ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις 17 Νοέμβρη 1973, 50 χρόνια πριν, συζητιόταν έντονα η επιστροφή στην Ελλάδα πολλών επωνύμων, αυτοεξόριστων, που διαβιούσαν στο εξωτερικό (και κυρίως στη Γαλλία).
Παιζόταν έντονα και υπήρχε τρομερό παρασκήνιο με την επιστροφή του Μίκη Θεοδωράκη, καθώς ήδη ήταν γεγονός η «άδεια επιστροφής» του, με το περιοδικό «Επίκαιρα» να κυκλοφορεί στο τέλος Οκτωβρίου με εξώφυλλο Θεοδωράκη και με τίτλο «Ελεύθερα τα Τραγούδια του», όταν στην Πλάκα οι «θεοδωρακικές» μουσικές έχουν φουντώσει (αυτή είναι η σωστή λέξη) – με τον ερχομό τού συνθέτη να τοποθετείται περί τον Δεκέμβριο (του ’73).
Ο Θεοδωράκης δεν ήταν ο μόνος, που ετοιμαζόταν να επιστρέψει. Σε σχετικές σκέψεις βρίσκονταν και οι Νίκος Κούνδουρος, Μελίνα Μερκούρη και Βασίλης Βασιλικός.
Ο Βασίλης Βασιλικός, όταν θα γινόταν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, βρισκόταν ήδη στο εξωτερικό, καθώς είχε φύγει από τη χώρα τον Φλεβάρη εκείνης της χρονιάς.
Έτσι, αυτοί οι τρεις θα μιλούσαν στα «Επίκαιρα», στο τεύχος που θα κυκλοφορούσε την παραμονή του Πολυτεχνείου, στις 16 Νοεμβρίου του ’73, σχετικά με την ενδεχόμενη επιστροφή τους, τις προϋποθέσεις, τη νέα ζωή στην Ελλάδα, που θα ξανοιγόταν μπροστά τους κ.λπ.
Φυσικά, και όπως όλοι ξέρουμε, όλα αυτά θα ανατρέπονταν από τα αιματηρά γεγονότα της 17ης Νοέμβρη και θα τα ενταφιάζονταν από το «πραξικόπημα Ιωαννίδη» της 25ης εκείνου του μήνα.
Να πούμε εδώ πως ο Βασίλης Βασιλικός, όταν θα γινόταν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, βρισκόταν ήδη στο εξωτερικό, καθώς είχε φύγει από τη χώρα τον Φλεβάρη εκείνης της χρονιάς. Όπως είχε πει ο ίδιος στον Μανώλη Πιμπλή (21 Aπρ. 2017), στο σάιτ tanea.gr:
«Έφυγα από την Ελλάδα τέλη του Φλεβάρη του 1967. Είχα μια πρόσκληση για τις ΗΠΑ, όπου δεν πήγα τελικά. Και στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκα θα ξεκινούσα για τη Σουηδία αρχές Απριλίου της ίδιας χρονιάς, καλεσμένος από τον εκδότη μου Βounniers για την παρουσίαση της σουηδικής μετάφρασης της τριλογίας “Το φύλλο - Το πηγάδι - Τ’ αγγέλιασμα”. Τελικά η παρουσίαση μετατέθηκε για τις 15 Απριλίου κι έτσι στις 20 του μηνός, που θα επέστρεφα αεροπορικώς στην Αθήνα, ζήτησα από τον Βounniers, αν γινόταν, να επιστρέψω σιδηροδρομικώς. Δεν είχε καμιά αντίρρηση, όσο κι αν του φάνηκε περίεργο. Μου έδωσε μάλιστα χωρίς να του το ζητήσω τη διαφορά των δύο εισιτηρίων σε κορόνες.(...) Είχα ένα τρανζιστοράκι κολλημένο στο παράθυρο του τρένου συντονισμένο στον Αμερικανικό Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων της Γερμανίας, που με αποκοίμιζε ευχάριστα με τη μουσική του, όταν στις 6 το απόγευμα, ακριβώς, πρώτο στις ειδήσεις ήταν το πραξικόπημα στην Αθήνα, που τελείωνε με τη φράση (τη θυμάμαι σαν τώρα και ανατριχιάζω) “everybody circulating after 6 o’clock will be shot”. Κατέβηκα στον σταθμό του Μονάχου, ο οποίος ήταν πλημμυρισμένος από έλληνες μετανάστες που θα κατέβαιναν στην Ελλάδα για το Πάσχα. Τα σύνορα είχαν κλείσει και δεν μπορούσαν να φύγουν».
Ένα πρώτα βιβλία που θα τύπωνε τότε στο Παρίσι ο Βασίλης Βασιλικός ήταν και το «Υποθήκες Παπαδόπουλου Παττακού», με φράσεις «μαργαρίτες» των πρωταιτίων του πραξικοπήματος Γεωργίου Παπαδόπουλου και Στυλιανού Παττακού, δανεισμένους από την κοντά στο καθεστώς εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος», και το οποίο (βιβλιαράκι) θα κυκλοφορούσε για πρώτη φορά, επίσημα, στην Ελλάδα, στην αρχή της μεταπολίτευσης από τις εκδόσεις Πλειάς. Για λεπτομέρειες μπορείτε να δείτε κι εδώ.
Τι έλεγε όμως σ’ εκείνη τη συνέντευξή του στα «Επίκαιρα», τον Νοέμβρη του ’73, ο Βασίλης Βασιλικός, σε σχέση με το θέμα της διαφαινόμενης επιστροφής του; Ας το δούμε. Έχει ενδιαφέρον...
— Επιστρέφεις ή όχι στην Αθήνα, τελικά;
Όπως δεν υπάρχει έλξη χωρίς απώθηση, έτσι δεν μπορούμε να καταλάβουμε την επιστροφή χωρίς να μιλήσουμε πρώτα για την αναχώρηση. Τι μας ανάγκασε να βγούμε; Στη συγκεκριμένη, τη δική μου περίπτωση, δεν έφυγα, αλλά βρέθηκα έξω, όπου και παρέμεινα. Έτσι, για μένα, δεν πρόκειται ακριβώς για επιστροφή, αλλά για το ξαναζωντάνεμα της κίνησης πάνω σ’ ένα παγωμένο πλάνο της ταινίας. Έτσι πρέπει να σκεφτούμε... τι άλλαξε, πράγματι, και επιτρέπει τώρα την επιστροφή; Άλλαξε τίποτα ή μόνο οι μάσκες; Ή μήπως πρόκειται για την μεγαλοψυχία τού χορτασμένου λιονταριού, στη ρωμαϊκή αρένα, που δεν έχει άλλη όρεξη; Σχέση δηλαδή νικητή προς νικημένο; Στους ταξικούς αγώνες, όμως, δεν υπάρχουν οι δοσμένες έννοιες της νίκης και της ήττας. Τα λέω όλα αυτά για να εξηγήσω ότι η επιστροφή είναι μια πράξη που υλοποιείται καθ’ οδόν. Το να μιλάει κανείς γι’ αυτήν πριν γίνει αποτελεί πολυτέλεια της αναλυτικής φιλολογίας. Άλλο ο νόστος της επιστροφής. Κανένας, από τον αρχαίο Οδυσσέα μέχρι τον σημερινό μετανάστη στο Νταχάου, έξω απ’ το Μόναχο, δεν υπήρξε που να μην τον αισθάνεται.
— Όλα αυτά τα χρόνια ήταν για σένα γόνιμα;
Υπήρξαν πάντως δύσκολα. Και πάνω στα βράχια λένε ότι βγαίνουν τα πιο ανθεκτικά λουλούδια. Στα χρόνια αυτά όχι μόνο έγραψα, αλλά τύπωσα δεκαπέντε βιβλία πεζογραφίας και έξι ποιητικές συλλογές. Με την βοήθεια φίλων δημιουργήσαμε τις «Εκδόσεις 8½», όπου τυπώθηκαν εκτός από τα δικά μου και τα ποιήματα του Παναγούλη, καθώς και ένα δοκίμιο του Ρεζίς Ντεμπρέ (σ.σ. «Μαθαίνοντας απ’ τους Τουπαμάρος»).
— Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ποιο είναι το πρόγραμμά σου;
Το πρόγραμμά μου ήταν πάντα να γράψω για την αδικία, για την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, για τις σχέσεις των ανθρώπων, για τα μίση και τους έρωτες. Και προπαντός, όπως έλεγε ο μακαρίτης ο Θεοτοκάς, το σπουδαίο είναι να αφήσει κανείς ένα μικρό λιθάρι στο γιαπί αυτό της νεοελληνικής λογοτεχνίας – τον Οίκο του Πατρός μου, που πάνε να τον κάνουνε Οίκο Εμπορίου.
Ποια ήταν όμως τα βιβλία που θα τύπωνε στο εξωτερικό εκείνα τα χρόνια ο Βασίλης Βασιλικός;
Κατά δική του δήλωση, όπως τα θυμόταν στη συνέντευξή του στα «Επίκαιρα», και πέρα από τις «Υποθήκες Παπαδόπουλου Παττακού», ήταν τα πεζά «Καφενείον “Εμιγκρέκ”», «Η Δολοκτονία», «Σε Γνωρίζω από την Κόψη...», «Μετώκησεν εις Άγνωστον Διεύθυνσιν», «Ο Πλανόδιος Πλασιέ», «Το Ψαροτούφεκο», «Το Μαγνητόφωνο», «Το Μαγνητόφωνο Δύο», «Το Λαχείο», «20.20’», «Φίφτυ-Φίφτυ», «Πορτραίτο Ενός Αγωνιστή: Νίκος Ζαμπέλης», «Πάσχα στους Γαργαλιάνους» και ακόμη τα ποιητικά «Μέσα στη Νύχτα της Ασφάλειας», «Λάκα-Σούλι», «Ο Ληξίαρχος», «Bella Ciao», «Ήλιε μου, Αρταξέρξη μου» και «Συνάντηση με τον Ήλιο». Να πούμε, δε, πως κάποια εξ αυτών κυκλοφορούσαν ήδη, τότε, σε διάφορες μεταφράσεις.
Πότε θα ερχόταν τελικά ο Βασίλης Βασιλικός στην Ελλάδα; Στο τέλος Αυγούστου του 1974. Όπως θα έγραφε και η εφημερίδα «Μακεδονία» στο φύλλο της 1 Σεπτ. εκείνης της χρονιάς:
«ΑΘΗΝΑΙ, 31.- Ο Βασίλης Βασιλικός, διαπρεπής συγγραφέας της τελευταίας γενιάς, βρίσκεται ξανά στην Ελλάδα. Ο συγγραφέας του Ζ, τα τελευταία 7 χρόνια ζούσε μονίμως στο Παρίσι αυτοεξόριστος. Ήρθε και θα μείνει και θα εργαστεί στον τόπο του, ο βορειοελλαδίτης συγγραφέας, για να αποδείξει ακόμη μια φορά αυτό που του έγραψε πρόσφατα ξένος κριτικός, για το βιβλίο του Μαγνητόφωνο: Ότι ένας μεγάλος συγγραφέας χρησιμεύει να βλέπει την πραγματικότητα, χωρίς κόλπα και φιλαρέσκεια».