ΟΤΑΝ ΒΛΕΠΩ ΟΤΙ στη μία χώρα μετά την άλλη η ακροδεξιά –σε ποικίλες πολιτικές εκφράσεις, αλλά σίγουρα όλες επικίνδυνες– αποκτά μεγάλη επιρροή, όπως συνέβη τώρα στη Γερμανία, θυμάμαι μια μικρή ιστορία. Την έχει γράψει ο σπουδαίος Ντιντιέ Εριμπόν και αφορά τους γονείς του, που ζούσαν στη Ρενς στις δεκαετίες του ’50, του ’60, του ’70 και αργότερα.
Αυτή η ιστορία λέει ότι οι γονείς του ήταν φτωχοί και αριστεροί∙ ο πατέρας ήταν εργάτης σε εργοστάσιο από τα 14 έως τα 56 του χρόνια, οπότε τον έθεσαν, χωρίς να ζητήσουν τη γνώμη του, σε καθεστώς πρόωρης συνταξιοδότησης, και η μητέρα εργαζόταν για πολλά χρόνια κυρίως ως ανασφάλιστη καθαρίστρια. Και οι δυο, όπως και η πλειονότητα των κατοίκων της πόλης, είχαν ενταχθεί πολιτικά, με έναν σχεδόν ακατέργαστο αλλά σοφό τρόπο, στην αριστερά. Το πανίσχυρο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας ήταν ο πολιτικός εκπρόσωπός τους. Αυτό εκπροσωπούσε την τάξη τους.
«Η ψήφος», γράφει ο Εριμπόν, «ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή συλλογικής κατάφασης του εαυτού και του πολιτικού βάρους καθενός και καθεμίας. Και όταν το βράδυ των εκλογών ανακοινώνονταν τα αποτελέσματα, ξεχείλιζαν από θυμό που νίκησε πάλι η δεξιά, ξεσπώντας κατά των απεργοσπαστών εργατών που “ψήφισαν γκολιστές” και επομένως εναντίον τους».
Η ακροδεξιά Μελόνι, η πιο προνομιούχος συνομιλήτρια σήμερα του Τραμπ, ήρθε στην εξουσία με τη στήριξη μεγάλου μέρους της εργατικής τάξης της εποχής μας· οι άνθρωποι που παραδοσιακά εκφράζονταν από το Δημοκρατικό Κόμμα το εγκατέλειψαν μαζικά και στράφηκαν σε αυτήν.
Τα χρόνια πέρασαν, οι εποχές άλλαξαν και το κυριότερο πολιτικό χαρακτηριστικό σε αυτές ήταν οι εναλλαγές συντηρητικών ή κεντροαριστερών κυβερνήσεων στην εξουσία. Οι τελευταίες απογοήτευαν. Οι γονείς του Εριμπόν, όπως και εκατομμύρια άλλοι Γάλλοι, βρέθηκαν σε ένα πολιτικό κενό. «Ποιος εκπληρώνει πλέον τον ρόλο που έπαιζε το “Κόμμα”; Σε ποιον μπορούν να στραφούν οι μη έχοντες, τα θύματα της εκμετάλλευσης, για να νιώσουν ότι εκφράζονται, ότι βρίσκουν στήριξη; Ποιος λογαριάζει ποιοι είναι, τι βιώνουν, τι πιστεύουν;».
Η απάντηση είναι «κανένας»∙ για πολλά χρόνια δεν υπήρχε κανένας. Τα αριστερά κόμματα είχαν αρχίσει να μοιάζουν με τα συντηρητικά, μεταλλάχθηκαν και «βάλθηκαν να διαγράψουν καθετί αριστερό από την αριστερά. Επήλθε ουσιαστικά μια γενική και μεγάλη μεταμόρφωση του ήθους και των διανοητικών αναφορών της».
Το τέλος της ιστορίας της οικογένειας του Εριμπόν, όπως και εκατομμυρίων ακόμα Γάλλων, ήταν να αρχίσουν να απενοχοποιούν τον πατέρα Λεπέν, πολύ πιο σκληρό ακροδεξιό από την κόρη του. «Όσοι τον ψήφιζαν δεν ήθελαν να βγει, στον δεύτερο γύρο ψηφίζαμε κανονικά», έλεγε η μητέρα του Εριμπόν στον γιο της όταν δειλά ψήφισε για πρώτη φορά τον ακροδεξιό Λεπέν.
Τέτοιες ιστορίες, όπου η δεξαμενή της ακροδεξιάς γίνεται μεγαλύτερη και υποδέχεται ολοένα και περισσότερους ψηφοφόρους, που βλέπουν σε αυτή την εκπροσώπησή τους, υπάρχουν πολλά εκατομμύρια σε πολλές χώρες της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια. Και σχεδόν πάντα ακολουθείται η ίδια πορεία: απογοητεύονται από τα κόμματα της αριστεράς ή της σοσιαλδημοκρατίας και μετατρέπονται σε θύματα των πιο αποκρουστικών λογικών.
Κάποιοι με λαϊκιστικό και ακροδεξιό λόγο τούς παγιδεύουν, τους εγκλωβίζουν σε λογικές μίσους και μισαλλοδοξίας, τους πείθουν ότι για την επιδείνωση των όρων της ζωής τους ευθύνονται αυτοί οι καταραμένοι που ήρθαν από μακριά στις δικές τους χώρες να τους πάρουν το ψωμί, όπως τους είπαν, και αυτοί το πίστεψαν. Παρότι το ψωμί που έπαιρναν οι καταραμένοι ήταν βρόμικο και κανένας άλλος δεν το ήθελε.
Η Ευρώπη είναι γεμάτη από τέτοιες ιστορίες. Η ακροδεξιά Μελόνι, η πιο προνομιούχος συνομιλήτρια σήμερα του Τραμπ, ήρθε στην εξουσία με τη στήριξη μεγάλου μέρους της εργατικής τάξης της εποχής μας∙ οι άνθρωποι που παραδοσιακά εκφράζονταν από το Δημοκρατικό Κόμμα το εγκατέλειψαν μαζικά και στράφηκαν σε αυτήν. Στο βιβλίο Από το κόκκινο στο μαύρο, ο Αλεσάντρο Πορτέλι, αφού μελέτησε για πολλά χρόνια την πολιτική συμπεριφορά των κατοίκων μιας εργατούπολης, του Τέρνι, που κάποτε ήταν βιομηχανική πόλη, κατέγραψε πολύτιμα συμπεράσματα όσον αφορά το γιατί και εκεί οι άνθρωποι στράφηκαν από το Δημοκρατικό Κόμμα στην ακροδεξιά. Απογοητεύτηκαν από την «κυβερνώσα αριστερά». Αυτός ήταν ο κύριος λόγος.
Στη Γερμανία δεν συνέβη κάτι θεαματικά διαφορετικό, δεδομένων των ιδιαίτερων συνθηκών. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κατέρρευσε, η ακροδεξιά αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση και μια έρευνα που έγινε πέρσι από το Ινστιτούτο του Μονάχου Ifo έδωσε μια καλή απάντηση στο ερώτημα γιατί κερδίζει το AfD: λόγω του αυξανόμενου χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Οι τελευταίοι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στους άλλοτε πανίσχυρους σοσιαλδημοκράτες και την αναζήτησαν σε αυτούς «που μιλάνε τη γλώσσα τους». Για την ακρίβεια, έτσι νομίζουν. Μια ματιά στις έρευνες για το ποιοι επιλέγουν τους γηγενείς ακροδεξιούς θα πείσει ότι σε μικρό ή μεγάλο βαθμό αυτό συμβαίνει και στην Ελλάδα…
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.