«ΣΑΣ ΕΠΙΑΣΕ Ο ΠΟΝΟΣ για τους εργαζόμενους που άφησε άνεργους ο Σερβετάλης, αλλά δεν σας βλέπω να γράφετε κάτι για τους 6.000 υγειονομικούς που άφησε σε αναστολή η κυβέρνηση», ήταν το χθεσινό Νο 1 tweet στο trend «Σερβετάλης» στο Τwitter, μετά την ανακοίνωση του ηθοποιού πως θα αποχωρήσει από την παράσταση Ρινόκερος γιατί διαφωνεί ιδεολογικά με την απόφαση της κυβέρνησης να απαγορεύσει την είσοδο των ανεμβολίαστων στα θέατρα.
Πριν από κάποια χρόνια έγραφα στη LiFO μια στήλη σε πρώτο πρόσωπο για τη ζωή μου στην Αθήνα. Όταν η κρίση άρχισε να βαθαίνει για τα καλά, εκεί γύρω στο 2011, παρατήρησα το εξής: όταν έγραφα κάτι ανάλαφρο (όταν λέω ανάλαφρο, δεν εννοώ κοσμικό γκαλά, αλλά διαδρομή με το τρόλεϊ), από κάτω σχολίαζαν: «Ε, βέβαια, ο κόσμος πεινάει κι εσύ, ξεπουλημένο μειράκιο, γράφεις για τις βόλτες σου». Αν έγραφα κάτι πιο πολιτικό, για μια πορεία ή για κάποιον φίλο μου που είχε απολυθεί, τα σχόλια των αναγνωστών οργίαζαν. «Πήγαινε να γράψεις για μπουκλάκια και κραγιόν, κοριτσάκι μου, που έχεις και άποψη για το δεύτερο μνημόνιο».
Σε ενοχλεί η κακοποίηση των ζώων; Είναι επειδή δεν αγαπάς τους ανθρώπους. Γράφεις για τον ρατσισμό εναντίον των προσφύγων; Δεν είδα να γράφεις όμως κάτι για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Έτσι, όμως, δεν μπορείς στ’ αλήθεια να κάνεις διάλογο για το οτιδήποτε.
Νομίζω ότι το χειρότερο πράγμα που κληροδότησαν τα δέκα χρόνια κρίσης στον δημόσιο διάλογο είναι το λεγόμενο whataboutism, το περίφημο «ναι, αλλά δεν λέτε για το τάδε». Δεν είναι ότι δεν υπήρχε πιο πριν, αλίμονο, αλλά με την κρίση, τον κανιβαλισμό των κοινωνικών δικτύων και, φυσικά, τον εκμαυλισμό της πολιτικής διεθνώς, από την επιχειρηματολογία του Τραμπ και του Πούτιν μέχρι τα fake news, είναι σαν να έχουμε μετατραπεί όλοι σε πολιτικούς που συμμετέχουν σε εκπομπή κάποιου επαρχιακού καναλιού λίγο πριν μπει το τηλεμάρκετινγκ με το σαπούνι κολλαγόνου. Κανείς δεν απαντά πλέον σε αυτό που τον ρωτάς, μόνο σου απαντούν με μια ερώτηση ή, εναλλακτικά, σε κατηγορούν για υποκρισία που σε απασχολεί αυτό και όχι το άλλο. Σε ενοχλεί η κακοποίηση των ζώων; Είναι επειδή δεν αγαπάς τους ανθρώπους. Γράφεις για τον ρατσισμό εναντίον των προσφύγων; Δεν είδα να γράφεις όμως κάτι για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Έτσι, όμως, δεν μπορείς στ’ αλήθεια να κάνεις διάλογο για το οτιδήποτε.
Σύμφωνα με τον ακτιβιστικό αλγόριθμο, πρέπει να κλαίμε όλοι (και όταν λέω όλοι, δεν εννοώ τους δημοσιογράφους, αλλά οποιονδήποτε έχει έναν λογαριασμό στο Τwitter και στο Facebook) για όλα, όχι λιγότερο ή περισσότερο όμως, όλα αυστηρά όσο πρέπει –από την κλιματική αλλαγή και την κοινωνική αδικία μέχρι πράγματα που ξέρουμε και πράγματα που δεν ξέρουμε–, να ρίχνουμε τα καυτά μας δάκρυα πάνω από το πληκτρολόγιο, φτύνοντας λέξεις καθημερινά. Η επόμενη διαβάθμιση αυτής της παθογένειας είναι το να κρίνεσαι όχι μόνο γι’ αυτά που λες ή γράφεις αλλά και γι’ αυτά που δεν γράφεις, λες και ο καθένας από εμάς είναι κάποια πολυ-εφημερίδα που έχει υποσχεθεί πλήρη ενημέρωση και πλουραλισμό στις απόψεις, ή λες και υποχρεούμαστε να δηλώσουμε παρόντες στα πάντα. «Ήρθε η ώρα να μετρηθούμε, δεν πειράζει, σας βλέπουμε εσάς που δεν γράφετε τίποτα, ξεπουλημένα τομάρια» / «Ξύπνησε και ο τάδε που είναι απολιτίκ και γράφει τώρα». Πολλές φορές υπάρχει μια εσάνς απειλής σε αυτά τα status. Σκέφτομαι πάντα τους ανθρώπους που τα γράφουν – μόνοι σε κάποιο σκοτεινό δωμάτιο, με το φως του υπολογιστή, την ώρα που φαντασιώνονται, ανατριχιάζοντας από τη συγκίνηση, πως έξω από την πόρτα τους παραμονεύει ένα βουβό πλήθος με έντονα συναισθήματα, που τους εχθρεύεται ή τους λατρεύει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.