ΗΤΑΝ ΤΕΛΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 2015 όταν ακούστηκε για πρώτη στους τίτλους αρχής μιας νέας σειράς μυθοπλασίας του Netflix γύρω από τα λατινοαμερικανικά καρτέλ και τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών» που είχαν κηρύξει με περισσή υποκρισία οι ΗΠΑ, το τραγούδι «Tuyo» του εξαίρετου και πολυσχιδούς Βραζιλιάνου μουσικού και ερμηνευτή Rodrigo Amarante.
Έξι χρόνια και έξι κύκλους αργότερα (τρεις στην Κολομβία και τρεις στο Μεξικό), η σειρά –ή μάλλον το franchise– «Narcos» τερματίζει το συναρπαστικό και πάντα έγκυρο ιστορικά ταξίδι του σε μέρη που μας έχουν γίνει τόσο οικεία μέσα από την ιστορία και την εικονογραφία των καρτέλ είτε με τη μορφή ντοκιμαντέρ είτε με τη μορφή δραματοποιημένης αναπαράστασης: Μεντεγίν, Κάλι, Χουαρέζ, Τιχουάνα, Σιναλόα…
Μέρη περιβόητα και μυθικά σχεδόν, όπως μυθική είναι πλέον η διάσταση που έχουν λάβει στην κοινή συνείδηση πρόσωπα όπως διάσημοι «βαρόνοι της κοκαΐνης» όπως ο Πάμπλο Εσκομπάρ ή ο «Ελ Τσάπο».
Επρόκειτο για μια απαιτητική σειρά που στεκόταν σε άνετα και ως high end δράμα «περιόδου» (η εικοσαετία από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ως τα τέλη περίπου της δεκαετίας του ’90) πέρα από τις απολαύσεις της βίαιης δράσης και την αξιοπιστία που εγγυόταν όσον αφορά στο ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό της πλαίσιο.
Υπήρχαν και πριν από το «Narcos» ποικίλης μορφής, προέλευσης και ποιότητας τηλεοπτικά και κινηματογραφικά προϊόντα που είχαν καταπιαστεί με αυτό το πολύ πιασάρικο, προφανώς, θέμα (οτιδήποτε ανακαλεί το σύμπαν του «Scarface» σπανίως μένει στο ράφι), εδώ όμως, όπως αμέσως συνειδητοποιούσε ακόμα κι ο πιο περιστασιακός ή εκλεκτικός θεατής, επρόκειτο για πολύ υψηλό επίπεδο παραγωγής και διαχείρισης.
Επρόκειτο για μια απαιτητική σειρά που στεκόταν σε άνετα και ως high end δράμα «περιόδου» (η εικοσαετία από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ως τα τέλη περίπου της δεκαετίας του ’90) πέρα από τις απολαύσεις της βίαιης δράσης και την αξιοπιστία που εγγυόταν όσον αφορά στο ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό της πλαίσιο.
Όπως έλεγε η πάντα γλαφυρή και συχνά μοιρολατρική φωνή του αφηγητή (ή της αφηγήτριας) της σειράς από το πρώτο κιόλας επεισόδιο: «Ορίζουμε τον μαγικό ρεαλισμό ως αυτό που συμβαίνει όταν σ’ ένα λεπτομερές και ρεαλιστικό πλαίσιο εισβάλλει κάτι απίστευτα παράξενο. Υπάρχει λόγος που ο μαγικός ρεαλισμός γεννήθηκε στην Κολομβία».
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, η σειρά διέθετε και μία υποκριτική ερμηνεία για τους αιώνες – την απόκοσμα εμπνευσμένη και καθηλωτική (αλλά επίσης πεντακάθαρη και οριστική) ερμηνεία του Βάγκνερ Μόουρα στον ρόλο του Εσκομπάρ.
Ήταν τέτοια η μαγνητική έλξη που ασκούσε ώστε όταν μαζί με τον Πάμπλο Εσκομπάρ τέλειωσε και ο δεύτερος κύκλος του «Narcos» (ή του «Narcos: Colombia»), αναρωτιόταν κανείς, παρ’ όλες τις υπόλοιπες μεγάλες αρετές της σειράς, τι νόημα έχει να συνεχίσει παρακάτω;
Κι όμως, το πρώτο «Narcos» μας πρόσφερε κι έναν τρίτο σημαντικό κύκλο επεισοδίων με άξονα το (πιο γκλάμορους και γιάπικο) καρτέλ του Κάλι, πριν η σειρά μετονομαστεί σε «Narcos: Mexico» και πιάσει το νήμα από την αρχή σε διαφορετικό σκηνικό και με διαφορετικό κεντρικό θίασο.
Και το «Narcos: Mexico» ήταν ακόμα καλύτερο. Όπως στους δύο πρώτους κύκλους της κολομβιανής εποποιίας κυριάρχησε ο χαρακτήρας του Πάμπλο Εσκομπάρ με τη μορφή του Βάγκνερ Μόουρα, έτσι και στους δύο πρώτους της (πιο σκοτεινής αλλά και πιο εκλεπτυσμένης συγχρόνως) μεξικανικής σάγκας, ο απόλυτος πρωταγωνιστής ήταν ο Φέλιξ Γκαγιάρδο όπως τον ενσάρκωσε ένας άλλος σπουδαίος σύγχρονος ηθοποιός, ο Ντιέγκο Λούνα.
Αντιστοίχως επίσης, ο Ντιέγκο Λούνα απουσιάζει από τον κύκλο που ολοκληρώνει την σειρά και έκανε πρεμιέρα πριν από μερικές μέρες στην πλατφόρμα με τίτλο εργασίας «The Final Blow». Επέστρεψε όμως ο Βάγκνερ Μόουρα, αυτή τη φορά ως σκηνοθέτης δύο εκ των πιο συναρπαστικών και κομβικών επεισοδίων της έσχατης αυτής σεζόν που κλείνει επάξια μια από τις καλύτερες σειρές της τελευταίας δεκαετίας.
Ομολογώ ότι τον παρακολούθησα απνευστί σχεδόν και συνεπαρμένος όπως πάντα, αλλά και με μια σκιά μελαγχολίας να υφέρπει καθώς γνώριζα ότι αυτό ήταν το τέλος, ασχέτως αν η σφαγή στο Μεξικό, μεταξύ και πέριξ των πανίσχυρων ακόμα καρτέλ, δεν μοιάζει να έχει ορατό τέλος.