ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ κατά της κυβέρνησης ψήφισαν 141 βουλευτές που προέρχονται από τις κοινοβουλευτικές ομάδες του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Αριστεράς και της Πλεύσης Ελευθερίας, που την υπέβαλαν, μαζί με τους βουλευτές από τις κοινοβουλευτικές ομάδες του ΚΚΕ, της Ελληνικής Λύσης, της Νίκης και των Σπαρτιατών. Όλοι τους στάθηκαν απέναντι στην κυβέρνηση, αλλά η πρόταση δυσπιστίας απορρίφθηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία.
Κατάφερε όμως το ΠΑΣΟΚ και κυρίως ο Νίκος Ανδρουλάκης, που είχε την πρωτοβουλία, να πρωταγωνιστήσει, ενώνοντας τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Για κάποιους ήταν η απάντησή του στην ερώτηση μιας σχετικά πρόσφατης εκδήλωσης που είχε προκαλέσει αρκετό θόρυβο και είχε τον τίτλο «Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη ποιος;».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κίνηση αυτή του έδωσε –για την ώρα– το προβάδισμα έναντι του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος βρισκόταν στο Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων στη Θήβα και ήταν αποκλεισμένος από τις διεργασίες. Ο χρόνος που εκδηλώθηκε η πρωτοβουλία δεν είναι ούτε τόσο τυχαίος, ούτε εντελώς άσχετος με το ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, καθώς –όπως δεν εκρυψε άλλωστε– δεν ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας για πρόταση δυσπιστίας.
Οι όποιοι εσωτερικοί ανταγωνισμοί και οι όποιες αντιπαλότητες δεν μειώνουν το επίτευγμα του Νίκου Ανδρουλάκη, το οποίο είναι αντικειμενικό. Με την πρόταση δυσπιστίας έφερε τον πρωθυπουργό στη Βουλή για να απαντήσει σε όλες τις κατηγορίες και κατάφερε να πάρει το προβάδισμα, έναντι των υπολοίπων στα αριστερά του.
Αν ο Κασσελάκης δεν ήταν «αποκλεισμένος», το πιθανότερο είναι ότι η συνεργασία αυτή δεν θα είχε επιτευχθεί επειδή θα την εμπόδιζε, αλλά ούτε η Νέα Αριστερά θα μπορούσε να συνεργαστεί μαζί του, όπως έκανε με τον Σωκράτη Φάμελλο.
Οι πληροφορίες από τον ΣΥΡΙΖΑ ατύπως επιβεβαιώνουν όσα είπε ο Νίκος Παππάς περί διεργασιών που υπήρχαν μεταξύ εκείνου και στελεχών του ΠΑΣΟΚ τα οποία είναι στενοί συνεργάτες του Νίκου Ανδρουλάκη – κάτι που το ΠΑΣΟΚ όμως δεν επιβεβαιώνει. «Τέτοιου είδους διεργασίες δεν ανακοινώνονται δημόσια. Αν ήθελαν να το πουν, θα εβγαζαν δελτίο Τύπου» αναφέρει στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι η Νέα Αριστερά δεν γνώριζε για τις παρασκηνιακές διεργασίες, οι οποίες αφορούσαν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Η ηγετική ομάδα της Νέας Αριστεράς τις πληροφορήθηκε εκ των υστέρων, από όσα είπε ο Νίκος Παππάς σε τηλεοπτική εκπομπή και αυτό μάλλον δεν ήταν μια ευχάριστη έκπληξη.
Οι όποιοι εσωτερικοί ανταγωνισμοί και οι όποιες αντιπαλότητες, όμως, δεν μειώνουν το επίτευγμα του Νίκου Ανδρουλάκη, το οποίο είναι αντικειμενικό. Με την πρόταση δυσπιστίας έφερε τον πρωθυπουργό στη Βουλή για να απαντήσει σε όλες τις κατηγορίες και κατάφερε να πάρει το προβάδισμα, έναντι των υπολοίπων στα αριστερά του. Αν θα το διατηρήσει και πόσο θα το επηρεάσει η αντεπίθεση, που πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα κάνει ο Στέφανος Κασσελάκης μόλις απολυθεί, είναι άλλο θέμα.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αντιλήφθηκε αμέσως ότι η πρόταση δυσπιστίας θα λειτουργούσε υπέρ του προέδρου του ΠΑΣΟΚ και γι' αυτό προσπάθησε να την υποβαθμίσει από την αρχή, χαρακτηρίζοντάς τη «κοκορομαχία». Γνωρίζει άλλωστε ο Κασσελάκης, και ανησυχεί αρκετά για αυτό, ότι πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ επιθυμούν να μην πάνε τόσο καλά στις εκλογές για να θέσουν θέμα ηγεσίας την επόμενη μέρα.
Στέλεχος του ΠΑΣΟΚ αναφέρει ότι η προσέγγιση με τα τρία κόμματα που συνυπέγραψαν την πρόταση δυσπιστίας αποτελεί και κάποια απάντηση στην αλαζονική στάση της κυβέρνησης, που θεωρεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει άλλη πρόταση εξουσίας. Ο ίδιος θεωρεί ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης κατάφερε, σε μια πρώτη φάση, αυτό που ήταν άπιαστο όνειρο του Αλέξη Τσίπρα, να ενώσει την κεντροαριστερά με την αριστερά.
Οι φωνές αμφισβήτησης έχουν σιγήσει στο ΠΑΣΟΚ αυτές τις μέρες. Υπάρχει όμως μία κριτική που γίνεται –όχι φωναχτά– σχετικά με το τάιμινγκ. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο ιδανικός πολιτικά χρόνος για την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας ήταν μετά την Ολομέλεια για το κλείσιμο της Εξεταστικής για τα Τέμπη, από την οποία απουσίασε ο πρωθυπουργός. «Αυτή ήταν η καταλληλότερη στιγμή για να απαντήσεις με πρόταση δυσπιστίας και να υποχρεώσεις τον πρωθυπουργό να έρθει στη Βουλή και να απαντήσει για αυτά που δεν θέλει. Όχι μετά από μέρες, για ένα δημοσίευμα εκδοτικού ομίλου, που επιτρέπει να μας κατηγορούν για εξυπηρέτηση συμφερόντων» αναφέρει έμπειρο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ.
Η αντεπίθεση Μητσοτάκη
Ο πρωθυπουργός στην απάντησή του για την πρόταση δυσπιστίας είπε ότι αυτή σημαίνει ότι θέλουν να ρίξουν την κυβέρνηση και το όχημά τους ήταν μόνο ένας «παραπλανητικός τίτλος μιας εφημερίδας». Ανέφερε ότι, αν παρακολουθήσουν την αλληλουχία των γεγονότων, θα δουν ότι το πρωί βγήκε ένα δημοσίευμα το οποίο δεν έλεγε κάτι καινούργιο, αφού η κρατική τηλεόραση το είχε αποκαλύψει από πέρσι και «από τις 2 Μαρτίου το ξέραμε ότι ο σταθμάρχης μιλούσε με δύο τρένα», αλλά αυτό υιοθετήθηκε αμέσως από το ΠΑΣΟΚ, αφήνοντας μάλιστα αιχμές ότι μπορεί κάποιοι να το γνώριζαν πριν τυπωθεί η εφημερίδα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης άφησε κι άλλες αιχμές, όμως, απευθυνόμενος προς τον Νίκο Ανδρουλάκη, όταν του θύμισε ότι συνεργάζεται με αυτόν που έστησε την υπόθεση Νοβάρτις. «Είναι όμως λίγο παράξενο –έτσι δεν είναι;– εισηγητής σε αυτή την πρόταση να είναι ο κ. Παππάς, 13-0 καταδικασμένος για παράβαση καθήκοντος», είπε.
Όλα αυτά, όμως, είχαν ξαναειπωθεί το προηγούμενο διάστημα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Η είδηση βγήκε από το γάντι που πέταξε ο πρωθυπουργός στα «οικονομικά συμφέροντα», τα οποία ανέφεραν γενικά οι υπουργοί του τις προηγούμενες μέρες, αλλά δεν τα κατονόμασε. Είχε προηγηθεί η αποκάλυψη ότι τον συγκεκριμένο επιχειρηματία, που κατηγορούνταν ότι ήθελε να πλήξει την κυβέρνηση, είχαν επισκεφτεί ο υπουργός Επικρατείας και ο υφυπουργός Παρά τω Πρωθυπουργώ, οι οποίοι αποπέμφθηκαν.
«Το κάθε επιχειρηματικό συμφέρον έχει το δικαίωμα να διεκδικεί ό,τι θέλει» είπε ο πρωθυπουργός στην ομιλία του. «Μπορεί ακόμα και να θέλει να πέσει μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Η πολιτική είναι αυτή η οποία οφείλει να το συγκρατεί στον ρόλο του… Οι κυβερνήσεις είναι αυτές που ορίζουν τους κανόνες. Και αυτό, βέβαια, οδηγεί ενίοτε σε συγκρούσεις».
Κυβερνητικό στέλεχος αναφέρει ότι ο επιχειρηματίας απαιτούσε διάφορα πράγματα από το Μαξίμου, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθούν, και έτσι ξεκίνησε η διαμάχη. «Το κάθε επιχειρηματικό συμφέρον έχει το δικαίωμα να διεκδικεί ό,τι θέλει» είπε ο πρωθυπουργός στην ομιλία του. «Μπορεί ακόμα και να θέλει να πέσει μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Η πολιτική είναι αυτή η οποία οφείλει να το συγκρατεί στον ρόλο του… Οι κυβερνήσεις είναι αυτές που ορίζουν τους κανόνες. Και αυτό, βέβαια, οδηγεί ενίοτε σε συγκρούσεις. Αυτό είναι το κόστος των διαφορετικών ρόλων».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε ότι αυτό δεν είναι καινούργιο και υπενθύμισε τα «διαπλεκόμενα» και τους «νταβατζήδες», αλλά δήλωσε ότι αυτός δεν θα συγκυβερνήσει με κανένα παράκεντρο και ότι «στο τιμόνι του τόπου είναι αυτοί που ψηφίζουν, οι πολλοί και όχι οι λίγοι ισχυροί». Είπε ότι «αν νομίζουν κάποιοι ότι όλοι και όλα είναι εξαγοράσιμα, είναι βαθιά νυχτωμένοι» και ξεκαθάρισε ότι «αν κάποιος εκδότης, κάποιος μεγαλοεπιχειρηματίας έχει πολιτικές βλέψεις, ας εμφανιστεί ανοιχτά ο ίδιος στην πολιτική αρένα».
Κάποιοι στην αντιπολίτευση –που δεν έχει φυσικά ενιαία σκέψη– θεωρούν ότι η ρωγμή στις σχέσεις της κυβέρνησης με τα συγκεκριμένα εκδοτικά-επιχειρηματικά συμφέροντα μπορεί να είναι μια ευκαιρία που πρέπει να αξιοποίησουν. Είναι γεγονός, πάντως, ότι ούτε στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας είναι όλοι ευχαριστημένοι που δεν υπάρχει ένα ισχυρό κόμμα στην αντιπολίτευση που να «απειλεί» πραγματικά την κυβέρνηση, γιατί κανένας δεν τη θέλει τόσο ισχυρή.