Η Τζάνετ Μάλκολμ υπήρξε μια πολύ σπουδαία συγγραφέας και μια πολύ σπουδαία δημοσιογράφος παρά τη διάσημη –ή μάλλον διαβόητη– εναρκτήρια φράση του βιβλίου της «Ο δημοσιογράφος και ο δολοφόνος» (The Journalist and the Murderer) που αρχικά είχε εμφανιστεί σε δύο μεγάλες συνέχειες το 1989 στο New Yorker, στην εκλεκτή συντακτική ιεραρχία του οποίου ανήκε, πριν εκδοθεί την επόμενη χρονιά:
«Όποιος δημοσιογράφος δεν είναι τόσο ηλίθιος ή τόσο αυτάρεσκος ώστε να μην μπορεί να αντιληφθεί τι συμβαίνει γύρω του, γνωρίζει ότι αυτό που κάνει είναι ηθικά επιλήψιμο. Εμφανίζεται ως πρόσωπο εμπιστοσύνης και τρέφεται από τη ματαιοδοξία, την άγνοια ή τη μοναξιά των ανθρώπων…».
«Καθένας από μας είναι ένα είδος υπό εξαφάνιση. Όταν πεθάνουμε, τα είδη μας πεθαίνουν με εμάς. Κανένας σαν κι εμάς δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά. Οι ζωές των μεγάλων καλλιτεχνών και στοχαστών και πολιτικών είναι σαν τις ζωές των δεινοσαύρων ενώ οι ανώνυμες ζωές είναι σαν είδη σκαθαριών που χάνονται.
Παρότι, εκτός των άλλων, είχε γράψει εξαιρετικές μονογραφίες για προσωπικότητες όπως η Σίλβια Πλαθ, ο Τεντ Χιουζ και ο Τσέχοφ (στα ελληνικά έχει μεταφραστεί μόνο η μελέτη της για τη Γερτρούδη Στάιν και την Άλις Μπ. Τόκλας με τίτλο «Δύο ζωές: Γερτρούδη και Άλις»), η Τζάνετ Μάλκολμ, που πέθανε τον Ιούνιο του 2021 σε ηλικία 86 ετών, αντιστεκόταν μια ζωή σθεναρά στην ίδια την ιδέα της βιογραφίας και, ακόμα περισσότερο, της αυτοβιογραφίας.
Αντιστεκόταν, όπως είχε γράψει, στην «αλαζονική επιθυμία να επιβληθεί μια αφήγηση στα αδέσποτα κομμάτια και θρύψαλα μιας ζωής, που ξεβράζονται στις ακτές της βιογραφικής έρευνας».
«Νιώθω τα χέρια μου δεμένα» έγραφε σ’ ένα δοκίμιό της που είχε δημοσιευτεί στο New York Review of Books το 2010 υπό τον τίτλο Σκέψεις περί της αυτοβιογραφίας μέσα από μια παρατημένη αυτοβιογραφία. «Δεν μπορώ να γράψω για τον εαυτό μου όπως για τους ανθρώπους που έγραφα ως δημοσιογράφος».
Τελικά όμως το έκανε, εν μέρει έστω, και το αποτέλεσμα είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα βιβλία (μετά θάνατον) «απομνημονευμάτων» που έχουν εμφανιστεί ποτέ. Τίτλος της έκδοσης που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό: Still Pictures: On Photography and Memory («Ακίνητες εικόνες: Περί φωτογραφίας και μνήμης»).
Το ερέθισμα της μνήμης και του γραπτού λόγου (της «αυτοβιογραφίας») είναι κάποιες παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, από την εποχή ακόμα που ήταν παιδάκι στην Πράγα, που στην αρχή της είχαν φανεί σαν «όνειρα που τρεμοσβήνουν και χάνονται όταν ξυπνάμε», τελικά όμως εκείνες οι ξεθωριασμένες εικόνες άρχισαν να της μιλάνε.
«Η μνήμη απαγγέλλει μόνο κάποια από τα λόγια της – τα περισσότερα από αυτά που μας έχουν συμβεί μένουν λησμονημένα», γράφει. «Τα γεγονότα της ζωής μας είναι σαν τα αρνητικά των φωτογραφιών. Αυτά τα λίγα που εμφανίζονται τελικά και γίνονται φωτογραφίες αποτελούν αυτό που αποκαλούμε αναμνήσεις».
Η Τζάνετ Μάλκολμ ήταν πέντε χρονών μόλις το 1939, όταν έφτασε στη Νέα Υόρκη μαζί με την (εβραϊκής καταγωγής) οικογένειά της και πολλές από τις αναμνήσεις φτάνουν τόσο παλιά, συχνά με πρωταγωνιστή τον (ψυχίατρο) πατέρα της.
«Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν ως προς την ψευδαίσθηση ανωτερότητας που τρέφουν τα παιδιά τους», γράφει. «Καθένας από μας είναι ένα είδος υπό εξαφάνιση. Όταν πεθάνουμε, τα είδη μας πεθαίνουν με εμάς. Κανένας σαν κι εμάς δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά. Οι ζωές των μεγάλων καλλιτεχνών και στοχαστών και πολιτικών είναι σαν τις ζωές των δεινοσαύρων ενώ οι ανώνυμες ζωές είναι σαν είδη σκαθαριών που χάνονται. Ο μπαμπάς μάλλον δεν θα έβρισκε κανένα ενδιαφέρον σ’ αυτή την ιδέα. Ακολουθούσε πάντα το δικό του μονοπάτι. Του άρεσε να ξεχωρίζει μικρά, ευάλωτα, λευκά αγριολούλουδα που εγώ ποτέ δεν θα πρόσεχα και που ποτέ δεν θα με πίεζε να προσέξω».