ΑΠΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΤΟ ΚΑΚΟ. Από πού κι ως πού δηλαδή «Ελπίδα»; Τόσο άνετοι και προχωρημένοι έχουμε γίνει στη διαχείριση ακραίων καιρικών φαινομένων ώστε να το ρίχνουμε στον ανέμελο (αυτο)σαρκασμό; Άκου Ελπίδα… Ότι δηλαδή τι; Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία; Γιατί όχι Ειρήνη; Αγάπη; Αποταμίευση;
Τέλη του Γενάρη πέφτει συνήθως η μέρα του χιονιού (του πραγματικού, που το στρώνει κανονικά) στην Αθήνα και είναι πάντα ένα ιδιαίτερο και αξιομνημόνευτο φαινόμενο.
Οι Αθηναίοι μπορεί να μη θυμούνται τι έκαναν χθες αλλά θυμούνται τι έκαναν «τότε με το χιόνι», το 2002, το 2008, το 2017, πέρσι ή φέτος, ασχέτως αν κλέβουν προσωρινά την παράσταση η ταλαιπωρία, οι «παράπλευρες απώλειες» και οι αβάσταχτοι περιορισμοί του κρατικού μηχανισμού αλλά και της περιούσιας ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην αντιμετώπιση της χιονόπτωσης, όταν αυτή υπερβαίνει το ελαφρύ επίπεδο, όπως χθες, καλή ώρα.
Για πολλούς χθες δεν υπήρχε και άλλη επιλογή. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν χωρίς ρεύμα ή άλλους αντιπερισπασμούς ήταν να χαζεύουν το χιόνι από το παράθυρο.
Οι φωτογραφίες των ανθρώπων που εγκατέλειπαν τα εγκλωβισμένα αυτοκίνητα τους, όπως ο Μαστρογιάνι στο 8½ ή ο Μάικλ Ντάγκλας στο Falling Down (Μια ξεχωριστή μέρα), αναζητώντας ματαίως τρόπο διαφυγής από την Αττική Οδό, ήταν κωμικοτραγικές. Τουλάχιστον, κάποιοι από αυτούς που καταναγκαστικά παρέμειναν είχαν την επιλογή της εμπειρίας διαμονής σε μοτέλ, ως χαρακτήρες αμερικανικού road movie.
Εμείς οι υπόλοιποι που είχαμε ταμπουρωθεί στα διαμερίσματά μας θυμηθήκαμε, με έντονη νοσταλγία κάποιοι, εκείνες τις πρώτες μέρες και νύχτες του πρώτου, του απόκοσμου, του «αυθεντικού» lockdown, χαζεύοντας με μια προσμονή λήθης το χλωμό λυκόφως που έφεγγε χθες πάνω από την πόλη πολύ μετά το σούρουπο, την ώρα που κανονικά θα έπρεπε ήδη να έχει πέσει η νύχτα.
Δεν το ‘χουμε με το χιόνι εδώ πέρα (ή εδώ κάτω), μας παραλύει, μας καίει τον εγκέφαλο, δεν ξέρουμε πώς να μετακινηθούμε, δεν ξέρουμε πώς να οδηγήσουμε, δεν ξέρουμε πώς να περπατήσουμε. Μόνο να παίξουμε για λίγη ώρα μαζί του μπορούμε ανακαλώντας μια φευγαλέα ιδέα παιδικής ανεμελιάς ή να το βλέπουμε να πέφτει από το μπαλκόνι και να σκεπάζει τη γειτονιά, σα να ενέσκηψε ξαφνικά στην πόλη η περίοδος της χειμερίας νάρκης. Για πολλούς χθες δεν υπήρχε και άλλη επιλογή. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν χωρίς ρεύμα ή άλλους αντιπερισπασμούς ήταν να χαζεύουν το χιόνι από το παράθυρο.
Ούτε και οι τέντες μας, που είναι πάντα σε καλοκαιρινό mood, το έχουν με το χιόνι, ειδικά αν ξεχνάμε να τις μαζέψουμε εγκαίρως, ούτε και τα φυτά μας, ούτε και τα καημένα τα δέντρα του αστικού μας τοπίου.
Άκουσα χθες το βράδυ ξαφνικά κάτι γδούπους έξω στη σιωπή και βγήκα στο μπαλκόνι να δω μήπως είχε τσακιστεί κάποιος ατυχής περαστικός, η πραγματικότητα όμως ήταν χειρότερη. Είχαν σπάσει από το δυσβάσταχτο λευκό βάρος και είχαν σωριαστεί στο παγωμένο οδόστρωμα οι δύο ψηλές σοφόρες που κοσμούσαν το απέναντι στενό και τη θέα μου. Και ούτε που ήξερα ότι τα έλεγαν έτσι αυτά τα δέντρα («ακακίες» μπορεί να έλεγα αν με ρωτούσαν, στην καλύτερη περίπτωση) μέχρι που άκουσα να το λέει μία γειτόνισσα, περίλυπη επίσης από το θλιβερό θέαμα.