ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ είμασταν πιο βίαιοι. Στη δική μου γενιά και στις προηγούμενες, μαθητές είχαν φλόμπερ και αεροβόλα, ενώ φυσικά δεν έλειπαν οι γροθιές, το ξύλο, οι συγκρούσεις σώμα με σώμα. Η πολιτική ή γηπεδική σκηνή γεννούσε άγρια πάθη, έστω και αν είχε αρχίσει μια πορεία σταδιακής εξημέρωσης και η εμφάνιση ενός ήπιου στυλ κοινωνικότητας.
Συζητήσεις για τη βία κάποιου «δεκαοχτάχρονου» βρίσκονται πολλές στα αρχεία των εφημερίδων, από τότε μάλιστα μαζί με απόψεις ειδικών και υποσχέσεις των πολιτικών παραγόντων, υποσχέσεις που χρωματίζονται κατά κανόνα από το ξεχωριστό ύφος της κάθε πολιτικής οικογένειας: επίδειξη πυγμής ή αυστηροποίηση των ποινών οι δεξιοί, κοινωνιολογική ερμηνεία και θεραπευτική παρέμβαση οι αριστεροί, ατομική ευθύνη για τους μεν και αναζήτηση των αιτίων της βίας για τους άλλους.
Από κάποιο σημείο και έπειτα πρέπει να αλλάζουν όμως κάποιες καταστάσεις στο πεδίο. Να μεταρρυθμίζονται τα ήθη και να εγκαταλείπονται «έθιμα» για να αναδυθεί μια νέα κοινωνική κουλτούρα: μια κουλτούρα της μη βίας με την απόρριψη της φυσικής (τουλάχιστον) και σωματικής βίας. Όταν, ωστόσο, κάποιος πιάνει αυτό το θέμα, θα έρθει συνήθως αντιμέτωπος με πλήθος ερωτήματα: και τι μας λέτε για τη βία των ίδιων των κρατικών θεσμών, για τη βία στην οικογένεια, για τη βία του εργοδότη ή του παγκόσμιου συστήματος των ισχυρών;
Προφανώς πολλές μορφές ύπουλης βίας θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν και μετά το ξεπέρασμα της φυσικής βαναυσότητας και των τραμπουκισμών. Μέχρι όμως να συμβούν μεγάλες αλλαγές στα πολιτισμικά και κοινωνικά πρότυπα, η στάση απέναντι σε τύπους που χτυπούν σε ευθεία βολή δεν μπορεί παρά να είναι αποστομωτική και κάθετη
Είναι αναγκαίες αυτές οι συζητήσεις που εκτείνονται πολύ μακριά και σε προβλήματα που αφορούν τα διαφορετικά επίπεδα της ύπαρξης. Τώρα, ωστόσο, αυτή η ναυτική φωτοβολίδα που σκόπευσε τον τριαντάχρονο αστυνομικό αποδεικνύει τη συνέχεια της πιο στοιχειώδους, χειροποίητης, φονικής βίας. Το πλαίσιό της μπορεί να αλλάζει, να είναι κάποια «αθλητικά γεγονότα» ή όχι, να αφορά προσωπικές διαμάχες ή μίση μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Άλλοτε η βία να πολιτικοποιείται πρόχειρα κι άλλοτε να παραμένει εξόφληση λογαριασμών παρέας και μαφιόζικη σύγκρουση.
Αυτό που φέρνει όμως μαζί της η συγκεκριμένη βία είναι πάντα το ίδιο: μεταγγίζει μεγαλύτερες δόσεις βαρβαρότητας στο κοινωνικό σώμα. Πολλαπλασιάζει την ήδη υπαρκτή βαναυσότητα. Περισσότερο μάλιστα από το μίσος, η βία αυτή φανερώνεται με μια εξοργιστική αδιαφορία για τις συνέπειες, μια ψυχική αναισθητοποίηση ως προς το κακό που μπορεί να προκαλέσει. Γι’ αυτό και αυτή η βία εκτός από τους στόχους της καταστρέφει και τους ίδιους τους αυτουργούς της: όσοι την ασκούν μετατρέπονται σε πειθήνια όργανα ιεραρχικά δομημένων συμμοριών και εξουδετερώνονται συναισθηματικά.
Ενώ λοιπόν ο «δεκαοχτάχρονος με τη φωτοβολίδα» μοιάζει με μικρή ουρά στη μεγάλη αλυσίδα της βίας, μου φαίνεται μεγάλο λάθος η υποτίμηση του συγκεκριμένου κακού. Γιατί; Διότι κατά κάποιον τρόπο η αποπομπή της φυσικής βίας από τη συλλογική μας ζωή είναι ένα πρώτο βήμα και για την αμφισβήτηση πολλών άλλων μορφών κακοποιητικής συμπεριφοράς και των δομών που τις στεγάζουν. Η μη ανοχή στη «χουλιγκάνικη» βία μπορεί να είναι απλώς η ρηχή δημαγωγία του συντηρητικού πολιτευτή αλλά και μια βαθύτερη απαίτηση όσων ενδιαφέρονται πραγματικά για μια κοινωνία ίσης αξιοπρέπειας.
Προφανώς πολλές μορφές ύπουλης βίας (αυτές που συνηθίζουμε να τις ονομάζουμε δομικές ή συστημικές) θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν και μετά το ξεπέρασμα της φυσικής βαναυσότητας και των τραμπουκισμών. Μέχρι όμως να συμβούν μεγάλες αλλαγές στα πολιτισμικά και κοινωνικά πρότυπα, η στάση απέναντι σε τύπους που χτυπούν σε ευθεία βολή δεν μπορεί παρά να είναι αποστομωτική και κάθετη: στάση που δεν αφήνει περιθώρια για κάποια «σχετικοποίηση» με όρους νεότητας.
Δεκαοχτάχρονους συναντά ιστορικά κανείς και στη βάση των ένοπλων πολιτοφυλακών του φασισμού, στις συμμορίες των εμπόρων ναρκωτικών ή σε άλλες ομαδοποιήσεις εξουσιαστικής κτηνωδίας, επομένως το ηλικιακό κριτήριο δεν μπορεί να χρησιμοποιείται επιλεκτικά και εξωραϊστικά.
Τι σημαίνει εν τέλει μη ανοχή στη βία; Όχι αναγκαστικά επίδειξη νομικής αυστηρότητας, ούτε κινήσεις που αποσκοπούν απλά στο «γόητρο» της κυβέρνησης. Πρέπει νομίζω να δούμε τις πληγές ενός ξέφρενου ατομικισμού που αναζητά την επιβράβευση των ισχυρών της ομάδας, τη θερμή αγκαλιά μιας βίαιης (και κατά κανόνα ανδρικής) μικρής κοινότητας. Περισσότερο και από την καταδίκη των πράξεων ενός δράστη χρειαζόμαστε απόρριψη αυτών των κόσμων του άγριου ατομικισμού και των φυλών του.
Έχει έτσι κάποια ιδιαίτερη σημασία να θυμίζει κανείς ότι αυτή η βία είναι μια μορφή κοινωνικής καταδυνάστευσης και όχι κάποια επεισόδια που θίγουν απλώς μικρούς κύκλους. Από μικρές ασκήσεις βαρβαρότητας ξεκινάει ένα μεγαλύτερο δεινό – και πάνω από όλα η ερημιά της αναισθητοποίησης απέναντι στο αίμα του άλλου, η θλιβερή ψυχρότητα για τον πόνο του άλλου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.