ΩΣ ΣΠΑΣΙΚΛΑΣ, όχι της μουσικής (όλοι οι άνθρωποι είναι κολλημένοι με τα τραγούδια που αγαπάνε) αλλά της γλαφυρής και συχνά ακαδημαϊκής, ελιτίστικης και ερμητικής παραφιλολογίας γύρω από την σύγχρονη μουσική, προτιμώ τα μουσικά ντοκιμαντέρ που εξαντλούνται σε ένα πολύ συγκεκριμένο θέμα, είδος, πρόσωπο, γκρουπ. Αυτή όμως εδώ η σειρά που αποτελείται από οκτώ επεισόδια-κεφάλαια και φέρει τον γενικό(λογο) τίτλο This Is Pop (όπου ποπ εννοούμε και το ροκ και το hip-hop και το R&B και τα «εναλλακτικά» και τα πάντα) είναι τόσο ενδιαφέρουσα και αναζωογονητική ακριβώς επειδή δεν παίρνει τον εαυτό της και τόσο στα σοβαρά και δεν αναλώνεται σε αγιογραφικές διατριβές και σε νοσταλγικές αναθεωρήσεις.
Παρά το ανάλαφρο και καταδεκτικό προς όλους τους θεατές ύφος και την χαλαρή προσέγγιση, η σειρά μεταχειρίζεται τα θέματά της με σοβαρότητα και οξυδέρκεια, τοποθετώντας στο πλαίσιο τον ρόλο της μουσικής βιομηχανίας, τις εκάστοτε πολιτισμικές και γεωπολιτικές τάσεις, τα μέσα δημιουργίας και ακρόασης της μουσικής, και βέβαια τα σωστά πρόσωπα για κάθε θέμα.
Κάθε επεισόδιο εξετάζει μέσω αρχειακού υλικού, συνεντεύξεων και πολλών τραγουδιών που αγαπήσαμε, ένα διαφορετικό θέμα χωρίς να παριστάνει ότι το εξαντλεί, από την άνοδο την πτώση και την άνοδο ξανά (στην εποχή μας) των μεγάλων μουσικών φεστιβάλ μέχρι την σύντομη και σπαρταριστή ιστορία της Britpop στα ‘90s, κι από την κατάρα του Auto-Tune που ενέσκηψε στην ποπ μουσική από το “Believe” της Cher μέχρι την γενεαλογία της σουηδικής παντοδυναμίας στην μελωδία και στην παραγωγή σουξέ που κολλάνε για πάντα το μυαλό, από την εποχή των Abba ως τα περιβόητα Cheiron Studios (Ace of Base, Britney Spears, Backstreet Boys, Celine Dion, Bon Jovi, κλπ) και ως τον Ludwig Göransson, τον πιο καυτό μουσικό παραγωγό στο Χόλιγουντ και κρυφό ήμισυ του/των Chilidish Gambino. Τίτλος του επεισοδίου (τρίτου στη σειρά): «Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης».
Παρά το ανάλαφρο και καταδεκτικό προς όλους τους θεατές ύφος και την χαλαρή προσέγγιση (μουσική είναι, δεν είναι ζήτημα ζωής και θανάτου παρότι συχνά έτσι νομίζουμε επειδή πρόκειται για τόσο «κολλητικό» πράγμα), η σειρά μεταχειρίζεται τα θέματά της με σοβαρότητα και οξυδέρκεια, τοποθετώντας στο πλαίσιο τον ρόλο της μουσικής βιομηχανίας (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στις μέρες μας), τις εκάστοτε πολιτισμικές και γεωπολιτικές τάσεις, τα μέσα δημιουργίας και ακρόασης της μουσικής, και βέβαια τα σωστά πρόσωπα για κάθε θέμα.
Είτε πρόκειται για τον ράπερ και παραγωγό T-Pain ο οποίος δηλώνει ότι έπεσε σε κατάθλιψη που διήρκεσε τέσσερα χρόνια όταν ο Usher του είπε ότι κατέστρεψε για πάντα την μουσική με την ευρεία χρήση του Auto-Tune. Είτε για τον Ulf Ekberg των Ace of Base που λέει ότι δοκίμαζε για καιρό στην πίστα ενός κλαμπ το “All That She Wants” πριν του βάλει λόγια, για να σιγουρευτεί ότι ο κόσμος χόρευε με το ρυθμό. Είτε για κάποια εν ζωή μέλη των Mamas and Papas και των Jefferson Airplane που θυμούνται τις μέρες των πρώτων ελεύθερων φεστιβάλ στο Σαν Φρανσίσκο. Είτε για τον Chuck D των Public Enemy που δηλώνει στο τελευταίο επεισόδιο της σειράς (ή του πρώτου της κύκλου) ότι η έμπνευση για το “Fight the Power” είναι το σημείο που σταματάς να ουρλιάζεις γιατί πλέον δεν έχει νόημα και αρχίζεις να σπας βιτρίνες. Είτε, τέλος, για τον Arlo Guthrie, γιο του Woody Guthrie, ο οποίος, στο ίδιο επεισόδιο θυμάται αυτό που του έλεγε πάντα ο πατέρας του: «Η δουλειά του τραγουδοποιού είναι να πληγώνει τους βολεμένους και να ανακουφίζει τους πληγωμένους».