ΚΡΥΟ ΣΟΥΒΛΕΡΟ είχε πέσει αποβραδίς στο χωριό. Η βάβω μάταια ανακάτευε τις στάχτες της σβηστής απ’ ώρα πια φωτιάς για να ζεσταθούν ο Μιχαλιός και η Ποτούλα, τα δυο της τα εγγόνια.
«Μια φορά κι έναν καιρό», ξεκίνησε το παραμύθι η γιαγιά, «οι άνθρωποι αποταμίευαν». «Πώς γινόταν αυτό, γιαγιάκα;», ρώτησε η Ποτούλα, ενώ τα κρύα δαχτυλάκια της έψαχναν για ζεστασιά στα ροζιασμένα χέρια της γερόντισσας. «Με τα λεφτά από τους μισθούς τους. Τους περίσσευαν και τα έβαζαν στην άκρη. Και σκεφτείτε, παιδιά μου, πως τον καιρό εκείνο δούλευε μόνο ο ένας στην οικογένεια!», τους είπε η γραία αναπολώντας τον παλιό καλό καιρό. «Ωωωωω», σάστισαν και τα δυο τους κι ανοίξαν τα ματάκια τους. Τέτοιο πράγμα δεν το ’χαν ξανακούσει.
Αν κάποιος μου ζητούσε να περιγράψω το τέλος της δεκαετίας του ‘90 και την αρχή των ‘00s στην Ελλάδα με μια εικόνα (την εποχή που κάποιοι αποκαλούν με στόμφο «η εποχή της ευμάρειας»), ίσως να του μιλούσα για μια επίσκεψή μου στον οδοντίατρο.
Ήμουν ξαπλωμένη με το στόμα ανοιχτό όταν συνειδητοποίησα πως ο γιατρός, την ίδια στιγμή που είχε βάλει στο στόμα μου ένα άγκιστρο, κοιτούσε στα κλεφτά μια μικρή οθόνη στερεωμένη στον τοίχο. Παρακολουθούσε μια ομιλία του Τσοβόλα ενώ από κάτω «έτρεχε» ασταμάτητα μια λεπτή άσπρη φάσα με τις τιμές του χρηματιστηρίου. «Ε ρε γαμώτο, την έχω αγοράσει αυτήν», μουρμούραγε τσαντισμένος για τις μετοχές του και λίγο μετά με πρόσταζε «Φτύσε λίγο στο ποτηράκι».
Eίναι δύσκολο να τολμήσεις να κλαφτείς για το ακριβό σούπερ-μάρκετ και την τιμή του φυσικού αερίου την εποχή των σόσιαλ μίντια, που όλοι ζούμε την καλύτερη ζωή μας ποστάροντας φωτογραφίες πιάτων με τα υλικά αραδιασμένα μονολεκτικά.
Ήταν η εποχή που ο κόσμος πλήρωνε για να μπει σε κοσμικές στήλες περιοδικών γεμάτων διαφημίσεις, με δώρο cd και τσάντα. Πουλούσαν μισό εκατομμύριο αντίτυπα το καθένα. Ήταν οι χρυσές χρονιές των εργολάβων – η Κηφισίας ψήλωνε κι έλαμπε μέρα με τη μέρα, ετοιμαζόταν το μετρό και τα ολυμπιακά ακίνητα, η πόλη έμοιαζε να φουσκώνει. Ο κόσμος εγκατέλειπε το κέντρο κι αγόραζε διαμερίσματα σε σομόν πολυκατοικίες-«τούρτες» στα προάστια ή έχτιζε πυρετωδώς επαύλεις και μεζονέτες με δεκάδες καγκελάκια.
Το 2008, έναν χρόνο πριν από το πρώτο μνημόνιο, όταν όλοι μιλούσαν για την επερχόμενη οικονομική κρίση, γελούσα – θυμάμαι πως είχα γράψει ένα ρεπορτάζ για τη γιγάντωση του αθηναϊκού shopping: τα καινούργια mall και τα καταστήματα πολυτελών οίκων που θα άνοιγαν σε μόλις μερικούς μήνες στην Αθήνα.
Η περίοδος που ζούμε τώρα μου θυμίζει αρκετά το 2008 – μοιάζει να ‘ναι η αρχή από κάτι μεγάλο που έρχεται, μια άλλου είδους κρίση. Τα πρώτα σημάδια είναι ήδη εδώ. Αγχώνομαι κάθε φορά που κοιτάω πού έχουν φτάσει οι τιμές των σπιτιών. Νιώθω πως κάθε φορά που μπαίνω στο σούπερ-μάρκετ με περιμένει μια μάχη. Βγαίνω φορτωμένη με σακούλες και ηττημένη («Το χαρτί υγείας έχει φτάσει 7 ευρώ! 7 ευρώ!» έλεγα ξανά και ξανά την προηγούμενη εβδομάδα).
«Μετά τις 25 του μήνα δεν βγαίνω βράδυ γιατί μου τελειώνουν τα λεφτά και ντρέπομαι να το πω στους φίλους μου», μου είπε μια φίλη που στα 35 της κάνει τρεις δουλειές. «Τους λέω ότι είμαι κουρασμένη». Μια άλλη φίλη μου επέστρεψε στους δικούς της – στα 40 της δεν της έφταναν τα λεφτά να νοικιάσει κάπου και να πληρώνει και λογαριασμούς. «Θα έπρεπε να λιμοκτονήσω», μου είπε.
Αντέχουμε να ζήσουμε άλλη μια κρίση; Το να είσαι άφραγκος στα 25 μπορεί να είναι και αναμενόμενο, ειδικά αν είναι σχεδόν όλοι στην ίδια μοίρα, άφραγκοι και άνεργοι. Όταν όμως είσαι 40 και ανησυχείς για τους λογαριασμούς, νιώθεις σαν περιφερόμενο ερείπιο. Πρέπει να είσαι κάπως ενήλικος, δεν μπορείς να ζητάς από τους φίλους σου να φέρουν όλοι από ένα ποτό στο σπίτι, ούτε να καλείς τις φίλες σου για να ανταλλάξετε τα παλιά σας ρούχα ενώ βάφετε η μία τα μαλλιά της άλλης (όχι εγώ, μια φίλη μου).
Πέρα από το όποιο ταμπού, ζούμε και σε μια εποχή που δεν συγχωρεί τους losers. Eίναι δύσκολο να τολμήσεις να κλαφτείς για το ακριβό σούπερ-μάρκετ και την τιμή του φυσικού αερίου την εποχή των σόσιαλ μίντια, που όλοι ζούμε την καλύτερη ζωή μας ποστάροντας φωτογραφίες πιάτων με τα υλικά αραδιασμένα μονολεκτικά («τράγος, ξινόπρασο, μπετόν αρμέ, παστινάκι, χέλι, φεγεντίνη, κοκοράκι»), ταξίδια και εξόδους: «Είμαι τρελός ρε, είμαι έξω στις 4 το πρωί ρε, δεν θα γεράσω ποτέεεε, ουυυυυυυυ, έχω φίλουςςςςςς, έχω φίλουςςςςςςς».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.