ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑ να συμπληρώσω μισό αιώνα ζωής και ακόμα να παρεμβαίνει στη «διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα» ο Κίσινγκερ, που στα τέλη του μήνα κλείνει αισίως (ή ανοσίως) τα 99. Κι όμως, νάτος και πάλι στην επιφάνεια αυτός ο αιώνιος «γκουρού της διπλωματίας», ο ινστρούχτορας του realpolitik κυνισμού, ο μέγας χειραγωγός εθνικών και διεθνών κρίσεων, ο αρχιερέας του ψυχρού πολέμου ή, σύμφωνα με άλλους, ένας κατά συρροή «εγκληματίας πολέμου».
Αυτή τη φορά αφορμή ήταν η βαρυσήμαντη συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε πριν από τρεις μέρες στους Financial Times γύρω από τις προοπτικές του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και της ανθρωπότητας γενικότερα, στο πλαίσιο ενός νέου ψυχρού πολέμου, με τους ίδιους πρωταγωνιστές (ΗΠΑ/Δύση, Ρωσία, Κίνα).
«Έχουμε να κάνουμε πλέον με τεχνολογίες που μπορούν να επιτύχουν επίπεδα καταστροφής που δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε. Και το περίεργο στην παρούσα κατάσταση είναι ότι τα όπλα πολλαπλασιάζονται και στις δύο πλευρές, και κάθε χρόνος που περνά γίνονται ακόμα πιο εξελιγμένα. Δεν γίνεται όμως καμία συζήτηση διεθνώς για το τι θα συμβεί αν τα όπλα αυτά πράγματι χρησιμοποιηθούν».
Κατά τη συνέντευξη μοιάζει να αναρωτιέται κι ο ίδιος αν «η κλιμάκωση του πολέμου θα σημάνει τη χρήση όπλων που στα 70 χρόνια της ύπαρξής τους δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ποτέ». «Αν περάσουμε αυτή τη γραμμή, αυτό θα είναι ένα γεγονός τεράστιας σημασίας».
Και παρακάτω, στο ίδιο δυστοπικό μοτίβο που επειδή προέρχεται από εκείνον σου προκαλεί ένα είδος οντολογικού τρόμου: «Έχουμε να κάνουμε πλέον με τεχνολογίες που μπορούν να επιτύχουν επίπεδα καταστροφής που δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε. Και το περίεργο στην παρούσα κατάσταση είναι ότι τα όπλα πολλαπλασιάζονται και στις δύο πλευρές, και κάθε χρόνος που περνά γίνονται ακόμα πιο εξελιγμένα. Δεν γίνεται όμως καμία συζήτηση διεθνώς για το τι θα συμβεί αν τα όπλα αυτά πράγματι χρησιμοποιηθούν. Ζούμε σε μια εντελώς νέα εποχή και εξακολουθούμε να παραμελούμε αυτό το σενάριο».
Στο βιβλιαράκι του, που είχε κυκλοφορήσει το 2001 με τίτλο «Η Δίκη του Χένρι Κίσινγκερ», ο συχωρεμένος ο Κρίστοφερ Χίτσενς ζητούσε να απαγγελθούν στον άνθρωπο που, μεταξύ άλλων, είχε εμπλακεί στα πραξικοπήματα στη Χιλή ή στην Αργεντινή, στους βομβαρδισμούς αμάχων στο Βιετνάμ και στην Καμπότζη, στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο, στη γενοκτονία στο Ανατολικό Τιμόρ, κατηγορίες «για εγκλήματα πολέμου, για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, και για μια σειρά από παραβιάσεις του κοινού, εθιμικού ή διεθνούς ποινικού κώδικα, όπως συνωμοσία με στόχο τη δολοφονία, την απαγωγή και τον βασανισμό».
Με λάθος τύπο τα είχε βάλει ο Χίτσενς (που λίγο αργότερα έκανε κι αυτός τη μεγαλοπρεπή «πατάτα» του, υποστηρίζοντας φανατικά τη δικαιολογία των «όπλων μαζικής καταστροφής» που χρησιμοποιήθηκε για την εισβολή στο Ιράκ), ο οποίος πέθανε δέκα χρονιά μετά, στα 62 του, από καρκίνο στον οισοφάγο.
Λίγα χρόνια αργότερα θα έκλεινε και η ιστορική εβδομαδιαία εφημερίδα της Νέας Υόρκης Village Voice, που τον ίδιο περίπου καιρό που κυκλοφόρησε το βιβλίο του Χίτσενς είχε χαρακτηρίσει στο εξώφυλλό της τον Κίσινγκερ «Μιλόσεβιτς του Μανχάταν».
Ο ίδιος βέβαια ζει και βασιλεύει σαν αθάνατο Γκόλεμ και εκτός συγκλονιστικού απρόοπτου (ή επιβεβαίωσης των χειρότερων σεναρίων περί «πυρηνικής» κλιμάκωσης) του χρόνου θα τα εκατοστήσει – κυριολεκτικά.