ΜΑΘΗΤΕΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80. Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία και ένας πιο ελευθεριακός άνεμος έπνεε στη μέση εκπαίδευση, συμπαρασύροντας στο πέρασμά του τις σχολικές ποδιές που φορούσαν υποχρεωτικά ακόμα τότε μόνο τα κορίτσια (για να μη λησμονούν, υποθέτει κανείς, τη στρατευμένη θέση τους στην κοινωνία).
Στο πλαίσιο αυτό, είχε ανανεωθεί με νέους τίτλους και η αραχνιασμένη δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου, ασχέτως αν παρέμενε μια μη ελκυστική πρόταση επιμόρφωσης και ψυχαγωγίας, όπως οτιδήποτε σχολικό.
Μέχρι που μια μέρα ένας συμμαθητής μας ήρθε αναψοκοκκινισμένος στο σχολείο κραδαίνοντας στα χέρια του ως πολύτιμο θησαυρό ένα βιβλίο που είχε ανακαλύψει στη βιβλιοθήκη, βέβαιος, όπως μας είπε, ότι είχε βρεθεί εκεί κατά λάθος.
Πλέον δεν θα χρειαζόταν να τρέχουμε στα γιαπιά και στα χαλάσματα όπου συνήθως βρίσκονταν παρατημένα πορνοπεριοδικά για κοινή χρήση ούτε θα έπρεπε να παρακαλούμε τους μεγαλύτερους να μας ψωνίσουν κανένα «Ταρατατά» ή «Διάβασε με» από το περίπτερο.
Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την εμβόλιμη παρουσία ενός ερωτικού μυθιστορήματος γεμάτου (;) από ιδιαιτέρως γλαφυρές περιγραφές και ακατάλληλες δι’ ανηλίκους περιπτύξεις, ανάμεσα σε «κλασικά» και «διδακτικά» (και βαρετά) βιβλία; Μα και μόνο η εικονογράφηση του εξωφύλλου με τα γυμνά σώματα θα έπρεπε να είχε προβληματίσει τους ιθύνοντες.
Κακό του κεφαλιού τους, καλό για εμάς τους μικρούς σπυριάρηδες με τις διαταραγμένες ορμόνες, που βρήκαμε ξαφνικά διαθέσιμη «τσόντα» στο πιο απροσδόκητο μέρος: στο σχολείο και μάλιστα με τις ευλογίες του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων.
Πλέον δεν θα χρειαζόταν να τρέχουμε στα γιαπιά και στα χαλάσματα όπου συνήθως βρίσκονταν παρατημένα πορνοπεριοδικά για κοινή χρήση ούτε θα έπρεπε να παρακαλούμε τους μεγαλύτερους να μας ψωνίσουν κανένα «Ταρατατά» ή «Διάβασε με» από το περίπτερο. (Κατανοώ πόσο γραφικά και προϊστορικά μοιάζουν όλα αυτά στην εποχή μας, όπου ακόμα κι ένα βρέφος έχει στη διάθεσή του εκατομμύρια πορνογραφικές επιλογές πάσης φύσεως στο ίντερνετ).
Το πολύτιμο «εγχειρίδιο» ήταν η (βολικά μικρή σε μέγεθος και έκταση) νουβέλα «Μια ιστορία αγάπης» (στην έκδοση του 1977 από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας) του σπουδαίου εκλιπόντος Βασίλη Βασιλικού, και μέσα σε λίγες μέρες είχε γίνει ανάρπαστο καθώς περιφερόταν από χέρι σε χέρι (εχμ, κυριολεκτικά) ως (αυτο)ερωτικό βοήθημα αλλά και ως μια πρώιμη εισαγωγή στην ερωτική πεζογραφία. Κοντά στον Βασιλικό, ποτίζεται κι η γλάστρα, θα μπορούσε να πει κανείς.
Μέχρι που στο τέλος κάποιος δεν το επέστρεψε ποτέ νομίζω, κάνοντας τον ανήξερο. Ήθελε μάλλον να το κρατήσει δικό του, κατάδικό του, χωρίς να το μοιράζεται με κανέναν. Αυτό θα πει βιβλιοφιλία.
Υ.Γ. Θα ήθελα επίσης να μοιραστώ, αν μου επιτρέπεται, ότι στενοχωρήθηκα ακόμα λίγο παραπάνω με τον θάνατο του Β. Βασιλικού επειδή φαινόταν τόσο ακμαίος, φιλικός και χαμογελαστός (απολύτως συνεπής δηλαδή με τη δημόσια εικόνα του) όταν τον είδα τυχαία ένα πρωί μόλις το περασμένο καλοκαίρι στη Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας, όπου είχε καταλήξει εσχάτως να υπάγεται ως δημότης Π. Φαλήρου, όπως κι εγώ. Μάλιστα ο νυν δήμαρχος Π. Φαλήρου, ο οποίος ήταν μια τάξη μεγαλύτερος στο σχολείο (και αναρωτιέμαι αν είχε δανειστεί κι εκείνος το «επίμαχο» βιβλίο) έκανε χθες μια θερμή δήλωση για τον θάνατο του συγγραφέα, καταλήγοντας: «Καλό ταξίδι στο αιώνιο φως, αγαπημένε μας Φαληριώτη, Βασίλη».