ΕΙΝΑΙ ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΗ αλλά και βαθιά δυσοίωνη αυτή η ψευδής αίσθηση ισχύος και εξουσίας που προσφέρει η ιδέα του «cancel» μέσω του λαϊκού δικαστηρίου που στήνεται καθημερινά σχεδόν στα social media, τα οποία είναι τα μόνα που πάντα κερδίζουν στο τέλος της μέρας, όποιο κι αν είναι το ζήτημα που έχει προκύψει και απαιτεί άμεσο τελείωμα. Ειδικά όταν υπόλογος δεν είναι κάποιο πρόσωπο, αλλά μια εταιρεία, μια επιχείρηση, ένα εμπορικό σήμα, ένα franchise, ένα brand.
Είναι φοβερή η ιδέα –και η ψευδαίσθηση ενεργούς παρέμβασης που προκαλεί– ότι το hashtag που πόσταρες έκανε τελικά τη διαφορά ώστε να δικαιωθεί η αγανάκτηση και να αποκατασταθεί η ηθική τάξη.
Είναι φοβερή η ιδέα –και η ψευδαίσθηση ενεργούς παρέμβασης που προκαλεί– ότι το hashtag που πόσταρες έκανε τελικά τη διαφορά ώστε να δικαιωθεί η αγανάκτηση και να αποκατασταθεί η ηθική τάξη.
Η περίπτωση της 70χρονης κυρίας, που για δραματουργικούς λόγους έγινε «γιαγιά», η οποία συνελήφθη στο σούπερ μάρκετ με τρόφιμα που δεν είχε να τα πληρώσει είναι ένα στιγμιότυπο που αντανακλά τις πρωτοφανείς οικονομικές δυσχέρειες –τα χειρότερα από την αρχή της Κρίσης, που φυσικά όχι μόνο δεν έληξε ποτέ αλλά μοιάζει να κλιμακώνεται διαρκώς, σε πείσμα της νέας «ανοικοδομήσης» που βλέπουμε να συντελείται τριγύρω μας– που βιώνει ένα πολύ μεγάλο πλέον τμήμα του κοινωνικού συνόλου.
Αντ’ αυτού, η είδηση διαδόθηκε ως εξής περίπου: «Γιαγιάκα πάνω στην πείνα και στην απελπισία της έκλεψε κάτι να φάει και τη σταύρωσαν, σαν τον Γιάννη Αγιάννη, για ένα καρβέλι ψωμί: Cancel εδώ και τώρα, να μάθουν τα καθάρματα». Και δεν τη σταύρωσαν όποιοι κι όποιοι, αλλά οι «Γερμαναράδες» και τα τσιράκια τους, παλιά ιστορία, τι περίμενες δηλαδή;
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο υπάλληλος που δήλωσε ότι έκανε απλά τη δουλειά του, δεν βοήθησε στην ύφεση του σφοδρού (και χυδαίου και ρατσιστικού) αντιγερμανικού μένους που ξεχύθηκε αυθορμήτως στο Ίντερνετ με αφορμή την καταγωγή της συγκεκριμένης αλυσίδας. Θα έπρεπε να γνωρίζει κι αυτός ότι το «εκτελούσα εντολές» σώθηκε ως δικαιολογία από τη Νυρεμβέργη.
Τέλος πάντων, όλα καλά (ας τα λέμε), απεφεύχθη η ποινική δίωξη της γυναίκας, μετά την έγκαιρη κινητοποίηση των «χρηστών», αλλά και τη συμβολή των άμεσα ευαισθητοποιημένων υπουργών κ.κ. Γεωργιάδη και Θεοδωρικάκου, οι οποίοι έσπευσαν να πάρουν τα εύσημα για την «ανθρωπιά» που τελικά επικράτησε.
Πέρα από τον σαρκασμό που έχει γίνει αντανακλαστικός σε τέτοιου είδους φαινόμενα, δεν είμαι σίγουρος ποιο ακριβώς δίκαιο εξυπηρετεί το να διαχωρίζουμε brands σε «καλά» και «κακά» με όρους χαρακτήρων μυθοπλασίας, με όρους σαπουνόπερας και φτηνού μελό, με όρους επιφανειακούς, με όρους μάρκετινγκ εν τέλει.
Δεν ξέρω τι ακριβώς λέει για μας και για τις καλλιεργημένες ευαισθησίες μας το γεγονός ότι αρκεί ένα ακριβοπληρωμένο διαφημιστικό σποτ «δικαιωματικού» τύπου όχι μόνο για να υιοθετήσουμε το προϊόν που διαφημίζεται στο φόντο του κοινωνικού μηνύματος, αλλά και για να του προσφέρουμε όλη τη διαφήμιση του κόσμου από τις προσωπικές «σελίδες» μας στα σόσιαλ, εντελώς δωρεάν, από την καλή μας καρδιά και μόνο.