ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΙΟ στέκεται συνήθως στα ποσοστά των κομμάτων ή, όπως συμβαίνει τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ, στις επιδόσεις των προσώπων που παίζουν ρόλο στην πορεία τους ή φιλοδοξούν να την καθορίσουν. Έτσι και σε κάποιες τελευταίες έρευνες (της MRB αλλά και της Metron Analysis) το βάρος έπεσε στη μεγάλη πτώση του ΣΥΡΙΖΑ (πέμπτη θέση, πλέον), στη μεγάλη επίσης υποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας, στην αύξηση της επιρροής της Ελληνικής Λύσης.
Έπειτα, η συζήτηση περιστρέφεται λογικά γύρω από την εσωτερική σύγκρουση στον ΣΥΡΙΖΑ και στους συνδυασμούς των πιθανών νικητών και «ζευγών» στον αγώνα για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.
Διαβάζοντας όμως για την ιεράρχηση των προβλημάτων, στέκομαι ξανά στην ακρίβεια. Το κόστος ζωής –σε διάφορες υποκατηγορίες, από την ενέργεια ως τα τρόφιμα και άλλα αγαθά− είναι ουσιαστικά ένα σταθερό κριτήριο κοινωνικής δυσαρέσκειας. Η ακρίβεια και η αγοραστική δύναμη των πολιτών είναι άλλωστε το νήμα που συνδέει την ελληνική εμπειρία με τα παράπονα και τη δυσφορία και άλλων ευρωπαϊκών λαών. Αν ανατρέξει κανείς σε αντίστοιχες έρευνες στη Γαλλία ή στη Γερμανία, η μείωση της αγοραστικής δύναμης βρίσκεται εξαιρετικά ψηλά.
Το κόστος ζωής –σε διάφορες υποκατηγορίες, από την ενέργεια ως τα τρόφιμα και άλλα αγαθά− είναι ουσιαστικά ένα σταθερό κριτήριο κοινωνικής δυσαρέσκειας. Η ακρίβεια και η αγοραστική δύναμη των πολιτών είναι άλλωστε το νήμα που συνδέει την ελληνική εμπειρία με τα παράπονα και τη δυσφορία και άλλων ευρωπαϊκών λαών.
Σημαίνει κάτι αυτό; Πολλοί σχολιαστές θεωρούν πως αυτό ειδικά το εύρημα δημιουργεί χώρο για πολιτικές ανατροπές και μάλιστα «προοδευτικές». Ο συλλογισμός είναι απλός: αν μια κυβέρνηση δεν μπορεί να εγγυηθεί καλύτερη πρόσβαση σε πιο φτηνά αγαθά και υπηρεσίες, θα αντιμετωπίσει, αργά ή γρήγορα, την τιμωρία των ψηφοφόρων.
Δεν είναι λάθος όλη η υπόθεση. Νομίζω όμως πως κρύβει μια αυταπάτη, καθώς φαίνεται να υποτιμά τον ρόλο δυο άλλων παραγόντων. Για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις, ακόμα και οι πιο συντηρητικές και «νεοφιλελεύθερων κλίσεων», έχουν πια μεγάλες δυνατότητες επιδοματικών ενισχύσεων και κλαδικών διευκολύνσεων. Μπορούν να παρεμβαίνουν στους συσχετισμούς της δυσαρέσκειας και να «αίρουν» επιμέρους βάρη, μετατοπίζοντάς τα σε άλλους και έπειτα σε κάποιους τρίτους. Διαθέτουν μεθόδους και εργαλεία να χειριστούν τη μηχανική της δυσαρέσκειας όχι μόνο μέσω του κοινωνικού αυτοματισμού αλλά και με πραγματικές διευκολύνσεις πληρωμών, αναστολές προστίμων ή φορολογικές «δεύτερες σκέψεις».
Οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις αλλά και μια κουλτούρα ευέλικτου τακτικισμού προσφέρουν πολλά όπλα για τον χειρισμό της πιο έντονης δυσαρέσκειας. Το δεύτερο όμως που παραγνωρίζεται στην ανάλυση είναι ότι η δυσφορία για την ακρίβεια των τιμών δεν έχει από μόνη της κάτι το «προοδευτικό», πόσο μάλλον το ριζοσπαστικό. Η ίδια η δυσαρέσκεια ή ακόμα και ο θυμός μπορεί μια χαρά να συνυπάρχουν με ισχυρές δόσεις πολιτικής απάθειας, κυνική συμφιλίωση με τις κοινωνικές ανισότητες και μεγάλη αδιαφορία για τα δημόσια αγαθά.
Το ότι, για παράδειγμα, σε όλες σχεδόν τις έρευνες οι ανισότητες και το περιβάλλον ιεραρχούνται χαμηλά ως προβλήματα σημαίνει ότι διανύουμε, πραγματικά, μια φάση μειωμένων προσδοκιών.
Οι ικανοποιημένοι διδάσκουν από τον άμβωνα των social media «ορθολογισμό και ψυχραιμία», ενώ οι δυσαρεστημένοι και θυμωμένοι εκτοξεύουν βρισιές, ψάχνοντας απεγνωσμένα αποδιοπομπαίους τράγους. Κάπως έτσι εμφανίζεται ένα δίδυμο συντηρητικού ρεαλισμού και ψυχο-συναισθηματικής αλλοφροσύνης που σκοτώνει την πολιτική σκέψη, φτιάχνοντας ένα περιβάλλον ματαίωσης.
Υπάρχει πάντα η εύκολη εξήγηση αυτής της κατάστασης με όρους επιτακτικών προβλημάτων επιβίωσης, που μετατρέπουν σε είδη πολυτελείας όλα τα υπόλοιπα. Αν αυτό όντως ισχύει (και κανείς δεν το αμφισβητεί, ιδίως για στρώματα δίχως διαπραγματευτική ισχύ), τα πολιτικά αποτελέσματα της δημοκρατικής στένωσης είναι τραγικά.
Μια ακρίβεια αποκομμένη από τις ανισότητες, την περιβαλλοντική καταστροφή και την κρίση του κοινωνικού δεσμού είναι σαν αυτή την καθημερινή «τιμοληψία» που βλέπουμε στην πρωινή ζώνη των καναλιών ή στις «παρεμβάσεις του πρωθυπουργού». Με άλλα λόγια, δεν φέρνει πιο κοντά μια πολιτική της καλύτερης ζωής, παρά μόνο τον πολιτικό χειρισμό των δυσαρεστημένων ανθρώπων μέσα από δοσομετρήσεις ανακούφισης και καταπράυνσης. Όπως αυτός που δοκιμάζεται τώρα, ενώ στην αντιπολίτευση τρώνε τις σάρκες τους ή προσπαθούν να συνέλθουν.