ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ εδώ και μέρες, διαβάζοντας τίτλους όπως «Αίτημα αποφυλάκισης κατέθεσε ο Απόστολος Λύτρας – Υποστηρίζει ότι δεν παραβίασε τους όρους», «Μπαλάσκας για Λύτρα: “Θα τρίβουμε τα μάτια μας αν αποκαλυφθούν άλλα περιστατικά που κατέθεσε η 36χρονη”», αλλά και «Αυτό είναι το πολυτελές σκάφος του δικηγόρου».
Η Σοφία Πολυζωγοπούλου, δικηγόρος, νομική σύμβουλος στη Στέγη Κακοποιημένων Γυναικών και μητέρα ενός εννιάχρονου κοριτσιού, είναι ένα ακόμα παράδειγμα του ότι τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας έχουν μόνο ένα κοινό: ο σύντροφος/σύζυγός τους αποφάσισε να ασκήσει βία πάνω τους. Η ίδια αναφέρει πως ο σύζυγός της δεν τη μετέφερε στο νοσοκομείο παρά τις εκκλήσεις της· μάλιστα του είπε πως υπήρχε φόβος να πνιγεί από την κατάποση ποσοτήτων αίματος, είχε πόνους στο κεφάλι της, ζαλάδες, αστάθεια και λιποθυμική τάση. Αφού τελικά οδηγήθηκε στο νοσοκομείο από τον θύτη, τον οποίο καθησύχασε πως θα έλεγε ψέματα ότι έπεσε από τις σκάλες και πως ο ίδιος ήταν ασφαλής νομικά, το ιατρικό προσωπικό έπραξε, όπως και ήταν το αναμενόμενο, βάση του όρκου που έχει: κάλεσε τις Αρχές.
Βλέπουμε στο ένα άκρο τους υποστηρικτές του να μας παρουσιάζουν τη θετική εικόνα ενός ανθρώπου που φαίνεται πως είχε μια «κακιά στιγμή» και τον ίδιο εξαντλημένο ψυχικά από το πόσο σκληρά έχει αυτομαστιγωθεί εξαιτίας των «ατυχών γεγονότων».
Το υπόμνημα που κατέθεσε αργότερα η Σοφία Πολυζωγοπούλου εμπεριέχει φωτογραφίες που αποδεικνύουν τον βαρύτατο τραυματισμό της. Εκεί βρίσκεται και η ιατρική γνωμάτευση (26/6/2024) του ΤΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου. Στο συμπληρωματικό υπόμνημα (28/6/2024) Αττικής ΚΑΤ προκύπτει επιπλέον ότι η 37χρονη δικηγόρος έχει υποστεί αποσπαστικό κάταγμα βάσεως μέσης φάλαγγας, έχει άλγος στην ψηλάφηση της πηχεοκαρπικής άρθρωσης κ.ά. Οι γιατροί τής πρότειναν επανεξέταση εντός μίας εβδομάδας και αναρρωτική άδεια 30 ημερών, ενώ έθεσαν υπ’ όψιν της το ενδεχόμενο χειρουργικής επέμβασης, ανάλογα με τα αποτελέσματα της επανεξέτασής της.
Η Σοφία Πολυζωγοπούλου ανέφερε πως η δημόσια συγγνώμη του γνωστού ποινικολόγου είναι υστερόβουλη. Τι άλλο θα μπορούσε βέβαια να ήταν; «Ομολόγησα την πράξη μου και ζητάω συγγνώμη από τη σύζυγό μου», ήταν τα λόγια του· εμφανίστηκε μπροστά στις κάμερες βαθύτατα μετανιωμένος. Δήλωσε πως η πράξη του δεν είχε επαναληφθεί στο παρελθόν και τη χαρακτήρισε ως «αδιανόητη». Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ο τρόπος με τον οποίον υπερέβαλε ο δράστης με τη συγγνώμη του, αποδεχόμενος το αποτρόπαιο της πράξης του, συμφωνώντας ταπεινά με όποια τιμωρία, δίνοντας την ιδέα στον τηλεθεατή πως τιμωρεί ψυχικά τον εαυτό του πιο σκληρά απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ να τον τιμωρήσει η Πολιτεία.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, ο Αλέξης Κούγιας ανέφερε «είδα τον Λύτρα με χειροπέδες και δάκρυσα», ο πατέρας του ποινικολόγου είπε «έδωσε αφορμή και η γυναίκα του» και γνωστή δημοσιογράφος δήλωσε στον αέρα πως εξαιτίας αυτής της υπόθεσης η καριέρα του δικηγόρου καταστρέφεται. Δηλαδή βλέπουμε στο ένα άκρο τους υποστηρικτές του να μας παρουσιάζουν τη θετική εικόνα ενός ανθρώπου που φαίνεται πως είχε μια «κακιά στιγμή» και τον ίδιο εξαντλημένο ψυχικά από το πόσο σκληρά έχει αυτομαστιγωθεί εξαιτίας των «ατυχών γεγονότων».
Συγχρόνως, ο ποινικολόγος μάς παρουσιάζει το σχέδιο μεταμέλειάς του, πως θα αναζητήσει βοήθεια, ξεκαθαρίζοντας πως το γεγονός ότι ξυλοκόπησε τη γυναίκα του ήταν ένα «ξέσπασμα», μια σκοτεινή ενόρμηση, μια ενστικτώδης, μυστήρια πράξη. Για το εν λόγω κύμα παραφροσύνης ζητάει συγγνώμη από τις κόρες του, τη γυναίκα του, που βαθύτατα εκτιμάει, τους συνεργάτες του αλλά και από εμάς ως κοινωνία, ξεκαθαρίζοντας πως δεν θα επαναληφθεί, διότι θα «αναζητήσει βοήθεια».
Το να αναζητήσει ο θύτης βοήθεια στην ψυχοθεραπεία δεν είναι σε καμία περίπτωση κακή ιδέα, ωστόσο, όταν μιλάμε για ψυχική υγεία και βία, οφείλουμε να γνωρίζουμε τι εντυπώσεις δημιουργούμε, ώστε να μη στιγματίζουμε τους ασθενείς οι οποίοι είναι περισσότερο θύματα παρά θύτες. Μάλιστα, εάν ο δικηγόρος είναι «άρρωστος», τότε γιατί αυτή η μυστήρια ασθένεια είχε αντίκτυπο μονάχα στη σύζυγό του και όχι στους περαστικούς στον δρόμο ή σε πελάτες του; Γιατί αυτή η συμπεριφορά δεν εκδηλώθηκε ενώ μιλούσε στα κανάλια και, ακόμα πιο συγκεκριμένα, γιατί δεν έχει εκτονωθεί σε άλλους άνδρες;
Αξίζει να κάνουμε μια ενδοσκόπηση, αναλογιζόμενοι τη σημασία της δημόσιας συγγνώμης ενός κακοποιητή: βλέπουμε τις αποδείξεις, ξέρουμε τι συνέβη, πιστεύουμε τη Σοφία Πολυζωγοπούλου όταν αναφέρει πως ο θύτης την κακοποίησε και στη συνέχεια επιχείρησε να την εκφοβίσει για να κρύψει τις αποδείξεις. Επίσης, πιστεύουμε τη Σοφία Πολυζωγοπούλου όταν υπογραμμίζει πως η δημόσια συγγνώμη του άνδρα της είναι υστερόβουλη, μια και οι ιστορίες του τύπου Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ ανήκουν στα παραμύθια και όχι στην πραγματικότητα.
Το να δεχθούμε συνολικά και αδιαμαρτύρητα πως ένα ισχυρό μέλος της κοινωνίας μας μπορεί να επικαλεστεί μια μυστήρια αλλαγή συμπεριφοράς, από τρυφερό σύζυγο σε θύτη που απέχει ένα βήμα από τη γυναικοκτονία, δεν σημαίνει πως απλώς στεκόμαστε με αδιαφορία μπροστά στα εγκλήματα αλλά δημιουργούμε γόνιμο έδαφος για την κανονικοποίηση της βίας. Όλοι γνωρίζουμε το περιεχόμενο αυτής της συγγνώμης, γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που παρακολουθούμε κάτι τέτοιο.
Ωστόσο η πράξη του ποινικολόγου και η μετέπειτα δημόσια επίκληση στη συγκυρία, στην «κακιά στιγμή», μας κάνει συνενόχους, εάν το ενδιαφέρον μας περιορίζεται στην περιέργεια να ακούσουμε τις αναμενόμενες εξηγήσεις που θα δώσει ο ποινικολόγος. Το πραγματικό ερώτημα είναι «τι έρχεται μετά τη συγγνώμη;».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.