«ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΓΙΑ το ποδόσφαιρο…». Αυτή ήταν η αρχική –παροιμιώδης πλέον– εκδοχή που είχε ακουστεί από γνωστό τηλεοπτικό σταθμό αμέσως μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και όσο εξοργιστική και επιπόλαια κι αν μοιάζει, για να μην πούμε τίποτα χειρότερο, μπορεί κανείς να τη δικαιολογήσει εν μέρει (αλλά μόνο εν μέρει) από τη στιγμή που κάθε τόσο κάποιος σκοτώνεται «για το ποδόσφαιρο».
Φυσικά, κανείς δεν σκοτώνεται «για το ποδόσφαιρο» ή πολύ περισσότερο για το βόλεϊ ή για κάποιο άλλο άθλημα. Και, εκτός από τον δύστυχο καθηγητή Μπλιώνα, πριν από σαράντα χρόνια σχεδόν, κανείς δεν σκοτώνεται μέσα στο γήπεδο.
Συνεπώς, μοιάζουν πιο ατελέσφορα, ανερμάτιστα, άστοχα και καταγέλαστα (αν έχει μείνει διάθεση για γέλια) από οποιαδήποτε άλλη φορά τα «νέα» μέτρα που πήρε η κυβέρνηση για την πάταξη της «γηπεδικής βίας», αποκλείοντας το σύνολο των φιλάθλων από τα γήπεδα του ποδοσφαίρου για δύο μήνες και βλέπουμε, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να δηλώσει ότι δεν θα σταματήσει τον αγώνα «όσο ψηλά κι αν βρίσκονται αυτοί που την υποκινούν ή έστω την ανέχονται».
Φαντάσου να έχεις κάνει το σκατό παξιμάδι, όπως έχει κάνει πολύς κόσμος, για την αγορά ενός εισιτηρίου διαρκείας, και ξαφνικά να σε τιμωρούν μ’ αυτόν τον τρόπο.
Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού σχεδόν στην Ευρώπη, παρατηρείται εσχάτως μια νέα έξαρση της βίας με αφορμή τις οπαδικές προτιμήσεις. Τα «ραντεβού θανάτου» μοιάζουν να είναι πλέον στην ημερήσια διάταξη.
Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που εκφράζουν πού και πού μια διάθεση νοσταλγίας για τις ήσυχες μέρες γαλήνης και υποταγής του lockdown και η κυβέρνηση φαίνεται να συμμερίζεται αυτό το συναίσθημα επιστρέφοντας σ’ εκείνες τις μέρες που οι αγώνες διεξάγονταν κεκλεισμένων των θυρών. Μόνο που όταν ξανάνοιξαν, το διάστημα αποχής δεν φάνηκε να λειτούργησε σωφρονιστικά για τους «μακελάρηδες των γηπέδων».
Κάποτε πρέπει να γίνει ξεκάθαρο: οπαδισμός χωρίς τοξικότητα δεν γίνεται. Όποιος δεν θέλει καμία τοξικότητα στη ζωή του απλά δεν πάει ποτέ στο γήπεδο. Ακόμα καλύτερα, παύει να ασχολείται εντελώς. Μετά την πανδημία όμως, είναι σα να προέκυψε μια νέα τάξη ανασυγκροτημένων και ψυχρών χουλιγκάνων, με νέες δομές και νέες ιεραρχίες.
Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού σχεδόν στην Ευρώπη, όπου παρατηρείται εσχάτως μια νέα έξαρση της βίας με αφορμή τις οπαδικές προτιμήσεις. Τα «ραντεβού θανάτου» μοιάζουν να είναι πλέον στην ημερήσια διάταξη. Οι μέθοδοι, τα κίνητρα και οι στόχοι των ultras, καθώς και των οπαδών που είναι πρόθυμοι να προκαλέσουν σωματικές βλάβες, αλλάζουν με τις εποχές. Και οι εποχές που ζούμε είναι πολύ άγριες.
Πολλοί υπομειδιούν όταν ακούνε να γίνεται λόγος για τα «κοινωνικά αίτια» του φαινομένου. Κι όμως, όπως και τα περισσότερα κλισέ, είναι κι αυτό αληθινό. Το ότι έχουμε βαρεθεί να το ακούμε δεν περιορίζει την κραυγαλέα ισχύ του.
Πριν από λίγες εβδομάδες, δημοσιεύτηκε στους Times του Λονδίνου ένα μεγάλο σχετικό ρεπορτάζ, όπου φιλοξενείται και η άποψη του Ρόλαντ Μπενεντίκτερ, Ιταλού κοινωνιολόγου και συγγραφέα του βιβλίου Football Politics in Central and Eastern Europe («Πολιτικές του ποδοσφαίρου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη»), ο οποίος δηλώνει χαρακτηριστικά:
«Οι ultras είναι προϊόντα συγκεκριμένης εποχής, κοινωνικής συνθήκης, παιδείας. Η απειλητική συμπεριφορά μπορεί να υποκινείται από μακροχρόνιες πεποιθήσεις σχετικά με την πολιτική, τη φυλή ή την ιστορική αντιπαλότητα ή μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας πιο αυθόρμητης αντίδρασης στη σκληρή αστυνόμευση, σε διαιτητικές αποφάσεις, σε μια απογοητευτική σειρά αποτελεσμάτων, ακόμα και στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της ίδιας της ομάδας που υποστηρίζει κανείς. Ζούμε σε μια εποχή τεράστιας αβεβαιότητας.
Η αύξηση της ανισότητας έχει ενισχύσει την αντίληψη ότι οι κατώτερες τάξεις είναι οι μόνιμοι χαμένοι στα πάντα. Το ποδόσφαιρο δεν διαφέρει. Η αντίληψη που επικρατεί πλέον είναι ότι το παιχνίδι είναι απολύτως εμπορευματοποιημένο, είναι μια επιχείρηση, είναι για την ελίτ, είναι για τα λεφτά, είναι μόνο για το αποτέλεσμα, όχι για την απόλαυση της εμπειρίας. Ο κόσμος πηγαίνει στο γήπεδο φορτωμένος με βαριές "αποσκευές". Αυτό σημαίνει ότι ο θυμός και η βία γίνονται όλο και πιο πιθανά».