ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΡΟΗ γεγονότων και προσώπων που εμφανίζονται στη σκηνή, κατέχουν αξιώματα, κάνουν δηλώσεις, μέσα στη μεγάλη αλυσίδα παραγωγής της κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής κάποιες φυσιογνωμίες ανεβαίνουν σε άλλο βάθρο. Ανεβαίνουν ψηλά, όχι απλώς ή κυρίως με την έννοια μιας εξέλιξης στην ιεραρχία ή αυτού που παραδοσιακά λέμε απόκτηση «κοινωνικής επιφάνειας». Μάλλον, η δική τους επιφάνεια κατακτά γρήγορα ένα βάθος, μια στερεότητα που δεν έχει σχέση με πολλές άλλες περιπτώσεις αξιωματούχων ή δημόσιων προσώπων γύρω μας.
Μια τέτοια φυσιογνωμία ήταν και ο Μωυσής Ελισάφ που πέθανε στα εξήντα οκτώ του. Οι πιο γνωστές του ιδιότητες (επιστήμονας γιατρός-καθηγητής, δήμαρχος Ιωαννίνων, Έλληνας Εβραίος) δεν είναι ικανές να εξηγήσουν τη λύπη, τον σεβασμό και την εκτίμηση στο πρόσωπό του από τις πιο διαφορετικές πλευρές. Και ίσως αυτό να είναι απόδειξη του τι σημαίνει, στ’ αλήθεια, ένα ηθικό πρόσωπο: κάποιος ή κάποια που στο πέρασμά του/της από τη ζωή φωτίζει κάπως και τη ζωή των άλλων.
Ο Μωυσής Ελισάφ ήταν ας πούμε μέρος του πεπρωμένου του ελληνικού εβραϊσμού. Την ίδια στιγμή που είχε μια επιστημονική ταυτότητα, την προσωπική πολιτική του ιστορία, τις λόγιες και καλλιτεχνικές του ευαισθησίες, ήταν ενσάρκωση μιας εβραϊκότητας η οποία δεν έκρυψε ποτέ τη δική της αλήθεια.
Κάποιος ή κάποια που η παρουσία του/της έχει ευεργετικές συνέπειες για έναν τόπο ή μια χώρα. Και αυτές τις ευεργετικές συνέπειες τις αναγνωρίζουν οι άλλοι, οι οποίοι με τη σειρά τους αντιλαμβάνονται πως έχουν να κάνουν με άνθρωπο ξεχωριστό. Θα μπορούσε, φυσικά, να μη συμβεί αυτό το τελευταίο, πολλά ηθικά άστρα έχουν σβήσει χωρίς να τα προσέξουν οι άλλοι, χωρίς να κερδίσουν κάποια αναγνώριση.
Η γλώσσα της επικαιρότητας είχε τακτοποιήσει την περίπτωση του Μωυσή Ελισάφ, αναφέροντας ιδίως τον «πρώτο Έλληνα Εβραίο δήμαρχο». Δεν είναι λάθος, φυσικά. Το μυστήριο, όμως, με αυτές τις προσωπικότητες βρίσκεται στο ότι δεν αθροίζουν απλώς κάποιες ιδιότητες, πως είναι δηλαδή κάτι περισσότερο από τις όποιες επαγγελματικές, πολιτικές ή επιστημονικές τους «περγαμηνές». Έχουν τη λάμψη των ηθικών προσώπων που συχνά συγκρούεται με την τεχνητή ακτινοβολία των παραφουσκωμένων διασημοτήτων. Είναι δηλαδή πρόσωπα που, κατά κάποιον τρόπο, βρίσκονται στους αντίποδες του influencer, του επιδεικτικού ακτιβιστή ή αυτού που επινοεί θορύβους για να βρίσκεται στον αφρό.
Τον Μωυσή Ελισάφ τον γνώρισα από κοντά όταν πήγα στα Γιάννενα να μιλήσω, καλεσμένος από τον Όμιλο πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού. Ήταν Οκτώβριος του 2018, λίγους μήνες πριν από τις δημοτικές εκλογές στις οποίες ο Μωυσής Ελισάφ θα εκλεγόταν δήμαρχος της πόλης. Αισθάνθηκα αμέσως τη σημασία του ανθρώπου αυτού: όπως συμβαίνει όταν αντιλαμβανόμαστε τη βαρύτητα μιας στιγμής δίχως συχνά να γνωρίζουμε τον λόγο που πρέπει να τη ξεχωρίσουμε από άλλες, επίσης σημαντικές στιγμές.
Το κακό είναι ότι μια τέτοια βαρύτητα που δεν έχει τίποτα βαρύγδουπο, ένας ανοιχτός ορίζοντας ο οποίος δεν είναι έλλειψη πεποιθήσεων αλλά έλλειψη δογματισμού, είναι στοιχείο που πραγματικά σπανίζει. Ζούμε άλλωστε στην εποχή ενός πολέμου ταυτοτήτων όπου δεσπόζουν οι μικρές κακιωμένες «φυλές» και τα σμήνη των οπαδών τους.
Πιστεύω, λοιπόν, πως άνθρωποι σαν τον Μωυσή Ελισάφ είναι αυτοί που καταφέρνουν να παραβιάζουν με τον τρόπο τους τα πρωτόκολλα της πολιτικής εχθροπάθειας και της κομματικής μικρότητας. Ισχυρές ατομικότητες που διαμορφώνονται όμως σε συλλογικούς χώρους και με όλη τη δημόσια αγωνία στους ώμους τους: σε ένα νοσοκομείο, σε ένα σχολείο, σε μια κοινωνική δραστηριότητα. Άτομα που συνθέτουν πολλές άλλες προσωπικότητες, φέρνοντας μαζί τους ένα συλλογικό πεπρωμένο. Ο Μωυσής Ελισάφ ήταν ας πούμε μέρος του πεπρωμένου του ελληνικού εβραϊσμού. Την ίδια στιγμή που είχε μια επιστημονική ταυτότητα, την προσωπική πολιτική του ιστορία, τις λόγιες και καλλιτεχνικές του ευαισθησίες, ήταν ενσάρκωση μιας εβραϊκότητας η οποία δεν έκρυψε ποτέ τη δική της αλήθεια.
Τέτοιοι άνθρωποι γίνονται πολύτιμοι ακριβώς γιατί πραγματώνουν μια ενότητα ικανή να διατηρεί τις διαφορές στο εσωτερικό της: κατακτούν μια ταυτότητα ευρύχωρη επειδή δεν οχυρώνεται στα στεγανά του φανατισμού. Αυτό τον πλούτο δώρισε στους γύρω του ο «πρώτος Εβραίος δήμαρχος»: ο χρόνος όμως στάθηκε λίγος, ανεπίτρεπτα σύντομος για ένα έργο, για σχέδια και προσδοκίες. Κάπως έτσι όμως συμβαίνει συχνά με τους όρους της τραγικής ανθρώπινης κλίμακας. Και το μόνο παρήγορο είναι ότι τίποτα δεν χάνεται από έναν πραγματικά σημαντικό άνθρωπο. Ό,τι έχτισε θα συνεχίσει να λάμπει για να το ανακαλύψουν και να το εκτιμήσουν και όσοι δεν πρόλαβαν να τον γνωρίσουν εν ζωή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.