ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΕΛΑΣΗΣ, στρατιωτικής ή μαθητικής, συνήθως κεντρίζει μεγάλη δημοσιότητα. Φέτος, τον δεύτερο χρόνο της πανδημίας, φαίνεται ότι η παρέλαση, μετά από ένα αναγκαστικό διάλειμμα, θα αποτελέσει ζήτημα αντιπαράθεσης.
Κατά πόσο είναι σωστό να γίνονται παρελάσεις εν καιρώ πανδημίας και μάλιστα σε μια πόλη (Θεσσαλονίκη), που αυτήν τη στιγμή βρίσκεται υπό μερικό lockdown; Είναι η εξαγγελία του υπουργού Εσωτερικών κ. Βορίδη για παρελάσεις με συμμετοχή εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων κλείσιμο του ματιού στο ακροδεξιό ακροατήριο που φαίνεται να αναθερμαίνεται κάτω από τις πρωτόγνωρες συνθήκες των τελευταίων ετών;
Πριν δώσουμε μια τελική απάντηση, καλό θα ήταν να προσπαθήσουμε να κάνουμε μια σύντομη υπενθύμιση του χαρακτήρα που έχουν πάρει οι παρελάσεις τις τελευταίες δεκαετίες, που από τη μια επιβεβαιώνουν το εθνικιστικό, ακόμη και μιλιταριστικό ύφος τους, από την άλλη όμως το αναιρούν.
Τουλάχιστον από τη δεκαετία του 2000 και ύστερα η παρέλαση στις εθνικές εορτές έχει αποκτήσει πολύπλευρες εκφάνσεις που, αν και έχουν ως κοινή αφετηρία τη συμβολική του έθνους και της κοινής ένταξης σε αυτό, υπερβαίνουν κατά πολύ αυτόν τον ρόλο. Θα λέγαμε ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι παρελάσεις γίνονται όχι αφορμή για εθνική ή κοινωνική συναίνεση αλλά, αντίθετα, για διαφωνία ή και βίαιη αντιπαράθεση.
Τουλάχιστον από τη δεκαετία του 2000 και ύστερα η παρέλαση στις εθνικές εορτές έχει αποκτήσει πολύπλευρες εκφάνσεις που, αν και έχουν ως κοινή αφετηρία τη συμβολική του έθνους και της κοινής ένταξης σε αυτό, υπερβαίνουν κατά πολύ αυτόν τον ρόλο. Θα λέγαμε ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι παρελάσεις γίνονται όχι αφορμή για εθνική ή κοινωνική συναίνεση αλλά, αντίθετα, για διαφωνία ή και βίαιη αντιπαράθεση.
Παρέλαση και ρατσισμός
Την αρχή της σύγχρονης ιστορίας του παρελαύνειν θα μπορούσε να την τοποθετήσει κανείς στο μακρινό πια 2002, οπότε τέθηκε για πρώτη φορά με μεγάλη ένταση το ζήτημα ποιος δικαιούται να κρατά την ελληνική σημαία. Ήταν η εποχή που το «δίκαιο του αίματος» απαγόρευε στους αριστούχους μαθητές μεταναστευτικής προέλευσης να γίνουν σημαιοφόροι και η περίπτωση του αλβανικής καταγωγής αριστούχου μαθητή Οδυσσέα Τσενάι στη Νέα Μηχανιώνα έμεινε στην ιστορία ως μία από τις πιο σημαντικές περιπτώσεις εκδήλωσης νεορατσισμού στη σύγχρονη Ελλάδα.
Αν και προσωρινά υπήρξε μια υποχώρηση αυτού του ρατσιστικού/αντιρατσιστικού διακυβεύματος της παρέλασης, η εποχή του νέου προσφυγικού κύματος το επανάφερε, την εποχή μάλιστα που ο σημαιοφόρος στις σχολικές παρελάσεις επιλεγόταν μέσα από κλήρωση και όχι μέσα από το ζητούμενο της αριστείας, δημιουργώντας ένα νέο φαινόμενο μισαλλοδοξίας που θεώρησε ότι η απόδοση της σημαίας σε ξένους είναι μία ακόμη «χαριστική κίνηση» (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο Αφγανός μαθητής που του δόθηκε ταμπέλα και όχι σημαία στη Δάφνη το 2017).
Παρέλαση και ριζοσπαστισμός
Η παρέλαση δεν έχει γίνει μόνο το σκηνικό εκδήλωσης ρατσιστικών αισθημάτων. Έχει γίνει αφορμή και για την επιτέλεση πολλών σκηνών ριζοσπαστισμού. Μέσα από τον προσεταιρισμό αντιιμπεριαλιστικών και συνδικαλιστικών διαδηλώσεων, η παρέλαση έγινε μέρος των χιλιάδων μικρών ή μεγάλων πορειών διαμαρτυρίας που ετησίως δημιουργούν τις προϋποθέσεις εικονικής ή πραγματικής σύγκρουσης περί πίστεως, πατρίδας και συντεχνιακών συμφερόντων.
Αποκορύφωμα αυτής της ριζοσπαστικής τελετουργίας υπήρξε η στρατιωτική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη το 2011, που μετατράπηκε από τους αγανακτισμένους υπερπατριώτες της αντιμνημονιακής συμμαχίας σε «λαϊκή παρέλαση». Ένα σκηνικό θεσμικής εκτροπής που στράφηκε εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας και του πολιτικού συστήματος γενικά ως ένδειξη βίαιης λεκτικής και σωματικής υπεράσπισης της πατρίδας απέναντι στο «σάπιο» κατεστημένο που την «ξεπουλούσε».
Οι μαθητικές παρελάσεις της ίδιας χρονιάς δεν είχαν ως συμβολική αναφορά τη σημαία (της αριστείας ή όποιας άλλης αξίας) αλλά τις μούτζες και τα μαύρα περιβραχιόνια. Πιο πρόσφατα, μια ενδιαφέρουσα μετεξέλιξη της ριζοσπαστικής περφόρμανς στο πλαίσιο της μαθητικής παρέλασης σημειώθηκε τον Οκτώβρη του 2019 από μια καλλιτεχνική ακτιβιστική ομάδα γυναικών στη Νέα Φιλαδέλφεια, που διακωμώδησε τον στρατιωτικό βηματισμό της παρέλασης, αγνοώντας ίσως ότι η παρωδία αυτή ελάχιστα διαφέρει από τον βηματισμό της πλειονότητας των βαριεστημένων ή απλώς ασυντόνιστων μαθητών που παρελαύνουν κάθε χρονιά.
Παρέλαση και κανονικότητα
Πέρα από το αρχαϊκό πνεύμα της, πέρα από τη χρήση της για ακροδεξιές ή ακροαριστερές επιτελέσεις πατριδοκαπηλίας (κορυφαίο παράδειγμα συναίρεσής τους η μετεξέλιξη του δικτατορικού Άρτου και Θεάματος την 25η Μαρτίου του 2015 υπό την υπουργική μπαγκέτα του Πάνου Καμμένου και χορευτικά συγκροτήματα στο Σύνταγμα), η παρέλαση αποτελεί ένα κοινωνικό γεγονός επιθυμητό και όχι καταναγκαστικό.
Είτε λόγω μιας εκσυγχρονισμένης παράδοσης, είτε λόγω της αναζήτησης εθνικής ανάτασης, είτε και για τους δύο λόγους, γονείς, παιδιά, σχολεία, αθλητικά σωματεία και πολιτιστικοί σύλλογοι χρησιμοποιούν την παρέλαση ως μια ημέρα συλλογικής ή ατομικής επίδειξης. Η συναίνεση που υπάρχει γι’ αυτήν τη γιορτή και τελετουργία είναι απίστευτα μεγάλη. Το απόθεμα αναμνήσεων από την προσωπική στιγμή σε μια παρέλαση του παρελθόντος λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος για τους νεότερους και τους γηραιότερους.
Τα δημοσιογραφικά και άλλα σχόλια που κεντρίζει η «κανονική» παρέλαση συνήθως έχουν να κάνουν όχι τόσο με τους λεβεντόκορμους τσολιάδες αλλά περισσότερο με τις όμορφες γυναικείες παρουσίες (κυρίως μαθήτριες και δασκάλες) που συχνά με τις αμφιέσεις τους μετατρέπουν συνειδητά τις παρελάσεις σε πασαρέλες, προκαλώντας αρνητικούς ή θετικούς σκανδαλισμούς στον δημόσιο λόγο.
Η πλουραλιστική, φιλήδονη, ατομιστική κοινωνία εφευρίσκει πάντα τρόπους να μεταλλάξει την ομοιομορφία που υποτίθεται ότι ενορχηστρώνει η παρέλαση κι αυτό συναντά συχνά αντιρρήσεις των υποστηρικτών της «ρωμαλέας» αυθεντικότητας της τελετουργίας.
ΚΙ ΕΤΣΙ ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ με νέους όρους στο αρχικό ερώτημα. Από τη μια πλευρά η επαναφορά της παρέλασης πράγματι μπορεί να σηματοδοτήσει την επιστροφή στην κανονικότητα, το αίσθημα του συνανοίκειν, μετά την εμβολιαστική κάλυψη σημαντικού ποσοστού του πληθυσμού. Από την άλλη, όμως, η σοβαρή πιθανότητα διασποράς του κορωνοϊού στο πλαίσιο των εορτασμών (ειδικά σε περιοχές με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη) βάζει σε κίνδυνο όσα έχουν κατακτηθεί και δημιουργεί προϋποθέσεις για τη «δικαίωση» των νέων αντισυστηματικών επιχειρημάτων που βλέπουν πίσω απ’ όλα υποκρισίες και συνωμοσίες.
Η φετινή παρέλαση με έμμεσο τρόπο μπορεί να γίνει όχημα του αντιεμβολιασμού, αυτού του νέου ολοκληρωτικού ατομικισμού που επικαλείται το έθνος, είτε προσχηματικά είτε μεταφυσικά. Παρέλαση και πατριδοκάπηλη ριζοσπαστικότητα αδημονούν να συνοδοιπορήσουν ξανά. Λίγους μήνες υπομονή και θα χάσουν την ευκαιρία. Το εθνικό μας «pride» σύντομα θα μπορεί να γίνει άφοβα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.