ΕΧΕΙ ΒΟΛΕΨΕΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ στην κατανόηση του κόσμου που ζούμε το να συνδέουμε τη βία με τη φτώχεια. Είναι μια διάκριση που επιτρέπει την τακτοποίηση: το πλούσιο προάστιο θα είναι «ασφαλής περιοχή», το φτωχό θα είναι «αυξημένης εγκληματικότητας», ένας άνθρωπος από οικογένεια με χρήματα είναι «καλής πάστας», ένας άνθρωπος από οικογένεια χωρίς έχει πολλά να αποδείξει.
Όταν προκύπτει το θέμα της βίας, ο πλούτος και η μόρφωση είναι το αντεπιχείρημα του θύτη.
Από το «δεν έχει ανάγκη αυτός, είναι γόνος, άμα ήθελε να πάει με γυναίκα τόσες έχει» ως στήριξη κάποιου εύπορου κατηγορούμενου για βιασμό μέχρι το «μα είναι δυνατόν, ολόκληρος γιατρός να θυσιάσει τόσα χρόνια που πέρασε στο διάβασμα», όπως θυμάμαι να διαβάζω όταν βγήκαν στη δημοσιότητα οι κατηγορίες για βιασμό κατά του νευρολόγου Ricardo Cruciani, το να είναι κανείς προνομιούχος φαίνεται να μειώνει, στο μυαλό του κοινού, την πιθανότητα να είναι κακοποιητής, βιαστής ή γυναικοκτόνος.
Το θέμα δεν είναι «ποια έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να κακοποιηθεί», η πιθανότητα δεν έχει καμία σημασία για το θύμα, έχει μόνο για τις πολιτικές φροντίδας και προστασίας. Το ερώτημα είναι «είναι μια μορφωμένη μεσο/μεγαλοαστή ασφαλής στο σπίτι της και προστατευμένη από την ενδοοικογενειακή βία;».
Σαν να μεταφράζεται η έμφυλη βία υπό το πρίσμα του «έχειν»: οι άνθρωποι που διαθέτουν εμφάνιση, κοινωνικό κεφάλαιο, χρήματα ή καριέρα δεν έχουν «λόγο» να είναι βίαιοι ή γυναικοκτόνοι.
To φαντασιακό προφίλ του θύματος
Είναι ξανθιά; Χαμηλών τόνων ή δυναμική; Εργάτρια; Ποια ταιριάζει πιο πολύ, η μετανάστρια ή η εύπορη δικηγόρος; Tι παπούτσια φοράει; Έχει σπουδάσει; Μπορεί ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας να έχει διδακτορικό; Αν έχει μόρφωση και λεφτά να φύγει, γιατί κάθεται; Είναι η ενδοοικογενειακή βία και ως προς τα θύματά της, ως προς το πώς αντιδρούμε στο άκουσμά της, ένα ζήτημα «μη έχειν»;
Το ερώτημα δεν αφορά τις πιθανότητες. Το θέμα δεν είναι «ποια έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να κακοποιηθεί», η πιθανότητα δεν έχει καμία σημασία για το θύμα, έχει μόνο για τις πολιτικές φροντίδας και προστασίας. Το ερώτημα είναι «είναι μια μορφωμένη μεσο/μεγαλοαστή ασφαλής στο σπίτι της και προστατευμένη από την ενδοοικογενειακή βία;».
Η πραγματικότητα
Στο βιβλίο της «Not to people like us» («Όχι σε ανθρώπους σαν εμάς»), η ψυχοθεραπεύτρια Susan Weitzman μας εξηγεί πολλά για ένα θέμα για το οποίο γνωρίζουμε λίγα: την ενδοοικογενειακή βία σε γάμους εύπορων οικογενειών. Στο εισαγωγικό της κεφάλαιο αναφέρεται σε διάφορες έρευνες που συσχετίζουν τόσο την ιδιότητα του θύτη όσο και αυτή του θύματος με το οικονομικό background των ατόμων.
«Όπως είναι αναμενόμενο, άτομα με φτωχότερο κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο είναι πιο βίαια. Το ποσοστό κακοποίησης μεταξύ των εργατών είναι 70% περισσότερο από αυτό μεταξύ των συζύγων που εργάζονται ως υπάλληλοι γραφείου», γράφουν οι ακαδημαϊκοί Straus - Gelles το 1991 και η συγγραφέας σχολιάζει πως «οι αριθμοί φαίνονται πειστικοί, αλλά από την εμπειρία μου δεν μας λένε όλη την αλήθεια. Οι περισσότερες από αυτές τις έρευνες γίνονται με δείγμα κακοποιημένες φτωχές γυναίκες. Aυτές είναι οι γυναίκες που καλούν την αστυνομία και αναζητούν βοήθεια σε κέντρα κακοποιημένων γυναικών.
Υπάρχει όμως ένας κρυμμένος πληθυσμός γυναικών, των οποίων η κακοποίηση δεν ερευνάται – γυναίκες οι οποίες, για λόγους που θα ξεκαθαρίσω, δεν κάνουν ποτέ καταγγελία, αρνούνται ακόμη και να καλέσουν την αστυνομία παρά τα σπασμένα κόκαλα και τα μαυρισμένα μάτια που προκλήθηκαν απ’ τους ίδιους άντρες που διατυμπανίζουν την αγάπη τους γι’ αυτές».
Το βιβλίο της μιλά ακριβώς γι’ αυτό. Ποιοι είναι οι μηχανισμοί που οδηγούν μια γυναίκα με κάποια οικονομική ευχέρεια, που διαθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο, να υπομένει τη βία του συζύγου της; Δύο φαίνεται να είναι οι λόγοι για τους οποίους οι γυναίκες αυτές δεν φαίνονται στα χαρτιά. Ο πρώτος είναι ότι σπανίως ερωτώνται.
Ο δεύτερος είναι ότι πιστεύουν πως φταίνε. Επειδή γοητεύτηκαν, επειδή ένιωσαν έλξη για τον δυναμισμό του συζύγου τους, επειδή ήταν γενναιόδωρος και γλυκός στην αρχή, η πρώτη τους αντίδραση είναι η δικαιολόγηση. «Όπως έστρωσα, θα κοιμηθώ». Αυτό μας μεταφέρει ότι είναι το συναίσθημα αρκετών γυναικών τις οποίες βοήθησε να ξεφύγουν. Ο γάμος αυτός, άλλωστε, μεταξύ προσώπων κύρους, δεν μπορεί παρά να είναι «επιτυχημένος». Κι έτσι, για τη διατήρηση της εικόνας αυτής της επιτυχίας αλλά και για να «μην προκαλέσουν πρόβλημα στις οικογένειές τους», οι γυναίκες πορεύονται κουβαλώντας την κακοποίησή τους σαν μυστικό δικό τους. Κομμάτι, πλέον, του ποιες είναι.
Η συγγραφέας παρατηρεί πως «η έντονη αίσθησή της πως αυτό συμβαίνει μόνο σ’ εκείνη και ότι ζει μια ζωή διαφορετική απ’ τις γυναίκες του κύκλου της προκαλεί στην εύπορη, μορφωμένη γυναίκα αισθήματα μειονεξίας και εξευτελισμού. Συνηθισμένη στο επίτευγμα και την επιτυχία, αυτή η γυναίκα στρέφεται στις δικές της ικανότητες για να λύσει το πρόβλημα. Αυτή είναι η αρχή της αυτοκατηγορίας. Αν η γυναίκα πείσει τον εαυτό της ότι αυτή είναι το πρόβλημα, τον πείθει και ότι μπορεί να βρει τη λύση».
Το βιβλίο γράφτηκε το 2001. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι στο Amazon και στο Goodreads είναι δεκάδες οι πεντάστερες κριτικές των τελευταίων ετών. Οι σχολιάστριες εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους στη συγγραφέα που τους έδωσε τις λέξεις για να εκφράσουν την εμπειρία τους – τη δική τους ή της μητέρας τους. Το κείμενο, θέλω να πω, παραμένει σύγχρονο.
Ελλάδα τώρα
Η μία μετά την άλλη, οι υποθέσεις της Σοφίας Πολυζωγοπούλου, νομικού, και της δημοσιογράφου η οποία κατήγγειλε τον σύντροφό της για ξυλοδαρμό έρχονται να μας ταρακουνήσουν σε ό,τι αφορά το «προφίλ του θύματος». Τα περιστατικά αυτά δεν συμβαίνουν σε κενό αέρος. Πλέον, διαβάζουμε τη λέξη γυναικοκτονία στη ροή των καθημερινών ειδήσεων. Η έμφυλη βία και οι διαστάσεις της, μετά τη γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη, φαίνεται να έχουν αφήσει πρωτοφανές αποτύπωμα στο πώς μιλάμε, τι παρατηρούμε, πώς βλέπουμε τον κόσμο και τις σχέσεις μας. Τα μάτια μας είναι έτοιμα να δουν.
Σε ποια μισθολογική κλίμακα ανήκει μια γυναίκα που πέφτει θύμα ενδοοικογενειακής βίας;
Δεν μπορούμε να ξέρουμε. Μπορούμε να ερευνήσουμε, φυσικά, και να βγάλουμε στατιστικά και οι αριθμοί να χρησιμοποιηθούν για τη διαμόρφωση αιτημάτων, για την απαίτηση κονδυλίων, για τη δημιουργία δικτύων προστασίας για μη προνομιούχες γυναίκες και την ταυτόχρονη συμπερίληψη προνομιούχων γυναικών.
Αλλά αν κάνουμε αυτό το ερώτημα για να ρωτήσουμε κάτι άλλο, πιο ύπουλο, αν αναρωτιόμαστε για να δούμε «ποια πρέπει να πιστεύουμε και ποια όχι», τότε το πράγμα αλλάζει. Γιατί όπως και να διατυπώσουμε την ερώτηση, η απάντηση είναι μία. Δεν υπάρχει «σωστό θύμα». Η ενδοοικογενειακή βία μάς αφορά –πραγματικά– όλες.