Ο ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ του καθημερινού φύλλου της «Αυγής» έφερε στην επιφάνεια ένα μεγάλο θέμα για το οποίο αποφεύγουμε ακόμα και οι άνθρωποι των μέσων να μιλάμε και αφορά τον ρόλο που παίζουν οι εφημερίδες στην εποχή μας, ο οποίος έχει αλλάξει με έναν καθοριστικό τρόπο. Παρότι η «Αυγή» είναι μια κομματική εφημερίδα, άρα ο ρόλος της δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτόν των υπόλοιπων εφημερίδων, αυτό που αναδείχθηκε από τη δημόσια συζήτηση μετά την απόφαση του μάνατζερ Κασσελάκη να την κλείσει είναι η βιωσιμότητα των εντύπων.
Στη συγκεκριμένη εφημερίδα το πρόβλημα δεν είναι τωρινό, έχει μεγάλη ιστορία. Η μειωμένη κυκλοφορία και επιρροή της μετράει πολλά χρόνια, αλλά στον ΣΥΡΙΖΑ είχαν πάρει την απόφαση να στηρίζεται από το κόμμα. Ο Κασσελάκης αποφάσισε να λύσει το πρόβλημα με την ιδιοκτησιακή αντίληψη με την οποία απολύει υπαλλήλους από το κόμμα. Χωρίς καμία διαβούλευση με τους εργαζόμενους, χωρίς σχέδιο, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση, χωρίς καν στοιχειώδη ευαισθησία.
Όμως, το πρόβλημα της βιωσιμότητας των εφημερίδων παραμένει, είναι μεγάλο και αφορά όλο τον κόσμο. Πριν από τρεις μήνες το Reuters δημοσιοποίησε ένα ενδιαφέρον ρεπορτάζ από την Ιταλία. Σύμφωνα με αυτό, τα περίπτερα της χώρας, τα οποία επιβίωναν κυρίως από τα έσοδα που προέκυπταν από τις πωλήσεις εφημερίδων, τείνουν να εξαφανιστούν. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έκλεισαν τα δύο τρίτα· μόνο την τελευταία τετραετία έκλεισαν 2.700. Τα περίπτερα κλείνουν γιατί οι Ιταλοί δεν αγοράζουν πια εφημερίδες. Το 2004 οι εφημερίδες πούλαγαν καθημερινά 9,54 εκατ. φύλλα, το 2014 ο αριθμός αυτός μειώθηκε στα 2,6 εκατ. φύλλα, ενώ τον Ιανουάριο του 2024 μόνο 950.000 Ιταλοί αγόρασαν εφημερίδες.
Στη χώρα μας η κατάσταση είναι ακόμα πιο δραματική. Μέσα σε έναν χρόνο είχαμε μείωση στις πωλήσεις των εντύπων κατά 3,2 εκατομμύρια, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία.
Kάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, όπου σε μικρό (στις σκανδιναβικές χώρες) ή μεγάλο (στην Ελλάδα) βαθμό οι εφημερίδες έχουν απώλειες, μειώνουν τις πωλήσεις τους –άρα μειώνεται και η επιρροή τους– και το αναγνωστικό τους κοινό περιορίζεται πια συνήθως σε μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπους οι οποίοι τις επιλέγουν κυρίως για λόγους ταύτισης και συνήθειας από τα περασμένα χρόνια.
Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης βασική πηγή πληροφόρησης των πολιτών έχει αναδειχθεί καταρχάς το διαδίκτυο και ακολουθούν οι τηλεοπτικοί σταθμοί, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης· τελευταίες έρχονται οι εφημερίδες. Τα σχετικά ποσοστά είναι συντριπτικά για τη χώρα μας, όπου η ενημέρωση γίνεται κατά κύριο λόγο από τα μέσα δικτύωσης, σε βαθμό δυσανάλογο σε σχέση με άλλες χώρες, κι αυτό είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού όμως η κατάσταση σε ό,τι αφορά τις εφημερίδες δεν διαφέρει – το αντίθετο. Στις ΗΠΑ οι εφημερίδες έκλεισαν το 2023 με ρυθμό 2,5 την εβδομάδα από 2 την εβδομάδα που ήταν ο αντίστοιχος αριθμός το 2022. Από το 2005, από τις 9.000 εφημερίδες έχουν κλείσει οριστικά οι 3.000, με στρατιές δημοσιογράφων να έχουν χάσει τις δουλειές τους. Ακόμα και μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία και τηλεοπτικοί σταθμοί (CNN, LA Times, Vox, Business Insider κ.ά.) απολύουν εκατοντάδες δημοσιογράφους γιατί τα έσοδα έχουν μειωθεί και προέρχονται κατά κύριο λόγο από το διαδίκτυο.
Στη χώρα μας η κατάσταση είναι ακόμα πιο δραματική. Μέσα σε έναν χρόνο είχαμε μείωση στις πωλήσεις των εντύπων κατά 3,2 εκατομμύρια, σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία. Όμως τα περίσσια δάκρυα για τον θάνατο των εφημερίδων δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα. Ο κόσμος εδώ και χρόνια έχει μπει σε μια νέα εποχή χωρίς το «χαρτί», η οποία όμως κρύβει μεγάλους κινδύνους που αφορούν την παραπληροφόρηση η οποία διαχέεται εξαιρετικά εύκολα από το διαδίκτυο (κυρίαρχη πηγή διακίνησης fake news) αλλά και τη συγκέντρωση των βασικών πηγών πληροφόρησης στα χέρια λίγων και ισχυρών.
Για τη χώρα μας γνωρίζουμε τι συμβαίνει, δηλαδή ποιοι κατέχουν τα περισσότερα και ισχυρότερα μέσα. Όμως η Ελλάδα δεν πρωτοτυπεί ούτε σε αυτό. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, το 90% των καθημερινών εφημερίδων μεγάλης αναγνωσιμότητας και το σύνολο των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών ανήκουν σε επτά μεγάλους βιομήχανους με παράλληλες οικονομικές δραστηριότητες.
Αυτές οι παθογένειες στην πληροφόρηση δημιουργούν «ερήμους ειδήσεων», όπως χαρακτηρίζονται διεθνώς, δηλαδή περιοχές από τις οποίες απουσιάζουν ειδήσεις – και αυτό έχει να κάνει και με την ποιότητα και με την ποσότητά τους. Οι συνέπειες δεν είναι αμελητέες, αφορούν την ποιότητα και τη λειτουργία της δημοκρατίας καθαυτές. Οι πολίτες έχουν ελλιπή ή διαστρεβλωμένη πληροφόρηση και βάσει αυτής συμπεριφέρονται πολιτικά αλλά κοινωνικά. Η έννοια της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής πολυμορφίας χάνεται.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.