ΤΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΙ ΑΥΤΟ. Τουλάχιστον τα δύο προηγούμενα έκαιγε έντονο το καύσιμο της απελευθέρωσης από τα λοκντάουν. Διακοπές κι όποιον πάρει ο χάρος.
Και πράγματι είχαν αυτές οι διακοπές κάτι ξεχωριστό, κάτι πολύτιμο, μαζί με μια πολύ διεγερτική αίσθηση του επείγοντος. Υπό «κανονικές» συνθήκες (πλέον αμφιβάλλουν σοβαρά ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι, αν δεν είναι σπεκουλαδόροι και οπορτουνιστές, αν θα υπάρξει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο) το φετινό θα ήταν το καλοκαίρι της μεγάλης αποσυμπίεσης, της μεγάλης χαλάρωσης, ειδικά από τη στιγμή που αποφασίσαμε να αγκαλιάσαμε όλοι μαζί την ψευδαίσθηση ότι η πανδημία τελείωσε.
Είναι βαρύ όμως να νιώθεις ότι έχεις χάσει τα κληρονομικά σου προνόμια στη μεγαλειώδη καλοκαιρινή γεωγραφία αυτής της χώρας, που μέχρι και μια γενιά πριν έμοιαζαν σχεδόν δεδομένα. Η ανατομία του θέρους έχει μεταλλαχθεί δραματικά.
Όλα είναι χειρότερα όμως φέτος και για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή μου έχω ακούσει τόσους πολλούς ανθρώπους να δηλώνουν αδυναμία να ανταποκριθούν στα έξοδα των διακοπών στις οποίες είχαν τόσο πολύ επενδύσει συναισθηματικά όλη την (ατέλειωτη και κρύα) προηγούμενη σεζόν. Αυτό είναι που λένε η συντριβή της μεσαίας τάξης ή μιας μεσαίας τάξης που αντιλαμβανόταν τον εαυτό της ως τέτοια μέχρι που οι περιστάσεις έγδυσαν από κάθε νόημα και προνόμιο μια τέτοια ιδιότητα.
Άνθρωποι, ειδικά οικογενειάρχες, καταβεβλημένοι από την ακρίβεια κάθονται για πρώτη φορά ίσως να υπολογίσουν ξανά και ξανά το κόστος των διακοπών –τα αεροπορικά, τα ακτοπλοϊκά, τη διαμονή, τη βενζίνη, το ανεξέλεγκτο «σκίσιμο» που επικρατεί παντού– και η σούμα δεν βγαίνει. Και συγχρόνως ορατό και βαρύ στον ορίζοντα το απειλητικό σύννεφο του ενεργειακού ζόφου και των παράπλευρων δεινών που μας περιμένουν υπομονετικά να επιστρέψουμε από τις διακοπές.
Τουρίστας στον τόπο σου. Και μάλιστα μπατιροτουρίστας. Κάποτε έμοιαζε έσχατη κακομοιριά να λες τέτοια πράγματα. Τώρα είναι απλά ένα ψυχρό γεγονός. Και ένα πολύ κακό συναίσθημα. Και συχνά την πληρώνουν οι ξένοι, οι αυθεντικοί τουρίστες προς τους οποίους παρακολουθώ εσχάτως να εκδηλώνεται αντανακλαστικά μια επιθετική διάθεση που δεν υπήρχε παλιά, ακόμα κι από άτομα που δεν θα το περίμενες, λες και φταίνε αυτοί που εμείς μπατιρίσαμε.
Είναι βαρύ όμως να νιώθεις ότι έχεις χάσει τα κληρονομικά σου προνόμια στη μεγαλειώδη καλοκαιρινή γεωγραφία αυτής της χώρας, που μέχρι και μια γενιά πριν έμοιαζαν σχεδόν δεδομένα. Η ανατομία του θέρους έχει μεταλλαχθεί δραματικά.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, έχει φτάσει να ακούγεται σαν μομφή ο χαρακτηρισμός «καλοκαιράκιας» (θανάσιμα κοντά στο «καλοπερασάκιας» πλέον) ενώ θα έπρεπε να είναι κάτι το αυτονόητο, μια στοιχειώδης ταυτότητα, για κάποιον/-α που μένει μόνιμα εδώ. Θέλω να πω, αν δεν αγαπάς το καλοκαίρι, ποιο το νόημα να μένεις εδώ, αν έχεις την ευκαιρία να ζεις αλλού με καλύτερες συνθήκες;
Ζωή χωρίς αγάπη είναι σαν χρονιά χωρίς καλοκαίρι, λέει μια σουηδική παροιμία. Ακόμα και οι Σουηδοί το πιάνουν δηλαδή, που τα καλοκαίρια τους είναι αχνά γκριζοπράσινα και το βράδυ δεν έρχεται ποτέ.