ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ έχουν περάσει από τον πρώτο (και καλύτερο) κύκλο της πραγματικά ιδιαίτερης σειράς ανθολογίας The Girlfriend Experience (η οποία αγνοήθηκε εγκληματικά από το κοινό), στον οποίον πρωταγωνιστούσε η 26χρονη τότε Ράιλι Κίου, εκπληκτική στον ρόλο μιας φοιτήτριας της νομικής που δούλευε ως ερωτική συνοδός μιας σειράς από προβληματικούς άνδρες.
Παρά το αναμφισβήτητο χάρισμά της όμως, τόσο στην υποκριτική όσο και στο τραγούδι, όπως αποδεικνύεται εσχάτως, εξακολουθεί να παραμένει πιο γνωστή ως η κόρη της πρόσφατα χαμένης Λίζα Μαρί Πρίσλεϊ αλλά κυρίως ως η εγγονή του Έλβις (τον οποίον φυσικά δεν γνώρισε) και της Πρισίλα Πρίσλεϊ, με την οποία, όπως διαβάζουμε, βρίσκεται τον τελευταίο καιρό στα μαχαίρια με αφορμή τη διαθήκη της μητέρας της.
Τι θα ‘χει δει κι αυτό το κορίτσι μέσα σ’ αυτό το επιφανές τρελόσογο… Ας αναλογιστούμε μόνο ότι η μικρή είδε τη μαμά της να παντρεύεται, μετά από τον μπαμπά της, πρώτα τον Μάικλ Τζάκσον και μετά τον Νίκολας Κέιτζ.
Η πλοκή κυλά αργά κι ανώδυνα και σίγουρα θα λειτουργούσε καλύτερα σε συντομευμένη μορφή, ενώ δεν είμαι καν σίγουρος ότι μπορεί να αφεθεί κανείς στη σαγηνευτική συχνά επιφάνεια της σειράς και να την απολαύσει ως σαπουνόπερα πολυτελείας.
Υπό μία έννοια λοιπόν, μοιάζει η ιδανική επιλογή για τον κεντρικό ρόλο στη ροκ (σαπουν)όπερα δέκα επεισοδίων που έκανε πρεμιέρα πριν από λίγο καιρό στο Amazon Prime με τίτλο Daisy Jones & The Six και αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου πρόσφατου μπεστ-σέλερ.
Και πράγματι, η Κίου είναι το καλύτερο πράγμα σ’ αυτό το ιλουστρασιόν «dramamentary» που αφηγείται το γεμάτο από κάθε ροκ κλισέ που μπορεί να φανταστεί κανείς στόρι της ανόδου και της πτώσης ενός κλασικού ‘70s γκρουπ, με μπούσουλα, υποτίθεται, τις εσωτερικές αναταράξεις και διαπλοκές (καλλιτεχνικές, σεξουαλικές και άλλες) που σημάδεψαν την πορεία των Fleetwood Mac. Πιο πολύ θυμίζει πάντως –ειδικά στα πρώτα επεισόδια– το σύμπαν της ταινίας «Almost Famous» σε μια αργόσυρτη και ξεχειλωμένη του εκδοχή.
Σ’ εκείνη την ταινία υποδυόταν τον «εμβληματικό» ροκ κριτικό Λέστερ Μπανγκς ο αξέχαστος Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν και κάποια στιγμή έλεγε ότι «το μόνο ανταλλακτικό νόμισμα σ’ αυτόν τον χρεοκοπημένο κόσμο είναι αυτά που μοιράζεσαι με κάποιον προτού γίνεις cool».
Οι χαρακτήρες στο Daisy Jones & The Six μοιάζουν ώρες-ώρες σα να περιφέρονται σ’ ένα cool μαυσωλείο vintage αντίληψης. Η πλοκή κυλά αργά κι ανώδυνα και σίγουρα θα λειτουργούσε καλύτερα σε συντομευμένη μορφή, ενώ δεν είμαι καν σίγουρος ότι μπορεί να αφεθεί κανείς στη σαγηνευτική συχνά επιφάνεια της σειράς και να την απολαύσει ως σαπουνόπερα πολυτελείας.
Αν το καταφέρει πάντως, θα φτάσει αισίως στο έβδομο επεισόδιο, το οποίο έχει γυριστεί εξ ολοκλήρου σχεδόν στην Ύδρα (ακόμα και σκηνές που υποτίθεται ότι συμβαίνουν σε underground black queer κλαμπ της Νέας Υόρκης κατά την κύηση της disco και σύμφωνα με τις πληροφορίες στελεχώθηκαν από μέλη της αφρο-ελληνικής κοινότητας της Αθήνας). Εκεί αναζητά καταφύγιο η Ντέιζι για να ξεφύγει από τους δαίμονες και τις ψευδαισθήσεις της ροκ διασημότητας. Όπως ξέρουμε όμως, οι σειρήνες καραδοκούν παντού (ακόμα και στην Ύδρα ή ειδικά στην Ύδρα) και άμα θέλει ο διάολος να σε βρει, θα σε βρει.