ΠΑΡΑ ΤΑ ΜΥΡΙΑΔΕΣ ΚΡΟΥΣΜΑΤΑ, κυκλοφορεί ευρέως μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία η ραγδαία εξάπλωση της μετάλλαξης όμικρον δεν είναι παρά είναι η αρχή του τέλους (της πανδημίας, όχι της ανθρωπότητας).
Και δεν εκφέρεται αποκλειστικά από αμφιλεγόμενες πηγές όπως ο αντιπρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος. ο οποίος μας υποσχέθηκε τρελό καρναβάλι σε κάνα μήνα το πολύ –μια αισιόδοξη και groovy εξαγγελία αντίστοιχη με το οργιαστικό περσινό καλοκαίρι που υποτίθεται θα ζούσαμε κάτω από τον αστραφτερό ήλιο του εμβολίου– αλλά κι από κάθε λογής σοβαρούς παρατηρητές και επιστήμονες. Και δεν εννοούν φυσικά το τέλος της πανδημίας ως ασθένειας, αλλά ως κοινωνικού φαινομένου και ως συνθήκης συλλογικής σύγχυσης και παράνοιας.
Εννοούν ότι δεν θα αργήσει εκείνη η ώρα που θα τεθεί υπό σχετικό έλεγχο η κατάσταση, επιτρέποντάς μας να συμβιώσουμε με τον ιό αλλά και μεταξύ μας χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Και κυρίως, χωρίς να κατηγορούμε ο ένας τον άλλον για έλλειψη ενσυναίσθησης και κοινωνικής ευθύνης, την ώρα που οι κυβερνήσεις αδυνατούν πλέον να προσφέρουν αποτελεσματικές λύσεις και βοήθειες.
Εννοούν ότι δεν θα αργήσει εκείνη η ώρα που θα τεθεί υπό σχετικό έλεγχο η κατάσταση, επιτρέποντάς μας να συμβιώσουμε με τον ιό αλλά και μεταξύ μας χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Και κυρίως, χωρίς να κατηγορούμε ο ένας τον άλλον για έλλειψη ενσυναίσθησης και κοινωνικής ευθύνης, την ώρα που οι κυβερνήσεις αδυνατούν πλέον να προσφέρουν αποτελεσματικές λύσεις και βοήθειες.
Και σε κάποιο σημαντικό βαθμό αυτή η «αρχή του τέλους» μοιάζει να έχει ήδη συμβεί υπό την έννοια ότι ο κόσμος έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά και περιμένει καρτερικά να κολλήσει «για να τελειώνουμε» (είναι κοινό μυστικό ότι είχαν οργανωθεί διάφορα πάρτι «αποκλειστικά για μολυσμένους» την παραμονή της πρωτοχρονιάς).
Δεν πρόκειται για μοιρολατρία ούτε για ευσεβή πόθο, απλά για μια αγωνιώδη ελπίδα απεγκλωβισμού, έστω και μ’ αυτόν τον δραστικό τρόπο, από τα αδιέξοδα και τα ναρκοπέδια που περιλαμβάνει πλέον η διαδικασία πρόληψης και προστασίας σε καθημερινό επίπεδο.
Είναι σίγουρα η Όμικρον πιο ήπια; Κι αν κόλλησα από τα κατάλοιπα της Δέλτα; (Ρητορικό το ερώτημα καθότι δεν υπάρχει περίπτωση να ενημερωθεί ο πολίτης για την ταυτότητα της μετάλλαξης που τον βρήκε). Πότε συνάντησα κρούσμα; Πόσες μέρες πέρασαν; Πότε να ξεμυτίσω; Να πάω στη δουλειά ή όχι; Πότε έχει νόημα να κάνω τεστ; Και ποιου είδους; Από τη μύτη ή από τον φάρυγγα; Και μέχρι πόσα μοριακά τεστ αντέχει η υπομονή και η τσέπη μου;
Αντίθετα από προηγούμενες φάσεις της πανδημίας, όπου πάλευε ο πλανήτης να «ισιώσει την καμπύλη» (πόσο vintage μοιάζει ήδη αυτή η φράση) και η προοπτική μόλυνσης είχε τη μορφή του χάρου με την κουκούλα και το δρεπάνι, έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρείται λύτρωση η πρόσληψη του ιού (πάντα με την προϋπόθεση των απαιτούμενων εμβολιασμών και την απουσία σοβαρών υποκείμενων νοσημάτων) για να ξέρει επιτέλους κανείς τι πρέπει να κάνει.
Ακόμα και ως επίσημα «θετικός» όμως, υπάρχει περίπτωση να μην καταφέρει να πείσει την εργοδοσία του ότι δεν πρέπει να πάει στη δουλειά.
Το μόνο βέβαιο είναι πως από τη στιγμή που τόσοι πολλοί από εμάς διαπιστώνουμε ότι οι γνωστοί μας που κόλλησαν κάποια στιγμή είναι πλέον η πλειοψηφία, το γεγονός αυτό (που θα μας προκαλούσε αποπληξία ακόμα και έναν χρόνο πριν) σηματοδοτεί αν όχι το τέλος, σίγουρα το κλείσιμο ενός κεφαλαίου αυτής της ιστορίας που μοιάζει αστείρευτη σε εξέλιξη και ανατροπές.