ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ των Ελλήνων πρωθυπουργών στις ΗΠΑ είναι κατά κανόνα καλά προετοιμασμένες. Διπλωμάτες, σύμβουλοι, επιτελεία, εργάζονται πυρετωδώς ώστε όλες οι συζητήσεις να έχουν προχωρήσει πριν από τις τελικές συναντήσεις, εξού και καμία δεν έχει εξελιχθεί σε φιάσκο. Δεν είναι όλες αξιομνημόνευτες, αλλά όλες κάτι θετικό έχουν κομίσει.
Καμία τέτοια επίσκεψη όμως δεν πραγματοποιήθηκε σε τόσο θερμό κλίμα και τόσο φιλικό περιβάλλον όσο η τωρινή επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κάτι που φάνηκε τόσο κατά την επίσκεψη στον Λευκό Οίκο, όπου η οικειότητα ήταν εμφανής σε όλα τα επίπεδα, όσο και κατά την ομιλία του Έλληνα πρωθυπουργού στο Κογκρέσο. Και αυτό είναι χωρίς αμφιβολία θετικό για τη χώρα και τα συμφέροντά της.
Μια ενδιαφέρουσα αξιολόγηση της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ προκύπτει από τις αντιδράσεις των τουρκικών ΜΜΕ και της τουρκικής διπλωματίας. Η ενόχληση είναι απροκάλυπτη. Αυτό δείχνει ότι ως χώρα κάτι κάναμε καλά.
Η παραδοσιακά στενή σχέση του Προέδρου Μπάιντεν με την ελληνοαμερικανική κοινότητα και την ελληνορθόδοξη Εκκλησία των ΗΠΑ ασφαλώς συνέβαλε στο ιδιαίτερα φιλικό κλίμα. Η σχέση αυτή ξεκινάει από πολύ παλιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών το 1988, όταν υποψήφιοι για το χρίσμα ήταν και ο Μάικλ Δουκάκης και ο Τζο Μπάιντεν, η ελληνοαμερικανική κοινότητα, για κάθε 7 δολάρια που μάζευε για τον Δουκάκη, έδινε ένα και στον Τζο Μπάιντεν.
Επίσης, όλα τα χρόνια που θήτευσε στη Γερουσία ήταν από τους παραδοσιακούς υποστηρικτές των ελληνικών θέσεων. Στο καλό κλίμα συνέβαλαν ασφαλώς και οι προσωπικές πολιτικές δεξιότητες του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος σε αυτό το περιβάλλον αισθάνεται «σαν το ψάρι στο νερό». Ο δυτικόστροφος πολιτικός προσανατολισμός του, οι σπουδές του σε αμερικανικά πανεπιστήμια και ο «κοσμοπολιτισμός» που διαθέτει, τον βοηθούν να στέκεται με εξαιρετική άνεση σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Η δε ομιλία του στο Κογκρέσο ήταν εξαιρετικά στοχευμένη, ισορροπώντας μεταξύ του αξιακού περιεχομένου, που ενισχύει τη συναισθηματική εγγύτητα, και της ανάδειξης των κοινών συμφερόντων, που ισχυροποιεί τη σύμπλευση επί ρεαλιστικής βάσης.
Πέραν των προσώπων, όμως, αυτό που κυρίως έχει συμβάλει στην επωφελή αναθέρμανση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων είναι η στρατηγική επιλογή της σύμπλευσης συμφερόντων που με συνέπεια έχει ακολουθηθεί απ’ όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια.
Είναι πάνω από μία δεκαετία που όλες ανεξαιρέτως οι ελληνικές κυβερνήσεις φροντίζουν τα συμφέροντά μας στην περιοχή να συμπλέουν με εκείνα των ΗΠΑ. Και επενδύουν στη σταθερότητα και στην αξιοπιστία που προσφέρει η Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή μας, ειδικά σε μια ταραγμένη περίοδο. Αυτό, σε συνδυασμό με τις παλινωδίες της Τουρκίας, η οποία, λόγω αναθεωρητικού μεγαλείου, λειτούργησε πολλές φορές αποσταθεροποιητικά, ενίσχυσε τις γεωπολιτικές «μετοχές» της χώρας μας.
Αυτό που κάποιοι προσπαθούν να παρουσιάσουν ως μειονέκτημα – το ότι η Ελλάδα είναι δεδομένος και αξιόπιστος σύμμαχος– είναι στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο διπλωματικό μας πλεονέκτημα. Και είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που όλοι οι Έλληνες πρωθυπουργοί έχουν αναδείξει κατά τις επισκέψεις τους στον Λευκό Οίκο.
Είναι πραγματικά λυπηρό το γεγονός ότι άνθρωποι που υπηρέτησαν –και ορθώς!– αυτή την πολιτική όταν ήταν στην εξουσία σήμερα υποτάσσουν τον λόγο τους στις ανάγκες μιας πρόσκαιρης μικροπολιτικής λογικής. Είναι λάθος όχι μόνο με εθνικούς όρους, όχι μόνο σε αξιακό επίπεδο, καθώς ο καιροσκοπισμός δεν μπορεί να αποτελεί πολιτικό πρότυπο, αλλά και πολιτικά για τους ίδιους, καθώς εκπέμπει πολιτική ανωριμότητα και έναν οπορτουνισμό που απωθεί το πιο μετριοπαθές ακροατήριο. Αλλά αυτό είναι αντικείμενο άλλης ανάλυσης…
Στις ταραγμένες εποχές που ζούμε επιβάλλεται να είμαστε ρεαλιστές και ως προς τις μεθόδους και ως προς τις προσδοκίες μας. Η Τουρκία είναι σημαντική και ισχυρή χώρα και η Δύση δεν θέλει να τη χάσει από τη σφαίρα επιρροής της. Εξού και θα συζητήσει κάποιες αξιώσεις της, όσο ενοχλητικό και αν είναι το «ανατολίτικο» παζάρι της. Η αντίστοιχη ισχύς της Ελλάδας δεν είναι ο τυχοδιωκτισμός του «επιτήδειου ουδέτερου», το «να μη σε θεωρούν δεδομένο», όπως κάποιοι αφελώς (ή μάλλον δημαγωγικώς) λένε, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Να σε θεωρούν οι ισχυροί «δικό» τους, για να έχεις τις αναγκαίες συμμαχίες που σου εξασφαλίζουν ισχυρή αποτρεπτική δύναμη, όπως ήδη συμβαίνει. Και κυρίως να σε θεωρούν «δικό» τους πολιτικά, πολιτιστικά, αξιακά, κάτι που αποτελεί το μεγάλο διπλωματικό όπλο της πατρίδας μας. Το ιστορικό-πολιτιστικό φορτίο της ως κοιτίδας του δυτικού πολιτισμού και, φυσικά, η πλήρης ένταξή της στους δυτικούς θεσμούς (Ε.Ε., ΝΑΤΟ κ.ά.).
Αυτά τα εθνικά εφόδια που αξιοποίησαν όλοι οι Έλληνες πρωθυπουργοί τα τελευταία χρόνια είναι κρίμα να αμφισβητούνται στον βωμό της μικροπολιτικής ή λόγω της αδυναμίας κάποιων να υπερβούν διαιρέσεις και απωθημένα που η ίδια η Ιστορία έχει λύσει και ξεπεράσει.
Και κάτι τελευταίο: Μια ενδιαφέρουσα αξιολόγηση της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ προκύπτει από τις αντιδράσεις των τουρκικών ΜΜΕ και της τουρκικής διπλωματίας. Η ενόχληση είναι απροκάλυπτη. Αυτό δείχνει ότι ως χώρα κάτι κάναμε καλά.