τετριμμένο.
«Η αυτοβιογραφία είναι μια άσκηση αυτο-συγχώρεσης. Ο αφηγητής κοιτάζει πίσω τον νεότερο εαυτό του με τρυφερότητα και οίκτο, συμπάσχοντας με τους καημούς του και συγχωρώντας τις αμαρτίες του».
Δεν πρέπει να φοβάται να εφεύρει πράγματα και καταστάσεις, πάνω απ' όλα όμως πρέπει να εφεύρει τον ίδιο του τον εαυτό… Η αυτοβιογραφία είναι μια άσκηση αυτο-συγχώρεσης. Ο αφηγητής κοιτάζει πίσω τον νεότερο εαυτό του με τρυφερότητα και οίκτο, συμπάσχοντας με τους καημούς του και συγχωρώντας τις αμαρτίες του».
Παρ’ όλα αυτά, τελικά δεν αντιστάθηκε ούτε η ίδια στον πειρασμό των απομνημονευμάτων, και ευτυχώς γιατί αυτές οι ιστορίες που αφηγείται σ’ αυτό το βιβλιαράκι μέσα από τα περίεργα μονοπάτια και τους αναπάντεχους συνειρμούς της μνήμης, είναι γεμάτες από υπέροχα, λαμπερά σπαράγματα παρατήρησης και διαλογισμού. Από τις πρώτες της αναμνήσεις ακόμα.
Από τον Ιούλιο του 1939, όταν σε ηλικία πέντε χρονών βρέθηκε μαζί με την οικογένειά της σ' ένα τρένο που θα τους πήγαινε από την Πράγα στο Αμβούργο για να πάρουν από εκεί το πλοίο της σωτηρίας για την Αμερική: «Βρεθήκαμε ανάμεσα στον μικρό αριθμό Εβραίων που γλίτωσαν τη μοίρα τους από καθαρή τύχη, όπως τα λίγα εκείνα έντομα που αναπάντεχα διασώζονται μετά τον ψεκασμό».
«Τα παιδιά είναι πλάσματα του μυστικισμού, διαισθάνονται βαθιά μέσα τους το πόσο παράξενα είναι όλα στον κόσμο», γράφει σε κάποιο άλλο σημείο, καθώς θυμάται ένα καλοκαίρι στην κατασκήνωση. «Μόλις όμως τακτοποιηθούμε στην επίγεια ζωή, αυτή η διαίσθηση χάνεται».
«Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους», έγραφε ο Τολστόι στην «Άννα Καρένινα», για να συμπληρώσει: «Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Το πρώτο σκέλος –ας αφήσουμε το δεύτερο– μου φαινόταν πάντα αμφιλεγόμενο. Μοιάζουν όντως μεταξύ τους οι ευτυχισμένες οικογένειες;
Σε κάθε περίπτωση, η Τζάνετ Μάλκολμ, με αφορμή μια παλιά οικογενειακή φωτογραφία, φαίνεται να ενισχύει το απόφθεγμα του Τολστόι, καθιστώντας το ακόμα πιο αμφίσημο: «Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους», γράφει, «στην ψευδαίσθηση ανωτερότητας που τρέφουν τα παιδιά τους».