ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ, που είχα να πάω από το σχολείο, και συνεπώς ήταν σχεδόν σα μην είχα πάει ποτέ. Σίγουρα δεν είχα επισκεφτεί ποτέ το στοιχειωμένο σπίτι του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού, που στέκεται διακριτικά επιβλητικό και ευμενώς απόκοσμο πάνω από τα σπίτια και κάτω από το βουνό, στο τέλος μιας ανηφόρας κοντά στον αρχαιολογικό χώρο αλλά μακριά από τα πλήθη του, λειτουργώντας ως Μουσείο των Δελφικών Εορτών που εμπνεύστηκαν οι μεγαλειωδώς αλαφροΐσκιωτοι ένοικοί του. Όχι μακριά από εκεί, υπάρχει και το μνήμα του άγνωστου σε μένα μέχρι χθες, Αμερικανού συγγραφέα, ποιητή, ιδεαλιστή, οραματιστή, παράξενου ταξιδιώτη Τζορτζ Κραμ Κουκ (George Cram Cook), πάνω στο οποίο είναι χαραγμένοι οι τελευταίοι στίχοι, όπως θα μάθαινα μετά, ενός πολύστιχου ποιήματός του με τίτλο «Στα πενήντα μου ρωτάω τον Θεό» (“At Fifty I Ask God”):
Ακούω το ρυάκι του βουνού
Να ξεχύνεται σαν την ομορφιά. Αυτό το ρυθμικό νερό
Δεν έχει ανάγκη να είναι κάτι περισσότερο από τον εαυτό του
Αλλά εγώ
Πνεύμα
Δεν έχω λόγο να ζω
Εκτός αν κάπως για το πνεύμα κάπου
Η ζωή είναι αθάνατη.
Ο Κουκ αντίκρυσε τα πενήντα του το 1923 στους Δελφούς, αλλά αυτό ήταν και το όριο του στον επίγειο κόσμο. Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, τον Ιανουάριο του 1924, πέθανε από ξαφνική ασθένεια που λέγεται ότι μεταδόθηκε από το αγαπημένο του σκυλί. Είχε σπουδάσει στο Χάρβαρντ και στη Χαϊδελβέργη και είχε διδάξει για λίγο στο Στάνφορντ, αλλά τελικά τον απορρόφησε η πρωτοπορία, καθώς από το 1915 έως τις αρχές της Άνοιξης του 1922 υπήρξε ιθύνων νους του θεάτρου των Provincetown Players, μέλη του οποίου υπήρξαν επιφανείς προσωπικότητες όπως ο Τζον Ριντ και ο Ευγένιος Ο’ Νιλ, ο οποίος σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, υπήρξε «ανακάλυψη» του Κουκ.
Αντίθετα από άλλους αρχαιόπληκτους ελληνιστές πάντως, ο Κουκ, όπως και η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, αγάπησε πολύ και την λαϊκή παράδοση, σε βαθμό που λίγο καιρό μόνο μετά την άφιξή του, θα ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι δεν επρόκειτο για ντόπιο βοσκό αλλά για Αμερικανό διανοούμενο.
Τελικά όμως, αηδιασμένος από την πλήρη εμπορευματοποίηση των πάντων, αποφάσισε να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω και να εγκατασταθεί μόνιμα στον Παρνασσό τον Μάρτιο του 1922, για να ζήσει – σύμφωνα με τα γραπτά του που παραθέτει η σύζυγός του και καταξιωμένη συγγραφέας Σούζαν Γκλάσπελ, η οποία τον ακολούθησε — «για να ζήσει στην Ελλάδα ως “Έλληνας Θορώ”, παρέα με τον Όμηρο και απλούς ανθρώπους κοντά στη φύση, και όταν θα έπιανε χειμώνας, στην Αθήνα, με τους διανοούμενους και τον Παρθενώνα».
Αντίθετα από άλλους αρχαιόπληκτους ελληνιστές πάντως, ο Κουκ, όπως και η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, αγάπησε πολύ και την λαϊκή παράδοση, σε βαθμό που λίγο καιρό μόνο μετά την άφιξή του, θα ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι δεν επρόκειτο για ντόπιο βοσκό αλλά για Αμερικανό διανοούμενο. Παρά την περιβολή του όμως, δεν είχε λησμονήσει την αγάπη του για το θέατρο, ετοιμάζοντας ένα επικό θεατρικό έργο που προοριζόταν για τους Δελφούς, ιδανικά με ερασιτέχνες ηθοποιούς – τους βοσκούς με τους οποίους έκανε καθημερινή παρέα – στα πρότυπα του αμερικανικού community theatre.
Όπως μαθαίνουμε από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη του καθηγητή Σταύρου Τσιτσιρίδη με τίτλο «Ο George Cram Cook και οι Δελφικές Εορτές: Μια αγνοημένη σελίδα του πρωτοποριακού θεάτρου στην Ελλάδα» (υπάρχει στο διαδίκτυο), «λίγες μέρες μετά τον θάνατο του, στις 20 Ιανουαρίου, το Ελεύθερον Βήμα φιλοξενούσε στην πρώτη σελίδα κείμενο του ποιητή Λέανδρου Παλαμά (γιου του Κωστή Παλαμά) με τον τίτλο ‘Γεώργιος Κραμ Κουκ’ και φωτογραφία του Αμερικανού με τοπική φορεσιά πάνω στον Παρνασσό. Ανάμεσα στα άλλα ο Παλαμάς γράφει για τον Κουκ ότι κατά την εδώ παραμονή του, “περιπλανώμενος σε βουνά και σε ακρογιάλια, μελετούσε επίμονα ένα κοσμογονικό του έργο που θ’ απλωνόταν σε πολλές χιλιάδες χρόνια. Το έργο αυτό θύμιζε πάντως τα σχέδια, όπως τα συλλαμβάνουν από την άλλη ήπειρο του Ατλαντικού”».
Η μνήμη του τιμήθηκε πάντως το 1927 στις πρώτες Δελφικές Εορτές, σύμφωνα με το βιβλίο που θα έγραφε αργότερα η κόρη του (“My Road to India”, 1939), η Νίλλα Κουκ, η οποία είχε λάβει και η ίδια μέρος ως μέλος του Χορού των Ωκεανίδων:
Κρούοντας τις ασπίδες και ηχώντας τις σάλπιγγες χόρεψαν τον Πυρρίχιο, τον αρχαίο πολεμικό χορό για τους πεσόντες, προς τιμήν του «Κυρίου Κουκ». Τα τύμπανα και οι σάλπιγγες αντήχησαν στις βουνοπλαγιές και οι ιαχές του σταδίου μεταφέρθηκαν παντού μαζί με το λευκό μεταξωτό πανό που είχε γραμμένο με χρυσά γράμματα το όνομά του. Αυτό που θα του άρεσε πάνω από όλα, σκέφτηκα, ήταν το ότι οι αετοί κατέβηκαν από τις κορυφές του Παρνασσού να δουν αυτό που συνέβαινε.