ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΛΕΕΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ερμηνεύεται και μεθερμηνεύεται μέχρι τελικής πτώσεως, συχνά με απόλυτο κριτήριο το αν είναι αρκούντως πατριωτικό – γεγονός αστείο έως και εξωφρενικό, αν αναλογιστεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο είχε φερθεί στον ίδιο και στην οικογένειά του η ελληνική πολιτεία πριν γίνει σούπερ σταρ (ακόμα κι όταν έγινε, επιφανείς αξιωματούχοι όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης δεν είχαν κανένα πρόβλημα να χλευάζουν καγχάζοντας το… μη ελληνοπρεπές επίθετό του).
Εν πάση περιπτώσει, είπε κάτι προχθές το βράδυ ως κατακλείδα στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε μετά τον θριαμβευτικό αγώνα ενάντια στην Κροατία, που έστειλε την Εθνική στους Ολυμπιακούς του Παρισιού, το οποίο δεν είδα να μεταφράζεται και να διακινείται ευρέως (η συνέντευξη του Γιάννη παρέα με τον κόουτς της Εθνικής, Βασίλη Σπανούλη, έγινε στα αγγλικά). «Νιώθω κάποιες φορές», είπε καταλήγοντας, «ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που κάνουμε [οι Έλληνες] ως κουλτούρα και ως χώρα, που εγώ δεν τα κάνω τόσο πολύ. Δεν μου αρέσει να προτρέχω. Προτιμώ να βαδίζω ένα βήμα τη φορά».
Όσο για τα κριτήρια που έχουν να κάνουν με την επιλογή των σημαιοφόρων, δεν υπάρχει κάποιος αυστηρός νόμος –γραπτός ή άγραφος– που να τα καθορίζει.
Ίσως είχε αντιληφθεί ότι πριν ακόμα στεγνώσουν τα δάκρυα χαράς (δικά του και δικά μας) για την πρόκριση, είχε ξεκινήσει διαδικτυακώς ο κακός χαμός σχετικά με το ζήτημα του σημαιοφόρου (των σημαιοφόρων για την ακρίβεια) που θα ηγηθεί της ελληνικής αποστολής στο Παρίσι.
Ίσως ήταν ένας μάλλον εύσχημος και διακριτικός τρόπος να υποδηλώσει ότι η φούρια, η μανούρα, η συνωμοσιολογία και η εχθροπάθεια που μας διακρίνουν ως ράτσα –στοιχεία που η αρένα των social media αναδεικνύει στον ύψιστο βαθμό– δεν συνάδουν με την όαση σύμπνοιας και συλλογικής χαράς που θα έπρεπε να αποτελούν κάτι τέτοιες στιγμές. Ας περιμένουμε την (σημερινή) απόφαση της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής γι’ αυτό το «φλέγον» ζήτημα, που ξεχάσαμε πάλι ότι είναι τελείως εθιμοτυπικό.
Το ιδεοληπτικό και συχνά αγρίως σεξιστικό υβρεολόγιο που δέχτηκε –από «προοδευτικούς» κύκλους μάλιστα– η Μαρία Σάκκαρη (η οποία βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σταθερά στην πρώτη δεκάδα της κατάταξης του παγκόσμιου τένις, κάτι ασύλληπτο για τα ελληνικά δεδομένα μέχρι και πολύ πρόσφατα) όταν αναδύθηκε το όνομά της ως επικρατέστερης συν-σημαιοφόρου, δεν περιγράφεται. Η αλήθεια είναι ότι ως επιτυχημένη τενίστρια –ασχέτως αν εμείς αποφασίσαμε ότι δεν ασχολούμεθα μ’ αυτό το δήθεν «σπορ της ελίτ»– είναι πολύ πιο αναγνωρίσιμη διεθνώς από άλλους πρωταθλητές μας, όπως και ο Γιάννης φυσικά, όπως και ο Τσιτσιπάς, μας αρέσει δεν μας αρέσει.
Όσο για τα κριτήρια που έχουν να κάνουν με την επιλογή των σημαιοφόρων, δεν υπάρχει κάποιος αυστηρός νόμος –γραπτός ή άγραφος– που να τα καθορίζει. Έγραφαν διάφοροι και διάφορες ότι ο/η σημαιοφόρος πρέπει να είναι Ολυμπιονίκης, κάτι που φυσικά θα ακύρωνε άμεσα την «υποψηφιότητα» του Γιάννη. Ούτε είναι και υποχρεωτικό φυσικά ο/η σημαιοφόρος να είναι αθλητής του στίβου. Αυτό που εννοούσαν είναι ότι η σημαιοφόρος δεν μπορεί να έχει σχέση με τον γιο του πρωθυπουργού, γεγονός που την καθιστά αυτομάτως κατακριτέα και ύποπτη, κι ας πρόκειται για στοιχείο της προσωπικής και όχι της αθλητικής της ζωής.
Έτσι είναι όμως δυστυχώς. Το μαγαζάκι του τρόμου στα social (αλλά και στα «κανονικά») media δεν κλείνει ποτέ.