ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΝΑ ΠΑΙΖΕΤΑΙ ΤΑ τελευταία χρόνια με μικρές παραλλαγές στις ΗΠΑ, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία, και νωρίτερα από όλους τους άλλους στην Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία.
Αλλά το είδαμε και πιο πρόσφατα στις αμφίρροπες εκλογές ενός ταχέως αναπτυσσόμενου κράτους όπως της Βραζιλίας, όπου ο Λούλα επικράτησε τελικά του Μπολσονάρο με ελάχιστη διαφορά και μέσα σε κλίμα μεγάλης πόλωσης. Είναι σίγουρο ότι θα το δούμε στο μέλλον και αλλού.
Οι περισσότερες χώρες του κόσμου χαρακτηρίζονται σήμερα από έναν βαθύ και κυρίως πολωμένο πολιτικό διχασμό των κοινωνιών τους, με εντονότατα πολιτισμικά αίτια. Κοινωνίες που σε ορισμένες όψεις τους και σε ορισμένες συγκυρίες δίνουν την εντύπωση ότι δύσκολα μπορούν άλλο να συνυπάρχουν και να συμβιώνουν αρμονικά, όπως συνέβαινε τις περασμένες, μεταπολεμικές δεκαετίες.
Πρόκειται για συγκρούσεις που δεν αφορούν, όπως παλιότερα, επιμέρους όψεις της πολιτικής. Τουλάχιστον τότε, το κοινωνικό συμβόλαιο που αναφερόταν στα μείζονα και θεμελιώδη του έθνους αφηνόταν κατά τα άλλα άθικτο σε μεγάλο βαθμό.
Σήμερα, αντιθέτως, μιλάμε για διαφορές που φθάνουν να αγγίζουν την υπαρξιακή μας υπόσταση, δηλαδή όχι μόνο τις δημόσιες υποθέσεις αλλά ακόμη και τον ιδιωτικό μας βίο.
Όλα άλλωστε τα έχει καταπιεί ο μύλος της πολιτικής. Η υπερπολιτικοποίηση των πάντων αγγίζει πλέον τον παραλογισμό. Αφορά, πλην των παραδοσιακών πεδίων του κράτους και της οικονομίας, κάθε πτυχή της ύπαρξης, μέχρι το ίδιο το σώμα, το φύλο, την ερωτική επιθυμία, την ατομική υγεία, τα μοντέλα ζωής κ.λπ. Οι θρησκευτικές ταυτότητες μετατρέπονται (ξανά) σε πολιτικές ταυτότητες, το ίδιο φανατικές με τον Μεσαίωνα, ενώ στις πιο ακραίες της μορφές αυτή η υπερπολιτικοποίηση μπορεί να φθάσει μέχρι τη διαφωνία για το σχήμα της Γης!
Πίσω ολοταχώς, με άλλα λόγια, και ενίοτε με οδηγό δήθεν προοδευτικές θεωρίες της χειραφέτησης που μας πάνε κατευθείαν σε σκοτεινές αντιδιαφωτιστικές περιόδους, ενώ φλερτάρουν με τη συνωμοσιολογία και τον πολιτικό πρωτογονισμό. Μια αυτοκαταστροφική οπισθοδρόμηση ως τυφλή αντίδραση σε κάθε εξουσία που τολμά να μην κολακεύει τις εφηβικές μας καθηλώσεις.
Η οικονομική, η κλιματική, η μεταναστευτική, η υγειονομική και η ενεργειακή κρίση που μας κατακλύζουν πρέπει να μας προβληματίσουν για ένα αδιέξοδο μοντέλο ανάπτυξης και ευημερίας, που δεν μπορεί άλλο να βασίζεται στην υπερ-επέκταση του ανθρώπου έναντι του φυσικού περιβάλλοντος, στην αλόγιστη σπατάλη των κάθε είδους πόρων που χρησιμοποιεί, και συχνά στην κατάφωρη αδικία ως προς την κατανομή τους, κοινωνικά και γεωγραφικά.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Πρώτον, διότι με την υποχώρηση των μεγάλων αφηγήσεων που προσέφεραν οι παραδοσιακές ιδεολογίες της νεωτερικότητας, τον 19ο και 20ό αιώνα, οι κοινωνίες και τα άτομα έχασαν την ασφάλεια ενός καθοδηγητικού νήματος στη ζωή τους. Οι μεγάλες ιδεολογίες είχαν αναμφισβήτητα το πλεονέκτημα μιας ολιστικής ερμηνείας του κόσμου, μαζί όμως με το μεγάλο μειονέκτημα της τύφλωσης και του φανατισμού που πάντα συνοδεύουν τέτοιες επιθετικές «πολιτικές θρησκείες».
Έτσι, οι σημερινές κοινωνίες της ανασφάλειας και του φόβου αναγκάζονται είτε να αναζητούν καταφύγιο με χαοτικό τρόπο στα πιο μικρά που τα αναγάγουν σε μείζονα είτε να επαναπροσδιορίσουν τις βασικές συνισταμένες της ζωής τους, δανειζόμενες σχήματα από τη new age μεταφυσική μέχρι τον κομπογιανιτισμό.
Αν σε αυτό προστεθεί και η αντικατάσταση της γνώσης από την ατεκμηρίωτη γνώμη ημιμαθών (ψηφιακών) περσόνων που συχνά κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο, έχουμε το τέλειο κοκτέιλ για την επικράτηση της κοινωνικής και πολιτικής τοξικότητας, αυτής που ζουν τα κράτη σήμερα παντού στη Δύση, και όχι μόνο. Εξού και οι δικοί μας πόλεμοι είναι πρωτίστως πολιτισμικοί, χωρίς να είναι πάντως και μη βίαιοι.
Υπάρχει όμως κι ένας δεύτερος λόγος για αυτή την κοινωνική ένταση, πιο απτός και υλικός: ο περιορισμός και η ανισοκατανομή των πόρων και των αγαθών σε έναν πλανήτη που χαρακτηρίζεται από υπερπληθυσμό, υπερκαταναλωτισμό, περιβαλλοντική αδιαφορία και διεύρυνση των ανισοτήτων, τουλάχιστον σε ορισμένες ζώνες του.
Οι απανωτές κρίσεις της τελευταίας 15ετίας το επιβεβαιώνουν. Η οικονομική, η κλιματική, η μεταναστευτική, η υγειονομική και η ενεργειακή κρίση που μας κατακλύζουν, και όλα αυτά εναλλάξ και ταυτόχρονα μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, πρέπει να μας προβληματίσουν για ένα αδιέξοδο μοντέλο ανάπτυξης και ευημερίας, που δεν μπορεί άλλο να βασίζεται στην υπερ-επέκταση του ανθρώπου έναντι του φυσικού περιβάλλοντος, στην αλόγιστη σπατάλη των κάθε είδους πόρων που χρησιμοποιεί, και συχνά στην κατάφωρη αδικία ως προς την κατανομή τους, κοινωνικά και γεωγραφικά.
Δεν προτείνω φυσικά την επιστροφή σε έναν κόσμο λιτότητας και φτώχειας, όπου όχι μόνο θα ζούσαμε χειρότερα αλλά και όπου οι αντιθέσεις θα ήταν ακόμη πιο άγριες εφόσον η αδικία θα ήταν σίγουρα μεγαλύτερη – το ξέρουμε αυτό από τον αρχαίο και τον μεσαιωνικό κόσμο των θηριωδών ανισοτήτων.
Μιλώ για την τέχνη τού να παράγουμε περισσότερα από λιγότερα. Πώς μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Τρεις είναι κυρίως οι παράγοντες που μπορούν, πιστεύω, να ευνοήσουν μια τέτοια αλλαγή αναπτυξιακού υποδείγματος, αλλάζοντας μαζί και την κυρίαρχη κουλτούρα της σπατάλης που εν τέλει αφήνει δυσαρεστημένους όσους αισθάνονται αποκλεισμένοι από αυτήν.
Το πρώτο είναι η ίδια η τεχνολογία η οποία, αντίθετα από τον κατακτητικό απέναντι στη φύση τρόπο που λειτουργούσε τους τελευταίους δύο αιώνες, σήμερα μπορεί κάλλιστα να ευνοήσει ένα μοντέλο ανάπτυξης όπου με λιγότερους πόρους έχουμε περισσότερους ωφελημένους. Μπορεί κανείς να σκεφτεί απλώς πόσες μετακινήσεις, ενεργειακούς πόρους και εργατοώρες γλιτώνει ο μέσος άνθρωπος –και κυρίως ο κοινωνικά αδύναμος– χάρη στην ψηφιακή μεταρρύθμιση ενός κράτους.
Και αυτό, που το βιώνουμε και στην Ελλάδα του gov.gr την τελευταία τριετία, είναι το πιο απτό παράδειγμα που μπορεί να σκεφτεί κανείς για τα κοινωνικά οφέλη της υψηλής τεχνολογίας. Ή ας σκεφτούμε πόσο καλύτερες εγχειρήσεις μπορούμε να έχουμε για τους κατοίκους ενός απομακρυσμένου νησιού χάρη στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, το 5G, την τελεϊατρική και τη ρομποτική, χωρίς να χρειάζεται να χτίσουμε πανάκριβα νοσοκομεία που μετά θα τους λείπουν κιόλας κατά τόπους οι γιατροί.
Ο άλλος καθοριστικός παράγοντας είναι κατάλληλες και ώριμες ηγεσίες που έχουν βαθιά κατανόηση αυτών των σύνθετων προκλήσεων, παρακολουθούν και ενημερώνονται για τις μεγάλες αλλαγές που είναι ήδη εδώ, και είναι έτοιμες να καινοτομήσουν πέραν των παραδοσιακών τρόπων με τους οποίους ασκούνταν ως τώρα η πολιτική. Διότι είναι αδύνατον να λύσεις νέου τύπου προβλήματα με παλαιού τύπου εργαλεία. Υπάρχουν σαφώς τέτοιες ηγεσίες, αλλά ενίοτε τις αντιμετωπίζουμε ως «τεχνοκρατικές» και όχι ως πολιτικές. Στην ουσία, είναι οι μόνες βαθιά πολιτικές ηγεσίες σε έναν κόσμο σαν αυτόν που ξημερώνει.
Ο τρίτος και τελευταίος παράγοντας είναι η καλή εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, ξεκινώντας ήδη από την προσχολική. Δημόσια διοίκηση και κόμματα είναι συνήθως πολύ αργόστροφες μηχανές και λίγο δεκτικές στην αλλαγή. Ο πραγματικά επαναστατικός παράγοντας για την αλλαγή είναι η παιδεία που τροφοδοτεί αργότερα την κοινωνία με συγκροτημένους ανθρώπους, καταρτισμένα επαγγελματικά στελέχη και ευαισθητοποιημένους πολίτες.
Έχει φυσικά το μειονέκτημα ότι η αλλαγή είναι μεσοπρόθεσμη και όχι άμεση, αλλά έχει και το πλεονέκτημα ότι είναι πραγματικά επαναστατική, όπως μας δείχνουν παραδείγματα σαν της Φινλανδίας, που τόλμησε να επενδύσει σε αυτό, βλέποντας μια γενιά μετά.
Η καλή εκπαίδευση αυξάνει τον εθνικό πλούτο, μειώνει τις ανισότητες, πολλαπλασιάζει τους ευτυχισμένους ανθρώπους, βελτιώνει την ποιότητα της δημοκρατίας και κάνει ευκολότερη την προσαρμογή ενός κράτους στις μελλοντικές προκλήσεις διότι διαθέτει ανθρώπινο δυναμικό που κατανοεί καλύτερα τα προβλήματα. Αν σκεφτούμε πόσο στοιχίζει ένα καλό σχολείο σε σχέση με αυτά που αποδίδει, ισχύει όντως ότι με αυτό μπορούμε να κάνουμε πολύ περισσότερα, με πολύ λιγότερους πόρους.